«Νόμος περί τέκνων»
Η ΥΠΟΘΕΣΗ:
Η Φιόνα Μέι είναι διακεκριμένη νομικός που εκδικάζει στο Ανώτατο Δικαστήριο υποθέσεις οι οποίες εμπίπτουν στο οικογενειακό δίκαιο. Είναι φημισμένη για την οξυδέρκειά της, την ακρίβεια και την ευαισθησία της. Όμως την επαγγελματική της επιτυχία σκιάζουν η μελαγχολία της και οι οικογενειακές διαμάχες. Μετανιώνει για την ηθελημένη ατεκνία της, θλίβεται για την κρίση που έχει ξεσπάσει στον πολύχρονο γάμο της. Σε αυτή τη δύσκολη προσωπική στιγμή, καλείται να αντιμετωπίσει μια επείγουσα υπόθεση: Για θρησκευτικούς λόγους, ένα όμορφο δεκαεπτάχρονο αγόρι, ο Άνταμ, αρνείται τη θεραπεία που θα σώσει τη ζωή του και οι πιστοί γονείς του συμμερίζονται την επιθυμία του. Ο χρόνος εκπνέει. Μπορεί ένα κοσμικό δικαστήριο να υπερισχύσει της πίστης; Προκειμένου να καταλήξει σε μια απόφαση, η Φιόνα επισκέπτεται τον Άνταμ στο νοσοκομείο. Είναι μια συνάντηση που θα γεννήσει στην ίδια αισθήματα καταπιεσμένα επί δεκαετίες και στο αγόρι πρωτόφαντες συγκινήσεις. Η απόφασή της θα έχει συντριπτικές συνέπειες και για τους δυο τους.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ:
Λονδίνο. Το τρίτο ακαδημαϊκό τετράμηνο διάγει την πρώτη εβδομάδα του. Ο καιρός του Ιουνίου αδυσώπητος. Η Φιόνα Μέι, δικαστίνα στο Ανώτατο Δικαστήριο, βράδυ Κυριακής, στο σπίτι, ξαπλωμένη σε μια σεζ λονγκ, ατενίζει πέρα από τα πόδια της, προς το βάθος του δωματίου, την αποσπασματική εικόνα των χωνευτών ραφιών πλάι στο τζάκι, και στον διπλανό τοίχο, δίπλα σ’ ένα ψηλό παράθυρο, τη μικροσκοπική λιθογραφία μιας λουομένης του Ρενουάρ, αγορασμένη πριν από τριάντα χρόνια έναντι πενήντα λιρών. Πιθανότατα πλαστή. Από κάτω, στο κέντρο ενός στρογγυλού τραπεζιού από καρυδιά, ένα γαλάζιο βάζο. Καμιά ανάμνηση για το πώς βρέθηκε στην κατοχή της. Ούτε για το πότε ήταν η τελευταία φορά που το στόλισε με λουλούδια. Το τζάκι έχει ν’ ανάψει έναν χρόνο. Σταγόνες βροχής, μαυρισμένες από την αιθάλη, πέφτουν ακανόνιστα στη σχάρα μ’ έναν ελαφρύ ρυθμικό ήχο, πάνω σε μια κουβαριασμένη, κιτρινισμένη εφημερίδα. Ένα χαλί Μπουχάρα απλωμένο στις φαρδιές, λουστραρισμένες σανίδες του δαπέδου. Στο βάθος του οπτικού της πεδίου αχνοφαίνεται ένα μικρό πιάνο με ουρά· οικογενειακές φωτογραφίες σε ασημένιες κορνίζες καθρεφτίζονται στη βαθύμαυρη λάμψη του. Στο πάτωμα, πλάι στη σεζ λονγκ, σε απόσταση που μπορεί να το φτάσει, αν απλώσει το χέρι, το προσχέδιο μιας δικαστικής απόφασης. Και η Φιόνα ανάσκελα, να εύχεται όλη αυτή η σαβούρα να καταποντιστεί στα βάθη της θάλασσας.
Στο χέρι της, το δεύτερο ουίσκι με νερό. Νιώθει μετέωρη· προσπαθεί να συνέλθει από μια κακή στιγμή με τον άντρα της. Σπάνια πίνει, όμως το Τάλισκερ με νερό της βρύσης είναι βάλσαμο· σκέφτεται να διασχίσει το δωμάτιο ως τον μπουφέ για ένα τρίτο. Λιγότερο ουίσκι, περισσότερο νερό, γιατί έχει δικαστήριο αύριο, είναι δικαστίνα εν ενεργεία, διαθέσιμη σε κάθε απροσδόκητη απαίτηση, ακόμη και τώρα που είναι ξαπλωμένη ανακτώντας δυνάμεις. Μόλις δέχτηκε μια σκανδαλιστική εξομολόγηση, που τη φόρτωσε με αδιανόητο βάρος. Για πρώτη φορά, εδώ και πολλά χρόνια, είχε βάλει τις φωνές και κάποιος αδύναμος απόηχος αντηχούσε ακόμη στ’ αυτιά της: «Ηλίθιε! Είσαι ηλίθιος, γαμώτο!». Είχε να βρίσει μεγαλόφωνα από την εποχή των ανέμελων εφηβικών της επισκέψεων στο Νιούκαστλ, μολονότι πότε πότε εισέβαλλε στις σκέψεις της κάποια δραστική λέξη, όταν άκουγε μεροληπτικές καταθέσεις ή έπεφτε πάνω σε κανένα παράλογο νομικό ζήτημα.
Και ύστερα, όχι πολύ αργότερα, ασθμαίνοντας από οργή είχε κραυγάσει, τουλάχιστον δύο φορές: «Πώς τολμάς!».
Δεν ήταν βέβαια ερώτηση, όμως εκείνος την απάντησε ήρεμα: «Το έχω ανάγκη. Είμαι πενήντα εννέα ετών. Είναι η τελευταία μου απόπειρα. Στο μέλλον δε θ’ ακούω παρά μαρτυρίες περί μέλλουσας ζωής».
Επιτηδευμένη παρατήρηση, που την άφησε άφωνη, ανίκανη να βρει τι να απαντήσει. Έμεινε απλώς να τον κοιτάζει, ίσως μάλιστα το στόμα της να έχασκε ανοιχτό. Η πληρωμένη απάντηση της ήρθε με καθυστέρηση, εκεί, πάνω στη σεζ λονγκ της: «Πενήντα εννιά; Τζακ, είσαι εξήντα! Είναι αξιοθρήνητο, είναι μπανάλ».
Τελικά δεν άρθρωσε παρά μονάχα μια κουτσή, αδύναμη φράση: «Είναι εντελώς γελοίο».
«Φιόνα, από πότε έχουμε να κάνουμε έρωτα;»
Αλήθεια από πότε; Της είχε ξανακάνει την ερώτηση, σε τόνο παραπονεμένο, σχεδόν μεμψίμοιρο. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να ανακαλέσεις ένα πυκνό, πολυάσχολο, πρόσφατο παρελθόν. Το Τμήμα Οικογενειακών Υποθέσεων αντιμετώπιζε καθημερινά παράξενες αντεγκλήσεις, ειδικές εκκλήσεις, ενδόμυχες ψευδοεξομολογήσεις, εξωτικές αλληλοκατηγορίες. Και, όπως σε κάθε κλάδο της νομικής επιστήμης, έτσι κι εδώ οι λεπτές ιδιαιτερότητες των περιστάσεων απαιτούσαν άμεση κατανόηση. Την περασμένη εβδομάδα, η Φιόνα είχε ακούσει τους τελικούς ισχυρισμούς δύο εν διαστάσει Εβραίων γονιών —ο σύζυγος ορθόδοξος, η σύζυγος όχι— που διαφωνούσαν σχετικά με την εκπαίδευση των θυγατέρων τους. Το προσχέδιο της απόφασής της βρισκόταν στο πάτωμα δίπλα της. Αύριο, θα εμφανιζόταν και πάλι μπροστά της μια απελπισμένη Αγγλίδα, κάτισχνη, ωχρή, με ανώτατη μόρφωση, μητέρα ενός πεντάχρονου κοριτσιού, πεπεισμένη, παρά τις διαβεβαιώσεις στο δικαστήριο περί του αντιθέτου, ότι ο πατέρας του παιδιού, ένας Μαροκινός επιχειρηματίας και θρησκευόμενος μουσουλμάνος, θα της αφαιρούσε την κηδεμονία και θα το έπαιρνε μαζί του για μια νέα ζωή στο Ραμπάτ, όπου σκόπευε να εγκατασταθεί. Κατά τα άλλα, διαπληκτισμοί ρουτίνας για τον τόπο διαμονής των παιδιών, για σπίτια, διατροφές, εισοδήματα, κληρονομιές. Γιατί στο Ανώτατο Δικαστήριο έφταναν, κατά κύριο λόγο, οι μεγάλες περιουσίες. Ο πλούτος δεν έφερνε ευτυχία που διαρκούσε. Οι γονείς σύντομα μάθαιναν το νέο λεξιλόγιο και τις αργόσυρτες διαδικασίες του νόμου και έκθαμβοι ανακάλυπταν ότι είχαν εμπλακεί σε μνησίκακες διαμάχες με εκείνους που είχαν κάποτε αγαπήσει. Και περιμένοντας στα παρασκήνια, αγόρια και κορίτσια των οποίων το όνομα θα καταγραφόταν για πρώτη φορά σε δικαστικά έγγραφα, ανήσυχοι μικροί Μπεν και Σάρα, σφίγγονταν ο ένας πάνω στον άλλον, ενώ οι θεοί που όριζαν τη ζωή τους έδιναν τις μάχες τους μέχρις εσχάτων, από το Δικαστήριο Οικογενειακών Υποθέσεων στο Ανώτατο Δικαστήριο και από εκεί στο Εφετείο.
Όλη αυτή η θλίψη είχε κοινή θεματική, κοινό ανθρώπινο πρόσωπο — κι όμως, εξακολουθούσε να την εντυπωσιάζει. Η Φιόνα πίστευε ότι εκπροσωπούσε τη φωνή της λογικής εν μέσω απελπιστικών καταστάσεων. Σε γενικές γραμμές, εμπιστευόταν τις διατάξεις του Οικογενειακού Δικαίου. Στις πιο αισιόδοξες στιγμές της, τις θεωρούσε σημαντικά ορόσημα στην πρόοδο του πολιτισμού, που μεριμνούσαν για το συμφέρον των παιδιών λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες τους, και όχι εκείνες των γονέων τους. Οι μέρες της ήταν γεμάτες, και τελευταία και τα βράδια. Είχε να παραστεί σε διάφορα δείπνα, σε μια εκδήλωση στο Μιντλ Τεμπλ προς τιμήν ενός συναδέλφου που έβγαινε στη σύνταξη, σ’ ένα κονσέρτο στο Κινγκς Πλέις (Σούμπερτ, Σκριάμπιν), πηδώντας από το ταξί στο μετρό, παίρνοντας τα ρούχα από το καθαριστήριο, γράφοντας μια συστατική επιστολή σε ένα ειδικό σχολείο για τον αυτιστικό γιο της οικιακής βοηθού. Στο τέλος όλων αυτών, ύπνος. Πού ήταν το σεξ; Αυτή τη στιγμή δεν μπορούσε να θυμηθεί.
«Δεν κρατάω αρχείο».
Εκείνος άνοιξε απαυδισμένος τα χέρια του, χωρίς να δώσει συνέχεια.
Τον παρατηρούσε καθώς διέσχιζε το δωμάτιο κι έβαζε στο ποτήρι του ουίσκι, από το Τάλισκερ που έπινε και η ίδια. Τελευταία έδειχνε πιο ψηλός, πιο άνετος στις κινήσεις του. Ενώ η πλάτη του ήταν στραμμένη προς το μέρος της, η Φιόνα είχε ένα παγωμένο προαίσθημα απόρριψης, το προμήνυμα της ταπείνωσης που θα αισθανόταν αν την εγκατέλειπε για μια νεότερη γυναίκα, αν την παρατούσε, άχρηστη και μόνη. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να συναινέσει σε ό,τι της ζητούσε, κι ύστερα απόδιωξε τη σκέψη.
Είχε ξαναγυρίσει κοντά της με το ποτήρι του. Δεν της πρόσφερε ένα κρασί Sancerre, όπως συνήθιζαν εκείνη την ώρα της μέρας.
«Τι θέλεις, Τζακ;»
«Θα την προχωρήσω αυτή τη σχέση».
«Θέλεις διαζύγιο».
«Όχι. Αν και θέλω κάτι: να μην κοροϊδευόμαστε».
«Δεν καταλαβαίνω».
«Ασφαλώς καταλαβαίνεις. Δε μου είπες κάποτε ότι στους μακροχρόνιους γάμους τα ζευγάρια καταλήγουν να γίνονται κάτι σαν αδέλφια; Φτάσαμε σε αυτό το σημείο, Φιόνα. Έχω γίνει αδελφός σου. Είναι βολικό, είναι γλυκό, σε αγαπώ, όμως, πριν πέσω νεκρός, θέλω έναν μεγάλο, παθιασμένο έρωτα». Παρεξήγησε το κατάπληκτο βογκητό της και, περνώντας το για γέλιο, ίσως και για κοροϊδία, είπε απότομα: «Έκσταση, σχεδόν να λιποθυμάς από την έξαψη. Το θυμάσαι; Το θέλω μια τελευταία φορά, έστω κι αν εσύ δεν το θέλεις. Αν και μπορεί να το θέλεις».
Τον κοίταζε, ανήμπορη να πιστέψει στ’ αυτιά της.
«Αυτό είναι λοιπόν».
Τότε ήταν που βρήκε τη φωνή της και του είπε πόσο ηλίθιος ήταν. Είχε εξαιρετική αντίληψη του τι ήταν συμβατικά ορθό. Το γεγονός ότι ο άντρας της, απ’ όσο ήξερε, ήταν σ’ όλη του τη ζωή πιστός καθιστούσε την πρότασή του ακόμη πιο εξωφρενική. Άλλωστε, ακόμη κι αν την είχε απατήσει στο παρελθόν, το είχε κάνει με εξυπνάδα και διακριτικότητα. Γνώριζε ακόμη και το όνομα της γυναίκας: Μέλανι. Όχι και πολύ διαφορετικό από την ονομασία μιας μοιραίας μορφής καρκίνου. Ήξερε ότι η ίδια θα αφανιζόταν από τη σχέση του μ’ αυτή την εικοσιοκτάχρονη στατιστικολόγο.
«Αν το κάνεις, θα είναι το τέλος μας. Τόσο απλά».
«Με απειλείς;»
«Σε διαβεβαιώνω επισήμως».
Τώρα είχε ανακτήσει την ψυχραιμία της. Πράγματι φαινόταν απλό. Η κατάλληλη στιγμή για να προτείνει κανείς έναν ανοιχτό γάμο είναι πριν από τη γαμήλια τελετή, όχι τριάντα χρόνια αργότερα. Να διακινδυνεύει όσα τους ένωναν για να ξαναζήσει μια περαστική αισθησιακή έξαψη! Όταν προσπάθησε να φανταστεί πώς θα ήταν αν επιθυμούσε κι εκείνη κάτι παρόμοιο —η «τελευταία τρέλα» θα ήταν η πρώτη της—, δεν κατάφερε να σκεφτεί παρά αναστάτωση, παράνομα ραντεβού, απογοήτευση, άκαιρα τηλεφωνήματα. Την περίπλοκη υπόθεση να γνωριστεί από την αρχή με κάποιον καινούριο άντρα στο κρεβάτι της, τα νεοεπινοημένα γλυκόλογα, όλη αυτή τη φενάκη. Και τέλος, την αναγκαστική απεμπλοκή, την προσπάθεια που απαιτούσε μια ανοιχτή και ειλικρινής συζήτηση. Επιπλέον, τίποτα δε θα ήταν ακριβώς το ίδιο όταν θα ξεκολλούσε επιτέλους. Όχι, προτιμούσε μια ατελή συνύπαρξη, αυτήν που είχε τώρα.
Όμως στη σεζ λονγκ αναδύθηκε ολοκάθαρα μπροστά της η πραγματική έκταση της προσβολής: Ήταν έτοιμος να γευτεί τις απολαύσεις του έρωτα με τίμημα τη δική της δυστυχία. Αδίστακτος. Τον είχε δει να γίνεται απόλυτος, προσηλωμένος στον σκοπό του, αδιάφορος για τους άλλους, τις περισσότερες φορές υπερασπιζόμενος μια δίκαιη υπόθεση. Αυτό όμως ήταν καινούριο. Τι είχε αλλάξει; Στεκόταν ευθυτενής, με τα πόδια ελαφρά ανοιχτά καθώς γέμιζε το ποτήρι του, με τα δάχτυλα του ελεύθερου χεριού του να κινούνται στον ρυθμό ενός νοερού σκοπού, κάποιου τραγουδιού ίσως, που όμως δεν το μοιραζόταν μαζί της. Να την πληγώνει και να μη τον νοιάζει — αυτό ήταν καινούριο. Ανέκαθεν ήταν καλός, πιστός και καλός, και η καλοσύνη, όπως αποδείκνυε καθημερινά το Οικογενειακό Δίκαιο, ήταν το θεμελιώδες ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Η Φιόνα είχε την εξουσία να απομακρύνει ένα παιδί από έναν άστοργο πατέρα και μερικές φορές το έκανε. Αλλά να απομακρυνθεί η ίδια από έναν άστοργο σύζυγο; Όταν ήταν αδύναμη και απελπισμένη; Πού ήταν ο δικαστής που θα την προστάτευε;
Ο αυτοοικτιρμός, όταν τον διέκρινε στους άλλους, της προκαλούσε αμηχανία και δεν επρόκειτο να του παραδοθεί τώρα.
Για αντιπερισπασμό έβαλε και τρίτο ποτό. Ωστόσο γέμισε απλώς συμβολικά το ποτήρι της, προσθέτοντας περισσότερο νερό, και επέστρεψε στον καναπέ της. Ναι, ήταν μια από εκείνες τις στιχομυθίες για την οποία άξιζε να κρατήσει σημειώσεις. Σημαντικό να θυμάται, για να ζυγίσει προσεκτικά την προσβολή. Όταν τον απείλησε ότι θα διέλυε τον γάμο τους αν εκείνος προχωρούσε, ο άντρας της είχε απλώς επαναλάβει τον εαυτό του, της είχε ξαναπεί πόσο την αγαπούσε, ότι πάντα θα την αγαπούσε, όμως ζούσαν μονάχα μία φορά, οι ανεκπλήρωτες σεξουαλικές του επιθυμίες τού προκαλούσαν μεγάλη δυστυχία, είχε παρουσιαστεί τούτη η μία και μοναδική ευκαιρία και ήθελε να την εκμεταλλευτεί εν γνώσει της και, έλπιζε, με τη συναίνεσή της. Της μιλούσε ειλικρινά. Θα μπορούσε να το είχε κάνει «πίσω από την πλάτη της». Πίσω από τη λεπτή, άτεγκτη πλάτη της.
«Ω» ψιθύρισε. «Πολύ έντιμο εκ μέρους σου, Τζακ».
«Λοιπόν, για να πούμε την αλήθεια…» άρχισε να λέει, αλλά δεν ολοκλήρωσε τη φράση του.
Η Φιόνα μάντεψε ότι ετοιμαζόταν να την πληροφορήσει πως η σχέση είχε ήδη αρχίσει, και δεν άντεχε να το ακούσει. Δε χρειαζόταν, εξάλλου. Το έβλεπε. Μια όμορφη στατιστικολόγος που μελετούσε τις μειωμένες πιθανότητες ενός άντρα να επιστρέψει στην πικραμένη του σύζυγο. Φαντάστηκε ένα ηλιόλουστο πρωινό, ένα άγνωστο μπάνιο και τον Τζακ, ακόμη αξιοπρεπώς μυώδη, να βγάζει ένα μισοξεκούμπωτο λευκό λινό πουκάμισο πάνω από το κεφάλι του, μ’ εκείνο τον γνωστό, ανυπόμονο τρόπο του, να το εκσφενδονίζει στο καλάθι με τα άπλυτα, κι αυτό να κρέμεται στα χείλη του καλαθιού από το ένα μανίκι, πριν γλιστρήσει στο πάτωμα.
Ας πάει στα κομμάτια. Θα συνέβαινε, είτε με τη συναίνεσή της είτε χωρίς αυτήν.
«Η απάντηση είναι όχι». Είχε βγάλει μια στριγκιά φωνή, σαν στριμμένη κυρα-δασκάλα. «Τι άλλο περίμενες να πω;» πρόσθεσε.
Ένιωθε αδύναμη και ήθελε η συζήτηση να τελειώσει. Υπήρχε μια δικαστική απόφαση την οποία έπρεπε να εγκρίνει για να δημοσιευτεί στο Δελτίο Οικογενειακού Δικαίου. Η μοίρα δύο Εβραίων μαθητριών είχε ήδη διευθετηθεί με το βούλευμα που είχε η ίδια εκδώσει στο δικαστήριο, αλλά η διατύπωση έπρεπε να αμβλυνθεί, όπως ο οφειλόμενος στον οίκτο σεβασμός, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί εναντίον μιας πιθανής έφεσης. Έξω, η καλοκαιρινή βροχή χτυπούσε ρυθμικά στα παράθυρα· μακριά, πέρα από την πλατεία του Γκρέυς Ιν, λάστιχα στρίγγλιζαν στη μουσκεμένη άσφαλτο. Ο Τζακ θα την εγκατέλειπε, και ο κόσμος θα συνέχιζε να υπάρχει.
Το πρόσωπό του είχε σκληρύνει καθώς ανασήκωσε τους ώμους· της γύρισε την πλάτη και στράφηκε προς την πόρτα. Στο θέαμα της πλάτης του που απομακρυνόταν, η Φιόνα αισθάνθηκε τον ίδιο παγερό τρόμο. Θα τον φώναζε, αν δεν έτρεμε μήπως την αγνοήσει. Και τι θα του έλεγε; Αγκάλιασέ με, φίλησέ με, σου επιτρέπω να αποκτήσεις αυτό το κορίτσι;
Άκουσε τα βήματά του στον διάδρομο, την πόρτα του υπνοδωματίου τους να κλείνει σταθερά κι ύστερα τη σιωπή να εγκαθίσταται στο διαμέρισμά τους, τη σιωπή και τη βροχή που δεν είχε σταματήσει έναν μήνα τώρα.
[ O «Νόμος περί τέκνων» (The Children Act), που εκδόθηκε πέρυσι στην Αγγλία, είναι το πέμπτο μυθιστόρημα του Ian McEwan στις Εκδόσεις Πατάκη. Κυκλοφορούν ακόμη τα «Solar», «Χαμένο παιδί», «Στην ακτή» και «Επιχείρηση ζάχαρη» ].