Ο αναισθησιολόγος

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Ο αναισθησιολόγος

Είναι Δευτέρα, κατακαλόκαιρο και αργία για πολλούς. Κάνει αφόρητη ζέστη και τα παράλια της Αττικής είναι γεμάτα κόσμο και αυτοκίνητα.

Σε φανάρι στη Βουλιαγμένη, ηλικιωμένος κύριος χτυπά το παράθυρο του οδηγού. Με αγγλικά που ακούγονται σαν γαλλικά, με ρωτά αν μπορώ να τον πάω στον Πειραιά. Απαντώ πως μπορώ και ξεκινάμε.

Ο κύριος δεν έρχεται πρώτη φορά στην Ελλάδα, αντίθετα, έχει ταξιδέψει σχεδόν σε όλη τη χώρα. Τα τελευταία τριάντα χρόνια, κάθε χρόνο για ένα μήνα εξερευνά και κάποιο διαφορετικό μέρος. Έχει επισκεφτεί όλα τα νησιά και μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής χώρας. Δηλώνει λάτρης της φύσης, της θάλασσας, του ούζου και του φραπέ. Αυτήν τη φορά, βρίσκεται εδώ με το σκάφος του:

«Έφτασα χτες από την Τουρκία, κάνοντας στάση στην Κύθνο για μια βουτιά και στην Τζια για τον καφέ μου. Θα πλέουμε για καναδυό εβδομάδες στα νερά σας και μετά φεύγουμε για Σαρδηνία, Κορσική και από εκεί στην Τουλόν. Μετά θα πάμε Μαγιόρκα. Έχω σκοπό να ταξιδεύω πέντε μήνες σε όλη τη Μεσόγειο».

Τον ακούω χωρίς να παίρνω ανάσα, θέλω να τον κατεβάσω κάτω από τη ζήλια μου και ταυτόχρονα θαυμάζω την όρεξή του. Θέλει να κάνει κάποιες επισκευές στο σκάφος του και γι’ αυτό μού ζητά να τον αφήσω στα γραφεία της μαρίνας για να βρει άκρη. Τον πληροφορώ ότι παραείναι αισιόδοξος που θέλει να βρει άνθρωπο στα γραφεία Δευτέρα απόγευμα και αργία, αλλά εκείνος είναι σίγουρος πως κάποιος θα υπάρχει, κι έτσι δεν επιμένω.

Φτάνουμε στη μαρίνα, φυσικά και δεν υπάρχει ψυχή στα γραφεία, και ο κύριος μου ζητά να τον πάω πίσω στο σκάφος του, κάπου λίγο μετά την Ανάβυσσο. Αγοράζει τον αγαπημένο του φραπέ για λογαριασμό του, μου κερνά τον δικό μου καφέ και ξεκινάμε.

«Ήμουν αναισθησιολόγος, δούλευα πάρα πολλές ώρες. Από τότε που πήρα σύνταξη, έχω βαλθεί να κάνω όσα περισσότερα μπορώ από αυτά που πάντα ήθελα και ποτέ δεν προλάβαινα. Έχω τρία παιδιά και οχτώ εγγόνια. Θα τους συναντήσω στην Τουλόν. Όταν ήταν μικρά τα παιδιά μου, δεν τα έβλεπα γιατί δούλευα πολύ. Τώρα δεν τα βλέπω γιατί θέλω τον μισό χρόνο να ταξιδεύω, να παίρνω το σκάφος, όσο μπορώ ακόμη, να γνωρίζω καινούργια μέρη και να θυμάμαι άλλα που έχω ήδη πάει».

Ο επιβάτης μου ξεκινά τις ερωτήσεις για τη δική μου ζωή (άσε μας, γιατρέ, σιγά την υπερπαραγωγή), εισπράττω το κλασικό κομπλιμέντο για την ηλικία μου, καθώς και την πληροφορία ότι οι γυναίκες με λακκάκια έχουν μεγάλη πέραση στο Παρίσι — δυο λεπτά να κλειδώσω το ταξί και φεύγω, του απαντώ, γιατί εδώ δεν βλέπω προκοπή.

Ο κύριος απολαμβάνει τη διαδρομή ρουφώντας τον καφέ του, ακούω συχνά επιφωνήματα χαράς και θαυμασμού για το τοπίο, και μου λέει πόσο τυχερή είμαι που οδηγώ σε μια τόσο όμορφη πόλη όπως είναι η Αθήνα.

«Κι εγώ την αγαπώ», απαντώ, «το λέω, και μερικές φορές με κοιτούν με δυσπιστία. Είναι όμορφος τόπος, φωτεινός».

Η διαδρομή συνεχίζεται με τον επιβάτη μου να διηγείται ιστορίες από διακοπές του στην Ελλάδα: πού γεύτηκε φαγητά που δεν μπορεί να τα ξεχάσει, πού ήπιε το πιο μεθυστικό κρασί, πού συνάντησε τα πιο κρυστάλλινα νερά και πού τους πιο θερμούς ανθρώπους. Όλα τού άρεσαν, οπότε τού ζήτησα να μου πει τι είναι αυτό που δεν του αρέσει — και δεν μπόρεσε να βρει τίποτα· ένας πραγματικός έρωτας…

Πλησιάζουμε πια στο σημείο όπου έχει αφήσει το σκάφος του, η παρέα του τον περιμένει για το βραδινό τους ποτό. Μου ζητά την κάρτα μου και προσπαθεί να διαβάσει το όνομά μου:

«Χρυσαλλίδα, σωστά»;

«Όχι, για να μην μπερδεύεστε με το ολόκληρο, αφήστε το. Σκέτο Κρις».

«Εγώ θα σε φωνάζω Χρυσαλλίδα», επιμένει ο επιβάτης μου, κι ενώ πολύ θέλω να του απαντήσω πως, αν είναι να διηγείται τόσο όμορφα ιστορίες και να αφήνει τέτοιο πουρμπουάρ, μπορεί να με φωνάζει και Κίτσο, θα απαντώ αμέσως, χαμογελώ απλώς και τον ευχαριστώ για την καλή του συντροφιά και τη γενναιοδωρία του.

Σταματώ και τον παρακολουθώ να μπαίνει στο βαρκάκι που τον οδηγεί στο σκάφος του. Τον ζηλεύω που θα είναι τόσο καιρό στη θάλασσα, που θα δει τόπους πολλούς, που θα κολυμπήσει σε νερά παραμυθένια.

Ας γυρίζω, όμως, σιγά-σιγά. Η πόλη που εγώ αγαπώ, με περιμένει.