Ο απρόσεκτος τουρίστας

D
Τάσος Βαβλαδέλλης

Ο απρόσεκτος τουρίστας

Τις τελευταίες δύο εβδομάδες ταξίδευα και δούλευα ανελέητα, με αποτέλεσμα να μην περάσω πάνω από δύο συνεχόμενες νύχτες στην ίδια πόλη. Για όσους μπερδεύουν τα επαγγελματικά ταξίδια με αυτά της αναψυχής, να υπενθυμίσω ότι δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας, όμως, ένα ζευγάρι στενών φίλων επισκέφτηκε το Παρίσι και, όπως είχαμε κανονίσει καιρό πριν, έμεινα κι εγώ το Σαββατοκύριακο εκεί για να δούμε μαζί κάποιες από τις ομορφιές της πόλης. Το μούδιασμα των τρομοκρατικών επιθέσεων παρέμενε, αλλά από την άλλη οι ντόπιοι λες και το είχαν βάλει σκοπό να το ακυρώσουν με τη συμπεριφορά τους, βγαίνοντας ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι πριν. Οι τουρίστες, πάντως, ήταν όντως λιγότεροι.

Αφού κάναμε αμέτρητα χιλιόμετρα την Παρασκευή και το Σάββατο, ξημέρωσε η Κυριακή και το σχέδιο ήταν να πάμε στο Quartier Latin και στη γύρω περιοχή. Στους Κήπους του Λουξεμβούργου συναντήσαμε κάμποσους τουρίστες, αλλά περισσότερους Παριζιάνους να κάνουν τη βόλτα τους και αρκετούς να τρέχουν και να γυμνάζονται. Πού βρέθηκαν όλα αυτά τα πολύχρωμα λουλούδια τέλη Νοεμβρίου… Συνεχίσαμε στο επιβλητικό Πάνθεον, στο αχανές υπόγειο του οποίου μπορεί κάποιος να επισκεφτεί τους τάφους επιφανών Γάλλων, από τον Βολταίρο, τον Καρνό, τον Δουμά και τον Ουγκό, μέχρι τη Μαρία Κιουρί, τον Ρουσό, τον Σεντ-Εξιπερί και τον Μονέ. Στο Πάνθεον, το 1851, έγινε η περίφημη επίδειξη για την περιστροφή της Γης με το εκκρεμές του Φουκώ, μια βαριά μεταλλική μπάλα που ταλαντώνεται ελεύθερα αναρτημένη από την κορυφή του θόλου 67 μέτρα ψηλότερα. Συνεχίσαμε στην περιοχή της Σορβόννης, χαζεύοντας τα πανεπιστημιακά κτίρια, που δεν είναι απομονωμένα από τον υπόλοιπο αστικό ιστό, αλλά διατηρούν μια διαφορετικότητα, μια ιδιαιτερότητα που προσωπικά λατρεύω και τη συναντώ σε σχεδόν όλες τις μεγάλες πανεπιστημιουπόλεις του κόσμου. Ακριβώς απέναντι από το εντυπωσιακό κεντρικό κτίριο του πανεπιστημίου, βρίσκεται το Εθνικό Μουσείο Μεσαιωνικής Ιστορίας, μέσα σε μια γοτθική έπαυλη που έχει χτιστεί δίπλα και πάνω από τα ερείπια των εντυπωσιακών ρωμαϊκών θερμών του Cluny.

Καθώς σουρούπωνε, θέλησα να πάω σε μια περιοχή που είχα να επισκεφθώ από το 2003, τον λόφο της Μονμάρτρης και τη βασιλική της Sacré-Cœur. Ο Γάλλος φίλος Σ. πάντα μού έλεγε ότι η περιοχή αυτή τού θύμιζε ό,τι δεν του άρεσε στο Παρίσι: υπερβολικά πολλοί τουρίστες, υπερβολικά πολλοί πλανώδιοι, υπερβολικά πολλοί μικροαπατεώνες, όλα υπερβολικά — και όλα ψεύτικα. Βασικά ακούγεται σαν το Μοναστηράκι ή σαν την Πλάκα του Παρισιού. Έλα όμως που εμένα μου αρέσει και το Μοναστηράκι και η Πλάκα, με όλη την υπερβολή, τα χρώματα, τη φασαρία, τα φτιασίδια και ακόμα και το κιτς τους. Άσε που, παρ’ όλη την οχλοβοή, με συνεπαίρνει να περπατώ ανάμεσα ή δίπλα σε ιστορικά μνημεία που μου παίρνουν την ανάσα. Έτσι λοιπόν και στον γραφικό λόφο της Μονμάρτρης, ο επιτηδευμένος πολύβουος χορός που έχει στηθεί γύρω από την περιοχή που ζωγράφισαν, τραγούδησαν και ανέδειξαν κάποιοι από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες, απλώς προσθέτει κάποιες ακόμα ψηφίδες στο μωσαϊκό της περιοχής, που άλλωστε δεν ήταν ποτέ «αποστειρωμένη». Εκεί, λοιπόν, πήραμε το τελεφερίκ —πιο πολύ για την τουριστική εμπειρία παρά για το ότι τα σκαλιά ήταν πολλά —και φτάσαμε στην κορυφή του λόφου. Σουρούπωνε και, για να πω την αλήθεια, είχα επιπλέον κρυφό σκοπό να φωτογραφίσω το Παρίσι από ψηλά την ώρα που θα άναβαν τα φώτα της πόλης. Άσε που ο ουρανός εκείνη την ημέρα δεν ήταν βαρετός, και μονότονα γκρίζος, αλλά είχε αυτά τα παχιά σύννεφα που αλλάζουν σχήματα συνέχεια, αναδιπλώνουν όλες τις αποχρώσεις του γκρίζου, του μοβ, του ασημένιου και του μπλε και αλλάζουν τον καμβά της πόλης.

Το εσωτερικό της Sacré-Cœur δεν το είχα δει ποτέ, αλλά αυτή τη φορά και μπήκα και πέτυχα ένα κομμάτι της λειτουργίας. Τι περίεργη εικόνα… Το κέντρο της εκκλησίας αφιερωμένο στο θρησκευτικό μέρος, με πιστούς να ακολουθούν τους ψαλμούς, και τα περιφερειακά εσωτερικά παρεκκλήσια γεμάτα από τουρίστες και επισκέπτες που έκαναν τον κύκλο της εκκλησίας ωρολογιακά, θαυμάζοντας, απαθανατίζοντας και αγοράζοντας. Στο καμπαναριό δεν ανεβήκαμε γιατί θα έκλεινε όπου να ’ταν, αλλά πήγαμε στην εντυπωσιακή περιοχή πίσω από την εκκλησία, όπου αποκαλύπτεται ένα πιο κρυφό μέρος της αρχιτεκτονικής αρτιότητας του ναού. Όπως και στην Παναγία των Παρισίων, η πίσω πλευρά της Sacré-Cœur είναι ίσως ακόμα πιο όμορφη από την πρόσοψη. Επίσης, οι γειτονιές στην κορυφή του λόφου χαράσσονταν από δαιδαλώδη στενά, στρωμένα με πλάκα και γρανίτη, που μας καλούσαν να τα ανακαλύψουμε με φώτα που μόλις άρχιζαν να μπαίνουν στο παιχνίδι της νύχτας.

Στην επιστροφή, στα σκαλιά της Μονμάρτρης, στάθηκα να τραβήξω κάποιες ακόμα φωτογραφίες. Ακούμπησα την τσάντα μου δίπλα στα πόδια μου και άρχισα να φωτογραφίζω μια το Παρίσι, μια την εκκλησία. Κοιτώντας κάτω, διαπίστωσα ότι η τσάντα μου είχε κάνει φτερά. Είχε μέσα πορτοφόλι, κλειδιά σπιτιού, κάρτες, φακούς για την κάμερα, αλλά επίσης το διαβατήριό μου και την ταυτότητά μου. Ξεχνώντας ρομάντζες, διαφωτισμούς, λουλούδια και αρώματα, άρχισα από μέσα μου τα «γαλλικά». Πάρ’ τα ηλίθιε… Άρχισα να κοιτώ γύρω μου, φερμάροντας τους άπειρους μικροαπατεώνες που λυμαίνονται την περιοχή, ψάχνοντας για οποιοδήποτε σημάδι της τσάντας μου και σκεπτόμενος πολιτισμένες λύσεις όπως κλοτσομπούνια, αγκωνιές και κεφαλιές στη μύτη. Το καταπληκτικό είναι ότι τα σκαλιά ήταν γεμάτα από στρατιώτες (λόγω των αυξημένων μέτρων, βλέπεις πιο πολλούς στρατιώτες στον δρόμο απ’ ό,τι σε παρέλαση στη Βόρεια Κορέα – εμ, οκέι, περίπου), αστυνομικούς και πολιτοφύλακες. Κανείς δεν πήρε χαμπάρι, κανένας δεν αντέδρασε. Συνήθως οι κλέφτες δρουν σε ομάδες, όπου ένας κάνει αντιπερισπασμό, άλλος καλύπτει την πράξη και ένας τρίτος δρα, όσο άλλοι κρατάνε τσίλιες. Μετά από κάποια τηλεφωνήματα, φτάσαμε στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, όπου κατέθεσα, πήρα τα απαραίτητα χαρτιά για κάθε νόμιμη χρήση και έφυγα συλλογιζόμενος ότι είχα ευτυχώς κρατήσει πάνω μου κινητά, τις βασικές μου τραπεζικές κάρτες και —προπάντων— ότι η ζημιά ήταν μόνο χαμένα αντικείμενα, χρήματα και κάποιος χρόνος.

Ως συχνός ταξιδιώτης και, γενικά, ως άνθρωπος που υπολογίζω αρκετά τις κινήσεις μου, πάντα έπαιρνα μέτρα για να αποφύγω τέτοιες εκπλήξεις. Πάντα, εκτός από εκείνη την Κυριακή. Η τσάντα δεν ήταν απαραίτητο να είχε όλα όσα κουβαλούσα μαζί μου. Δεν είχα διαχωρίσει τα χρήματα και τις κάρτες σε διάφορες τσέπες πάνω μου, κατά το συνήθειό μου όταν κάνω τουρισμό. Δεν έβαλα την τσάντα ανάμεσα στα πόδια μου και διάλεξα το χειρότερο (μαζί με τη βάση του Πύργου του Άιφελ) σημείο του Παρισιού για να γίνω απρόσεκτος. Βασικά, η αίσθηση της άνεσης και της οικειότητας με το μέρος, η υπερβολική εμπιστοσύνη στην ταχύτητα αντίδρασής μου σε περίπτωση ανάγκης (η τσάντα ακουμπούσε στο πόδι μου), αλλά ίσως επίσης και η ψευδής αίσθηση ασφάλειας που μου δημιουργούσε η παρουσία αμέτρητων πάνοπλων αστυνομικών και στρατιωτών τριγύρω, έφεραν αυτό το αποτέλεσμα.

Αυτό το κείμενο είναι για να μοιραστώ μαζί με εσάς μια εμπειρία, μια συμβουλή, αλλά και για να θυμάμαι ότι η υπερβολική άνεση σε ακατάλληλες στιγμές, η υποτίμηση του κινδύνου και η αφέλεια, κάποια στιγμή πληρώνονται. Δεν είναι απαραίτητο να είναι κάποιος συνεχώς στην τσίτα, φοβούμενος και τη σκιά του, αλλά δεν πρέπει και να ξεχνά κάποιους βασικούς «κανόνες εμπλοκής», ώστε να αποφεύγει τέτοιες εμπειρίες.

Θα ξαναπάω, όμως, στη Μονμάρτρη με την πρώτη ευκαιρία. Δε θα αφήσω μια αρνητική εμπειρία να μου στερήσει τη χαρά μιας πανέμορφης περιοχής, ούτε καν να μου χαλάσει την ομορφιά εκείνης της Κυριακής!