Ο δρόμος που δεν φοβάται

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Ο δρόμος που δεν φοβάται

Μελετώντας το πρόγραμμα της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης μερικές μέρες πριν την κάθοδό μας στην Ελλάδα, υπογράμμισα με κόκκινο στιλό την παρουσίαση του βιβλίου του Νίκου Ξένιου με τίτλο «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία». Ένα βιβλίο που, λόγω θέματος, το είχα ήδη εντοπίσει όταν κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2017 από τις Εκδόσεις Κριτική, μα δεν είχα την ευκαιρία να το διαβάσω. Έχω την άποψη πως, όταν ακούω τον συγγραφέα να εκμυστηρεύεται τα μυστικά της κουζίνας του πριν ακόμα διαβάσω το βιβλίο του, εντρυφώ καλύτερα στο έργο του και πως όλο αυτό ποτέ δεν χαλά τη μαγεία της έκπληξης, όπως πολλοί ισχυρίζονται. Για ένα τόσο ευαίσθητο θέμα μάλιστα όπως η μετανάστευση, όσοι παρακολουθήσαμε τη συζήτηση μεταξύ του Γιώργου Σκαμπαρδώνη και του ίδιου του συγγραφέα στη ΔΕΒΘ θα συμφωνήσουμε, πιστεύω, πως ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτική όχι μόνο για το βιβλίο, αλλά και για τον ίδιο το συγγραφέα και τον τρόπο που σκέφτεται.

Το βιβλίο πραγματεύεται το βασανιστικό ταξίδι μιας ομάδας πέντε Κούρδων μεταναστών με προορισμό τη Δύση για ένα αύριο σε μια καλύτερη ζωή. Κι αυτό το τόσο καυτό θέμα που απασχολεί ιδιαίτερα την Ευρώπη τού σήμερα, το διασταυρώνει με την αφήγηση ενός Ουγγρικού μύθου από το χτες· μια ιστορία που έρχεται από τον 16ο αιώνα, για τον αυταρχικό Ούγγρο βασιλιά Ματθία Κορβίνο και τη νεαρή Βυζαντινή πριγκίπισσα  Μερσούδα. Και προφανώς όλοι αναρωτιόμαστε πώς μπορεί να συνδέονται αυτές οι δυο τόσο διαφορετικές ιστορίες.

Με αφηγητή έναν εκ των πέντε μεταναστών, το αφήγημα ξεκινάει:

Ο ποταμός κυλά παγωμένος δίπλα μας, όμως εμείς διψούμε.

Μια απόδραση από την μιζέρια και την ανελευθερία, σ’ ένα ταξίδι, όμως, ουσιαστικά αχαρτογράφητο. Και, με την ίδια ηρεμία και ευγένεια που διακρίνει τον ίδιο το συγγραφέα, θα μας αναφέρει με τρόπο λιτό, χωρίς παράπονο ή καταγγελτικό τόνο, την απανθρωπιά του κόσμου. Από σύνορα σε σύνορα, όσοι διασταυρωθούν μαζί τους θα τους κυνηγήσουν, θα τους κλέψουν, θα τους χτυπήσουν, θα τους εξευτελίσουν.

Ο δρόμος μακρύς, κι όλο να δυσκολεύει:

Στην αρχή δύο βαλίτσες, μετά μία, μετά καμία. Λίγα-λίγα αφήνουμε όλα μας τα υπάρχοντα πίσω, εκτός από ένα παγούρι με νερό, μιαν αλλαξιά και τα παράνομα έγγραφά μας. Και πορευόμαστε κοιτάζοντας διαρκώς κάτω, στη γη.

Σε αφιλόξενη γη:

…για πέντε μερόνυχτα δένουμε επιδέσμους στα δάχτυλα των ποδιών, που βρέχονται και στεγνώνουν  μέσα στα παπούτσια μας. 

Παρ’ όλα αυτά συνεχίζουν. Ίσως γιατί ο γυρισμός δεν υπάρχει σαν ενδεχόμενο. Ίσως γιατί ακόμα και οι τραγικές δυσκολίες που συναντούν είναι καλύτερες από το τέλμα τού χτες.  Κι έτσι εμείς, οι αναγνώστες, δεν αναρωτιόμαστε τι μπορεί να εννοεί ο αφηγητής όταν λέει:

Οι περισσότεροι ήμασταν αρκετά απογοητευμένοι για ν’ αφήνουμε χώρο σε απαισιόδοξες σκέψεις.

Στο δισάκι τους παραμένουν πια μόνο τα απαραίτητα. Αυτά που ο καθένας κρίνει σαν τέτοια: χάπια για τη ναυτία κάποιος, ένα μαύρο σακάκι για το κρύο ο δεύτερος, ένα χρησιμοποιημένο σωσίβιο κάποιος άλλος, ένα μικρό άλμπουμ με φωτογραφίες, και όλοι τα παράνομα χαρτιά τους σε πλαστική σακούλα για προστασία, σαν ιερό εικόνισμα. Κι ο αφηγητής, μαζί με τα έγγραφα, το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι στα αγγλικά. Αντικείμενα. Άλλα που τους κρατάνε δεμένους με το χτες, άλλα όμως προσανατολισμένα μόνο στο αύριο, στη νέα αρχή.

Εκεί, στη μέση της διαδρομής, με αφορμή ένα ελάφι που βλέπουν να τους ακολουθεί σε μικρή απόσταση, ο μεγαλύτερος σε ηλικία της παρέας θα πιάσει να τους αφηγείται την ιστορία της Μερσούδας· μιας όμορφης ευγενούς, που τα συμφέροντα της χώρας της την ήθελαν να παντρευτεί με τον αυταρχικό βασιλιά Ματθία, από τον οποίο θα βρεθεί κυνηγημένη —ιδού το κοινό στοιχείο στις δυο ιστορίες— σε μέρη ίδια άγνωστα και αφιλόξενα. Κι από εκείνο το σημείο, οι δυο ιστορίες θα τρέχουν παράλληλα, σφιχτά δεμένες η μια με την άλλη.

Ο αφηγητής περιγράφει το αδικοξοδεμένο χτες:

…τότε που γυρνούσαμε να κοιτάξουμε από ψηλά και οι άγγελοι ήταν από κάτω μας.  […] και ήμασταν τόσο αισιόδοξοι, που όταν οι άγγελοι ανέβαιναν, εμείς ανεβαίναμε πιο ψηλά.

Όπως και η Μερσούδα, έτσι και οι μετανάστες ξέρουν πως αυτό που τους περιμένει είναι το δύσκολο και αμφιλεγόμενο:

Το μέλλον μας είναι αβέβαιο. […] Στην Ευρώπη φυσάει ένας άνεμος ζοφερός, που θα μας παρασύρει και θα μας στροβιλίσει σαν φύλλα δένδρου. Γενιές ολόκληρες φτωχών, εξαθλιωμένων ανθρώπων ξαναζούν λεηλασίες και καταστροφές αιώνων.

Παρ’ όλα αυτά, τραγουδούν:

Ο δρόμος δεν ρωτά πού είσαι, ο δρόμος δεν ρωτά πού πας. Ο δρόμος ποτέ δεν φοβάται.

Και δεν θα σταματήσουν να προσπαθούν.

Σ’ αυτό το λιτό, σύντομο μυθιστόρημα (και όχι νουβέλα, όπως παρουσιάζεται σε κάποιες αναφορές), ο Ξένιος γράφει έναν  ύμνο στην ελπίδα, σε πείσμα του γκρίζου φόντου που μας περιβάλλει.

Στην αφιλόξενη Ουγγαρία, στη χώρα όπου ο μύθος θέλει τον βασιλιά Ματθία να σκοτώνει τελικά τη Μερσούδα, η οποία είχε μεταμορφωθεί σε ελάφι για να γλιτώσει από τον αυταρχισμό του, ο μετανάστης-αφηγητής σχολιάζει αισιόδοξα:

Αν τυχόν κάποιος φτάσει εδώ έπειτα από εμάς, θα έχει την ευκαιρία να δει τις τέχνες και να μάθει τα γράμματα και ν’ ακούσει τις όπερες και να επισκεφθεί τα μουσεία.

Γιατί η Ευρώπη ξέρει να είναι κι αυτό.  Και γιατί, δεν μπορεί, κάποτε θα «λουζόμαστε στην αμόλυντη αθωότητα του νέου κόσμου που έρχεται».

Σε συνέντευξη που έδωσε ο συγγραφέας στην Ελένη Γκίκα στο Fractal, καταλήγει τονίζοντας ακριβώς αυτή την ελπίδα που υποστηρίζει και στο μυθιστόρημά του:

«Και όμως, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης οι άνθρωποι εξακολουθούν να κάνουν παιδιά που δεν είναι σε θέση να ταΐσουν, συνεχίζουν να τα κουβαλούν στην πλάτη τους και να επιβιβάζονται σε μια βάρκα που τους οδηγεί στο άγνωστο, δεν παύουν να προσεύχονται μήπως γίνει κάποια θεομηνία, ενώ η αθλιότητα δεν τους εμποδίζει να αθωώνουν τους βασανιστές τους και να προσβλέπουν σε ένα καλύτερο αύριο».

Το μυθιστόρημα, όμως, είναι ύμνος και για το χτες, για τις ρίζες, την πατρίδα που μένει πίσω.  Γιατί όσοι ξέρουν να εξουσιάζουν το εφήμερο, δεν αφήνουν τίποτε από αυτά να μαραθεί.

Είμαι πρόσφυγας από την Αμμόχωστο της Κύπρου, και το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Νίκου Ξένιου μίλησε στην ψυχή μου.

Ο Νίκος Ξένιος γεννήθηκε στο Χαρτούμ το 1962 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Φιλοσοφία στην Κρήτη και ανακηρύχθηκε διδάκτορας Πολιτικής φιλοσοφίας στο Παρίσι. Διδάσκει στο μουσικό λύκειο Αλίμου και αρθρογραφεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Το «Κυνήγι του βασιλιά Ματθία» είναι το τρίτο λογοτεχνικό έργο που εκδίδει. Τα τέσσερα όμορφα σκίτσα που συνοδεύουν το μυθιστόρημα είναι φιλοτεχνημένα από τον ίδιο.

[ Πηγή εικονογράφησης ]