Ο Εγώ γίνεται σύννεφο

C
Κυριάκος Αθανασιάδης

Ο Εγώ γίνεται σύννεφο

Ο Εγώ είχε κι άλλο όνομα παλιά, αλλά τόσο παλιά που πια δεν υπήρχε. Πολλά ονόματα δεν υπήρχαν πια. Πολλές λέξεις. Για σκυλιά, για ανθρώπους και για πράγματα. Ο Εγώ τα θυμόταν όπως θυμάται κανείς ένα σύννεφο, ή τον αέρα. Πάντως, ότι είχε κάποτε και ένα άλλο όνομα, είχε.

Αλλά τώρα ήταν ο Εγώ. Και σχεδόν ήταν ο Εγώ από πάντα.

Ο Εγώ ήταν μεγάλος σκύλος, γι’ αυτό και υπήρχε. Αν δεν ήσουν μεγάλος σκύλος, δεν τα κατάφερνες να υπάρχεις. Οι μικροί σκύλοι έφευγαν γρήγορα. Έμεναν οι μεγάλοι μόνο, και οι άγριοι. Καμιά φορά, ένας μικρόσωμος σκύλος, αν και όχι και πάρα πολύ μικρόσωμος, μπορούσε να ζήσει μαζί με τους υπόλοιπους, ή κοντά στους υπόλοιπους, αρκετό καιρό. Αρκεί να ήταν πάντα άγριος. Ο Εγώ, πάλι, ήταν μεγαλόσωμος. Και άγριος ήταν, αλλά μόνο όταν το ήθελε εκείνος, όχι πάντα. Συνήθως τού άρεσε να μένει έξω από καβγάδες, να κάθεται κάπου που να ήταν αναπαυτικά και να κοιτάζει τη θάλασσα και τους γλάρους που πετούσαν. Καμιά φορά, οι γλάροι τού αντιγύριζαν το βλέμμα. Αν και όχι για πολύ. Οι γλάροι είχαν τους δικούς τρόπους.

Ήταν και ωραίος σκύλος. Το καταλάβαινε. Και το θυμόταν από παλιά. Τον ξεχώριζαν όλοι, και ειδικά τα θηλυκά. Σκούρος, μαλλιαρός, με μακριά αυτιά και με μακρύ, έξυπνο ρύγχος. Έξυπνο πάει να πει ότι ήξερε να μυρίζει καλά και ότι χωνόταν πιο εύκολα στα σκουπίδια και στις δύστροπες σακούλες. Έξυπνο σημαίνει ότι ήξερε να βρίσκει φαγητό ώστε να συνεχίσει να υπάρχει. Έτσι και δεν έβρισκες φαγητό, ακόμη και μεγάλος να ήσουν, ή άγριος, χανόσουν σαν ξεχασμένη λέξη.

Και ο Εγώ έβρισκε φαγητό. Πολύ συχνά.

Ήταν από τα πράγματα που τον ενδιέφεραν πολύ, και χαλούσε αρκετές ώρες της ημέρας για να ψάχνει και να ανακαλύπτει κάτι —οτιδήποτε— που μπορούσε να ζεστάνει το στομάχι του και να ευχαριστήσει το στόμα του. Μ’ αυτή τη σειρά. Τις υπόλοιπες ώρες, είτε κοιμόταν, είτε ξάπλωνε και κοιτούσε γύρω του ανοιγοκλείνοντας αραιά και πού τα ρουθούνια του για να πιάνει όλες τις μυρωδιές της περιοχής. Του άρεσε και αυτό πολύ. Να ξαπλώνει και να είναι ήρεμος. Το απολάμβανε. Όταν μάλιστα είχε ζέστη, ήταν το καλύτερο πράγμα στον κόσμο. Πιο καλό και από το φαγητό. Όταν δεν είχε ζέστη, όταν έκανε κρύο, ήταν δύσκολο. Το άντεχε βέβαια. Αλλά δεν του άρεσε.

Αυτό, το να ξαπλώνει στη ζέστη και να χαζεύει γύρω του μυρίζοντας τον αέρα, ήταν από τα πράγματα που μπορούσε να θυμηθεί πολύ εύκολα. Γιατί δεν είχε περάσει και πολύς καιρός αφότου χάθηκε η ζέστη. Και το θυμόταν ακόμη πιο έντονα, γιατί αυτές τις ημέρες είχε πολύ κρύο. Και ο Εγώ ξάπλωνε και κρύωνε ακόμη και κάτω από τη βαριά γούνα του, και έκλεινε τα μάτια για να τα προφυλάξει από τον άνεμο, και ένιωθε βαρύς από το πολύ νερό επάνω του. Και δεν είχε πολλές λύσεις για όλα αυτά. Εδώ που τα λέμε, είχε μόνο μία. Μπορούσε μονάχα να περιμένει. Τίποτε άλλο.

Αν, και πάλι, δεν ήταν σίγουρος για το τι ήταν αυτό που περίμενε. Καμιά φορά σκεφτόταν πως περίμενε να αλλάξει από στιγμή σε στιγμή ο καιρός, να ανοιγοκλείσει τα μάτια του, και στο μεσοδιάστημα αυτό να μπορούσε, λέει, να φύγει το κρύο και να ξαναγυρνούσε η ζέστη. Αλλά κάπου βαθιά μέσα του ήξερε πως αυτό δεν ήταν εύκολο. Δεν ήταν δυνατόν να γίνει: δεν ήταν ο καιρός του. Θα αργούσε πολλές μέρες ακόμα. Πιο πολλές από όσες μπορούσε να μετρήσει ένας σκύλος. Ίσως πάρα πολλές. Ίσως ακόμη περισσότερες. Άγνωστο πόσες. Όταν, ας πούμε, θα έσβηναν όλα αυτά τα κόκκινα φώτα που οι άνθρωποι είχαν γεμίσει τον τόπο με δαύτα. Κόκκινα φώτα, που έμοιαζαν να αναβοσβήνουν μέσα στο σκοτάδι.

Από την άλλη, όλο και πιο συχνά τώρα τελευταία, με τα κρύα και τα κόκκινα φώτα, σκεφτόταν πού και πού και κάτι ακόμη. Σκεφτόταν εκείνον που τον φώναζε με το άλλο του όνομα.

Αλλά ποιο όνομα; Ποιο;… Δεν μπορούσε να θυμηθεί. Ούτε το όνομα εκείνου του ανθρώπου μπορούσε να θυμηθεί. Ούτε το όνομα, ούτε το πρόσωπό του, ούτε τη μυρωδιά του.

Ήταν μια λέξη… μια λέξη που σήμαινε αυτόν τον άνθρωπο. Όπως η δική του χαμένη λέξη σήμαινε τον ίδιο – τον Εγώ. Αλλά μέσα του αυτή η λέξη ήταν σαν σύννεφο, ή σαν τον αέρα. Και το πρόσωπο εκείνου του ανθρώπου ήταν σαν σύννεφο. Και η μυρωδιά του. Ή μάλλον, ψέματα: τη μυρωδιά του τη θυμόταν. Αλλά δεν την είχε ξανασυναντήσει ποτέ στη ζωή του από εκείνη την τελευταία φορά, μια φορά που πάλι είχε τέτοια κόκκινα φώτα βαλμένα παντού, και πια δεν ήταν παρά κάτι που κοιμόταν μέσα του με το κεφάλι σπρωγμένο στο στήθος και τα μάτια κλειστά και σφαλισμένα. Κάτι που υπήρχε μεν, αλλά που ήταν γκρίζο και θολό, κρυμμένο και αποκοιμισμένο. Για πάντα.

Μα δεν είχαν σημασία όλα αυτά. Ούτε τα ονόματα, ούτε οι λέξεις, ούτε τα πρόσωπα, ούτε οι μυρωδιές και τα άλλα χαμένα πράγματα. Ούτε τα κόκκινα φώτα. Σημασία είχε που είχε γυρίσει πάλι το κρύο. Αυτό μόνο. Και που θα καθόταν εδώ, από πάνω του, για πολύ ακόμα. Και που η γούνα του δεν θα στέγνωνε μέχρι να φύγει, και μέχρι να ’ρθει ξανά ο ήλιος. Κι αυτό το κρύο δεν ήταν καλό. Δεν ήταν όπως τα άλλα που μπορούσε να φέρει στη μνήμη του. Ήταν ένα κρύο… άγνωστο. Καινούριο. Διαφορετικό. Τον έκανε να θέλει να κοιμηθεί κι άλλο, κι άλλο, να κουλουριαστεί σαν εκείνη την ανάμνηση της μυρωδιάς μέσα του, να κλείσει σφιχτά τα μάτια και να μην ξυπνήσει ποτέ. Ή μέχρι να φύγει το κρύο, και μέχρι να ’ρθει ξανά ο ήλιος. Μέχρι να σβήσουν όλα εκείνα τα κόκκινα φώτα.

Αλλά ώς τότε το κρύο αυτό, το καινούριο κρύο, ήταν ένα κρύο κακό. Ένα κακό, κακό κρύο. Δεν του άρεσε. Η μύτη του ξεραινόταν, κι όταν την έγλειφε με τη γλώσσα του τον έτσουζε. Και τα αυτιά του έβγαζαν μια μυρωδιά που δεν ήταν καλή, και δεν ήταν και δικιά του. Μια μυρωδιά που ο Εγώ δεν ήθελε να τη σκέφτεται. Για να του φύγει από το μυαλό, σηκωνόταν για μια στιγμή βάζοντας δύναμη και περπατούσε λιγάκι, και άλλαζε θέση πηγαίνοντας λίγο πιο εκεί, και ξάπλωνε ξανά πάνω στα χόρτα, ή δίπλα στους θάμνους, ή κάπου όπου δεν ήταν άλλα σκυλιά. Δεν ήθελε κανέναν κοντά του. Όχι όσο έκανε αυτό το κρύο, το καινούριο.

Και βέβαια ο Εγώ ήθελε να φάει. Ήθελε πολύ να βρει κάτι για να ζεστάνει το στομάχι του, κι ας μην ευχαριστούσε το στόμα του. Κάτι να βρει, και γρήγορα. Μόνο που για να βρει κάτι να φάει έπρεπε να βάλει όλη του τη δύναμη και να σηκωθεί, και όχι απλώς για να αλλάξει θέση. Μα δεν ήθελε να σηκωθεί. Όχι για να πάει κάπου μακριά.

Κι έτσι ο Εγώ έκλεισε τα μάτια, τα σφάλισε και —όπως το συνήθιζε— έπαιξε τα ρουθούνια του και… και την άλλη στιγμή, από το πουθενά, ήρθε εκείνη η μυρωδιά. Εκείνη η κοιμισμένη μέσα του μυρωδιά. Έτσι ξαφνικά. Μέσα από τα σύννεφα και μέσα από τον αέρα. Και ο Εγώ ρούφηξε τη μύτη του και την έπιασε πάλι, και η μυρωδιά ήταν εκεί, έξω του, έξω από τον Εγώ. Και τότε άνοιξε τα μάτια, και τον είδε. Και, ναι: ήταν εκείνος που τον φώναζε με το άλλο του όνομα. Τότε, παλιά. Εκείνη τη φορά που πάλι είχε παντού τα ίδια κόκκινα φώτα. Και ερχόταν προς το μέρος του, και κάτι έλεγε με το στόμα του. Και ο Εγώ έκανε να σηκωθεί, και ο άνθρωπος που τον φώναζε με το άλλο του όνομα τον έφτασε περπατώντας σαν άνεμος, ή περπατώντας πάνω στον άνεμο, και έσκυψε προς το μέρος του, και με τα χέρια του τον χάιδεψε στο κεφάλι, και μετά στη γούνα, βαθιά μέσα στη γούνα του, και ήρθε όλος επάνω του και τον αγκάλιασε σφιχτά και όλο τον χάιδευε, και του ’λεγε λόγια, λόγια που παλιά μπορεί και να τα καταλάβαινε, μα που τώρα ηχούσαν απλώς σαν κάτι καλό, κάτι ωραίο, σαν κάτι που σου γλύκαινε τα αυτιά, και την κοιλιά σου.

Κι έπειτα ο άνθρωπος που τον φώναζε με το άλλο του όνομα έβγαλε και του έδωσε φαγητό, και ο Εγώ το κατάπιε όλο, και μετά του ’δωσε κι άλλο, και το ’φαγε κι αυτό, και πάλι και πάλι, ωραίο ζεστό φαγητό, κι όλο τον χάιδευε πίσω από τα αυτιά, κι όλο έτριβε τη γούνα του, βαθιά-βαθιά, μέχρι το δέρμα, και τον φιλούσε και του ’λεγε λόγια, λόγια, λόγια που είχαν σημασία και νόημα, μα που και πάλι δεν πείραζε που δεν τα καταλάβαινε ο Εγώ, γιατί ήταν ωραία και γλυκά, κι αυτό έφτανε.

Κι έπειτα ο άνθρωπος είπε κι εκείνη την άλλη λέξη, τη λέξη που ήταν το άλλο του όνομα, το παλιό, το πρώτο, τότε που ζούσανε μαζί και είχε παντού γύρω τους κόκκινα φώτα, στραφταλιστά κόκκινα φώτα που αναβόσβηναν, κι ο Εγώ την κατάλαβε, φυσικά και την κατάλαβε, και τη θυμήθηκε με όλη του την ψυχή, και ήταν αυτός εκείνη η λέξη, και έγινε όλος μια φωτιά απ’ τη χαρά του και από την αγάπη, γιατί οι λέξεις που μας λένε με αγάπη είναι αγάπη και οι ίδιες, και ο Εγώ ξάφνου το ήξερε καλά αυτό, και φώναξε με χαρά και το όνομα του ανθρώπου, τη λέξη του ανθρώπου, γιατί τη θυμήθηκε κι αυτήν, κι ο άνθρωπος γέλασε και χάρηκε και τον φώναξε ξανά με το όνομά του, άλλη μία φορά, και το όνομά του ήταν ωραίο, ναι, και ήταν αυτός, και γέμισε τον τόπο, και το παλιό ωραίο του όνομα άρχισε να πετά ψηλά, προς τα κόκκινα φώτα, ψηλά, πολύ ψηλά, και ο Εγώ το είδε, κι έτσι όπως η λέξη του, η δική του λέξη, ταξίδευε μέσα στη νύχτα και πήγαινε πάλι να χαθεί, και πάλι να γίνει σύννεφο, αέρας, ο Εγώ σηκώθηκε για άλλη μια φορά στα πόδια του βάζοντας όλη του τη δύναμη, όση δύναμη είχε, και όρμησε και την κυνήγησε, και την έφτασε, και φτάνοντάς την κι έγινε κι εκείνος σύννεφο, και αέρας.

[ Δημοσιεύτηκε στο τχ. 83 (Δεκέμβριος 2017) της επιθεώρησης The BooksJournal. Εικονογράφηση: Ναταλία Καπατσούλια. Ευχαριστούμε για την άδεια της αναδημοσίευσης εδώ ].