Ο Μπαχ ως πένθιμος συνθέτης

C
Γιώργος Κυριαζής

Ο Μπαχ ως πένθιμος συνθέτης

Ας ξεκινήσουμε με ένα λήμμα από το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής τού (πρώην) Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη:

πένθιμος -η -ο [pénθimos]: 1. δηλωτικός πένθους: Πένθιμα ενδύματα. Πένθιμη ενδυμασία. Πένθιμη μουσική. 2. (μτφ.) κατηφής, θλιμμένος: Πένθιμο ύφος. Τα πένθιμα δειλινά του φθινοπώρου.

Πριν από λίγες ημέρες, με αφορμή την πραγματοποίηση συναυλίας σε σταθμό τού υπό κατασκευήν Μετρό της Θεσσαλονίκης, ο συμπαθέστατος Χρήστος Κιούσης, συμπαρουσιαστής της σατιρικής τηλεοπτικής εκπομπής του ANT1 Ράδιο Αρβύλα, σχολίασε την επιλογή των έργων που παρουσιάστηκαν στη συναυλία λέγοντας μεταξύ άλλων ότι ο Μπαχ είναι ένας «κατεξοχήν πένθιμος συνθέτης». Το θέμα είχε και την αστεία του πλευρά, και το βίντεο που ακολούθησε έβγαζε πράγματι γέλιο, αλλά εγώ θα επιμείνω σε αυτή τη φράση του παρουσιαστή — όχι για να σχολιάσω τον ίδιο (άλλωστε, ξεκαθάρισα από την αρχή ότι μου είναι συμπαθής), αλλά γιατί από πίσω κρύβεται μια γενικότερη αντίληψη πολύ διαδεδομένη στην Ελλάδα.

Ας δούμε, πρώτα, αν η μουσική του Μπαχ είναι όντως πένθιμη. Ο κατάλογος των έργων του Μπαχ (μιλάμε πάντα για τον Γιόχαν Σεμπάστιαν, όχι για τους γιους του) αριθμεί σήμερα 1.128 έργα. Πόσα από αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν πένθιμα σύμφωνα με τον πρώτο ορισμό της λέξης που είδαμε παραπάνω; Σίγουρα τα Κατά Ματθαίον και τα Κατά Ιωάννη Πάθη, μια που το ύφος τους και η διάθεση του ακροατή καθορίζονται από το θέμα τους. Ίσως κάποιες (λίγες) από τις 224 καντάτες του. Άντε και μερικά από τα κοράλ του. Όλα τα υπόλοιπα έργα του δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστούν πένθιμα. Ο δεύτερος ορισμός της λέξης είναι πολύ ευρύτερος και συμπεριλαμβάνει οτιδήποτε μπορεί να προκαλέσει μια κάποια μελαγχολία. Υπ’ αυτό το πρίσμα, μπορούμε να θεωρήσουμε πένθιμο οποιοδήποτε κομμάτι οποιασδήποτε εποχής και οποιουδήποτε μουσικού ύφους είναι γραμμένο σε ελάσσονα κλίμακα, δηλαδή πάνω από το 50% της παγκόσμιας μουσικής παραγωγής των τελευταίων 300 ετών — επομένως, και αυτός ο ορισμός δεν ταιριάζει εδώ.

Εάν θεωρήσουμε τη μουσική του Μπαχ πένθιμη (πράγμα που δεν ισχύει), είναι άραγε περισσότερο πένθιμη από τη μουσική άλλων συνθετών, έτσι ώστε να δικαιολογείται το επίρρημα «κατεξοχήν»; Όχι. Μπορεί τα περισσότερα έργα του με κείμενο να ήταν θρησκευτικού περιεχομένου, αλλά θρησκεία δεν σημαίνει απαραίτητα κατάθλιψη, και η λειτουργική μουσική στοχεύει συχνά στο να δίνει χαρά και αισιοδοξία στον πιστό, θυμίζοντάς του, για παράδειγμα, την προσδοκία του Παραδείσου. Άλλωστε, τα οργανικά κομμάτια του Μπαχ δεν διαφέρουν στη δομή από τα αντίστοιχα κομμάτια άλλων συνθετών, που σημαίνει πως έχουν και γρήγορα και αργά μέρη, και πιο εύθυμα και πιο σοβαρά, έτσι ώστε να δημιουργούν ποικιλία συναισθημάτων στον ακροατή. Τονίζω το «αντίστοιχα», γιατί, αν συγκρίνεις τις σουίτες για σόλο βιολοντσέλο του Μπαχ με τις εισαγωγές από τις κωμικές όπερες του Ροσίνι, είναι σαν να συγκρίνεις μήλα με αμμόσαυρους.

Εφόσον, λοιπόν, η μουσική του Μπαχ δεν είναι πένθιμη ούτε αντικειμενικά ούτε συγκριτικά με τη μουσική άλλων συνθετών, τότε γιατί τη χαρακτήρισε έτσι ο παρουσιαστής;

Την απάντηση την έδωσε πολύ περιεκτικά ένας καλός συνάδελφος που παίζει κοντραμπάσο στην Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ: «Χριστούγεννα τζαζ, και κλασική το Πάσχα». Στη συνείδηση των ανθρώπων που δεν ακούν κλασική μουσική (που είναι η πλειοψηφία και που καλά κάνουν στο κάτω-κάτω, δεν είναι δα και υποχρεωτικό), αυτά τα ακούσματα φτάνουν στα αυτιά τους μόνο αν τύχει να βάλουν Τρίτο Πρόγραμμα ή κάποιο κρατικό τηλεοπτικό κανάλι κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, οπότε βέβαια θα ακούσουν όντως πένθιμα και γενικώς μελαγχολικά κομμάτια, γιατί αυτό το συναίσθημα θέλουν να υποβάλουν αυτοί που τα επιλέγουν. Όπως, αντίστοιχα, δεν γίνονται Χριστούγεννα χωρίς Φρανκ Σινάτρα, Νατ Κινγκ Κόουλ ή Μπινγκ Κρόσμπι. Ένα επιπλέον «πρόβλημα» είναι ότι είμαστε πλέον συλλογικά εθισμένοι στον πολύ τονισμένο ρυθμό. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της μουσικής που παράγεται και ακούγεται ευρύτερα (ποπ, ροκ, χορευτική, εναλλακτική, λαϊκό, σκυλάδικο) έχει έντονο ρυθμό παιγμένο σε ντραμς, ο οποίος λειτουργεί σαν απαραίτητο και καθολικό υπόστρωμα, ενώ στην κλασική μουσική τα κρουστά έχουν περιορισμένο και καλά μελετημένο ρόλο. Αν όμως ασχοληθεί κανείς έστω και λίγο με το αντικείμενο, τότε θα ανακαλύψει όλη την γκάμα των συναισθημάτων, απεικονισμένη με χιλιάδες διαφορετικούς τρόπους.

Όσο για το αν ο ίδιος ο Μπαχ ήταν μελαγχολικός ή κατηφής άνθρωπος, ρωτήστε καλύτερα τον ιερέα της εποχής στον Άγιο Θωμά της Λειψίας, ο οποίος αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της λειτουργίας έψαχνε να τον βρει για να ξεκινήσει το επόμενο κομμάτι της καντάτας, αλλά δεν τον έβρισκε πουθενά, γιατί ο «πένθιμος» Μπαχ είχε ξεγλιστρήσει από τον ναό και βρισκόταν στην απέναντι μπιραρία όπου έπινε την πρωινή του μπιρίτσα μαζί με τα φιλαράκια του.