Ο ποιητής κύριοι περισσεύει!

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Ο ποιητής κύριοι περισσεύει!

Η ποίηση δεν είναι παρά ένα μόνο από τα ποικίλα μέσα και τις ευφάνταστες τεχνικές που στους αιώνες έχει μετέλθει ο άνθρωπος για να πολιορκήσει το ακατανόητο και να αντέξει το πραγματικό, για να ερμηνεύσει το άρρητο και να γοητεύσει τον πλησίον του· είναι ωστόσο αυτή που έχει δεχτεί τον μεγαλύτερο ίσως όγκο κατηγοριών και εχθρικών πυρών — πολύ μεγαλύτερο από ό,τι η ζωγραφική και η μουσική, φέρ’ ειπείν, ή η γλυπτική και η φιλοσοφία, το ποδόσφαιρο και το θέατρο, το μυθιστόρημα και η οινοποσία. Και μπορεί η πιο παλιά απαγόρευση εναντίον της ποίησης, όπως τη διαβάζουμε στην Οδύσσεια, να μοιάζει μάλλον με εγκώμιο για τη δύναμη του ποιητή παρά με απαγόρευση: «ετούτο μόνον το τραγούδι μην το συνεχίσεις· θλιβερό κι αβάσταχτο, σπαράζει την καρδιά μου μες στα στήθη», οι επόμενοι ωστόσο αιώνες σπανίως ήταν τόσο διακριτικοί όσο η θλιμμένη βασίλισσα Πηνελόπη.

Κι όμως, έχουν υπάρξει εποχές στην ιστορία της ανθρωπότητας (λιγότερες ωστόσο απ’ ό,τι έχουμε, γενικά, την τάση να πιστεύουμε), κατά τις οποίες ο ρόλος του ποιητή στην κοινωνία ήταν αναγνωρισμένος και η θέση του υψηλή και εξέχουσα· ο σεβασμός, ακόμη και το δέος, προς το πρόσωπό του ήταν δεδομένα και ειλικρινή, η συμμετοχή του στην πνευματική, κοινωνική και πολιτική κίνηση ήταν καθημερινή, όπως και η προσφυγή στη σοφία και στη διορατικότητά του. Και δεν χρειάζεται να φτάσουμε ώς τους αρχαίους αοιδούς ή τους τραγικούς ποιητές της Αθήνας για να επιβεβαιώσουμε την περιγραφή. Οι τροβαδούροι του Μεσαίωνα και οι ταπεινοί χριστιανοί υμνογράφοι, οι κλασικοί ποιητές της Περσίας και της Άπω Ανατολής και οι παράφοροι ρομαντικοί του 19ου αιώνα μαρτυρούν, με τις ειδήσεις από τη ζωή τους και με το έργο τους, για εκείνες τις εποχές της ανθρωπότητας, όταν η ιδιότητα του ποιητή δεν ήταν συνώνυμο της ανυποληψίας. Γιατί, ακόμη και όταν η επιτυχία, η αναγνώριση και η ανταμοιβή δεν έφταναν στην ώρα τους, ή ακόμη κι αν δεν έφταναν ποτέ, ένας βαθύτερος, ίσως και ανομολόγητος, σεβασμός εκ μέρους της κοινότητας προς το πρόσωπο του δημιουργού δεν έλειπε ποτέ, όπως δεν μειωνόταν και η εμπιστοσύνη του ίδιου του ποιητή στην αξία και στη διάρκεια της δουλειάς του. Γράφει ο Κιτς το 1818, με τρόπο που κανένας σύγχρονος ποιητής δεν τολμά να γράψει:

Δεν έχω το παραμικρό αίσθημα ταπεινοφροσύνης απέναντι στο κοινό ή σε οτιδήποτε άλλο του υπαρκτού κόσμου. Ταπεινόφρων νιώθω μόνο απέναντι στο αιώνιο ον, στην αξία της Ομορφιάς και στη μνήμη των μεγάλων ανδρών.

Για να φτάσουμε στον 21ο αιώνα, όπου η θέση της ποίησης μοιάζει πια εξαιρετικά επισφαλής και αμφίβολη. Σε μια κοινωνία στην οποία κάθε πράγμα και κάθε πρόσωπο, ενδεχομένως, αποτιμάται με το χρήμα, κάθε δραστηριότητα με τη χρησιμότητά της και κάθε προσήλωση πνίγεται στον ρηχό πολιτισμό της ευκολίας, οι ποιητές δεν μπορεί παρά να νιώθουν, στην καλύτερη περίπτωση, αόρατοι. Γιατί από εκεί προέρχεται σήμερα η πραγματική και η μόνη απειλή εναντίον της ποίησης. Κανένα πια καθεστώς δεν καταδιώκει τους ποιητές, καμία εκκλησία και κανένα δικαστήριο δεν απαγορεύει στα σοβαρά την ποίηση και κανένας θίασος ή γελοιογράφος δεν σατιρίζει τους πρωτοπόρους και τους αιθεροβάμονες δημιουργούς. Η πλήρης ανυποληψία αποτελεί το πεπρωμένο του ποιητή της εποχής μας, αν θέλει να είναι μόνο ποιητής, αν δεν μπορεί παρά να είναι μόνο ποιητής και δεν δεχτεί να προσχωρήσει στο τσίρκο, όπως το έθεσε κάποτε ένας από αυτούς.

Γιατί ο ποιητής ζει σήμερα και δημιουργεί σε έναν περίκλειστο και περιορισμένο χώρο, μια λειψή κοινότητα συναδέλφων στην οποία επικρατούν η ανασφάλεια, οι διαγκωνισμοί και το συντεχνιακό πνεύμα. Διατηρεί (παρ’ όλη την παραπειστική εντύπωση που κατορθώνει να δίνει σε ορισμένες περιπτώσεις) ελάχιστες πραγματικές φιλοδοξίες και ψευδαισθήσεις τόσο για τη δύναμη των στίχων του όσο και για τον ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει στην κοινωνία ή που θα μπορούσε να του αναγνωριστεί από τον δήμο· περιορίζεται, αυτοβούλως, και ευχαριστιέται με τον έπαινο μόνο των σοφιστών, όπως αυτός διατυπώνεται στα εβδομαδιαία έντυπα, και δεν τολμά πια να επικαλεστεί στα σοβαρά την ετυμηγορία του χρόνου. Περιφέρει αυτάρεσκα την ανυποληψία του στον μικρόκοσμο των ποιητικών αναγνώσεων και των λογοτεχνικών εκδηλώσεων, μα κανέναν δεν μπορεί να ξεγελάσει: έχει απολέσει οριστικά τη γοητεία που ανέκαθεν ασκούσε, όταν —ακόμη και περιφρονημένος ή και διωκόμενος— τολμούσε να εκδικείται την πραγματικότητα και να νομοθετεί χάριν του μέλλοντος.

Σε έναν κόσμο διαρκούς επιτάχυνσης, στον οποίο η πλειοψηφία των ανθρώπων έχει χάσει πια την ικανότητα και την επιθυμία να αντιλαμβάνεται την ποίηση της καθημερινότητας, η γραπτή ποίηση αδυνατεί να υπάρξει (να συναντηθεί, δηλαδή, με όσους την έχουν ανάγκη) έξω από τον προστατευμένο μικρόκοσμο των ποιητικών εκδηλώσεων. Σε έναν κόσμο όπου ελάχιστοι άνθρωποι πια μπορούν να αναγνωρίσουν, να αναζητήσουν ή και να επιθυμήσουν το θαύμα μιας απρόσμενης συνάντησης, μιας ανιδιοτελούς χειρονομίας, ενός χειμερινού τριαντάφυλλου ή ενός βροχερού απογεύματος, ο ποιητής κύριοι περισσεύει!, καθώς το διατύπωσε, καίρια αλλά και διφορούμενα, ο Νίκος Καρούζος.

Και όμως είναι σε αυτόν ακριβώς τον κόσμο που έχει την περισσότερη δουλειά ο ποιητής και, αν πιστέψουμε τον Οκτάβιο Πας, είναι σε αυτόν ακριβώς τον κόσμο που η ποίηση έχει ενδεχομένως το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων τεχνών, γιατί είναι αυτή που λιγότερο απ’ όλες απορροφήθηκε από τη χρηματιστική αγορά και λιγότερο απ’ όλες μετατράπηκε σε καταναλωτικό αγαθό (αν αναλογιστούμε, για παράδειγμα, το μυθιστόρημα, τη ζωγραφική ή τη μουσική). Και γι’ αυτό δεν είναι αβάσιμη η πρόβλεψη πως στο λυκόφως του ανθρώπινου πολιτισμού, με όποια μορφή και αν αυτό επέλθει, θα είναι η ποίηση που θα αρθρώσει την τελευταία λέξη ή τον τελευταίο λυγμό, όπως προέβλεψε κάποτε ένας ποιητής· παρά και την αντίθετη απαισιόδοξη πεποίθηση του Τζορτζ Στάινερ πως αυτός ο κόσμος δεν θα τελειώσει ούτε μ’ ένα βρόντο ούτε μ’ ένα λυγμό, αλλά μ’ έναν τίτλο εφημερίδας, μ’ ένα σλόγκαν, μ’ ένα μυθιστόρημα της πεντάρας πιο χοντρό και από κέδρο του Λιβάνου.

Εν τω μεταξύ, μέχρι να φτάσει το τέλος του κόσμου ή το τέλος της ανάγνωσης, ο ποιητής, εν μέσω οκτάστηλων τίτλων και ογκωδών μυθιστορημάτων, δεν έχει να κάνει τίποτε άλλο παρά να περιμένει· να περιμένει την ποίηση να εμφανιστεί στις αισθήσεις του, στα όνειρά του ή στη διάνοιά του και, ταυτόχρονα, να κρατά σημειώσεις των ευρημάτων του και της αναμονής του — αφού αυτή ακριβώς είναι η δουλειά του ποιητή. Η ποίηση δεν έχει άλλο σκοπό από το να αποκαλύπτει και να προσφέρει στον άνθρωπο τη ζωή πλήρη, να εντείνει την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και την εμπειρία, να δίνει στη στιγμή όση διάρκεια απαιτείται προκειμένου να φωτιστεί η ποίηση που κρύβεται μέσα στα δευτερόλεπτα. Αυτή ακριβώς είναι η ικανότητα που έχει ο ποιητής: διακρίνει το θαύμα μέσα στο κοινότοπο και στο καθημερινό και το κάνει ορατό και για τους άλλους. Ο έρωτας, όσο καιρό διαρκεί και όσο καταφέρνει να ανανεώνεται, κάνει το ίδιο για τους ερωτευμένους· μια απροσδόκητη χειρονομία, μια ριπή του ανέμου, μια τυχαία συνάντηση, ένας ψίθυρος επίσης. Μα ο ποιητής είναι ο συνειδητός και έλλογος και παράφορος διασαλευτής της τάξης και της ησυχίας· δεν αρκείται να τακτοποιεί την εμπειρία, να ερμηνεύει το ορατό, να αναπαριστά το υπαρκτό, να μεσολαβεί μεταξύ ανθρώπου και πραγματικότητας. Επιδίωξή του είναι να οδηγήσει τη ζωή προς την κατεύθυνση του αινίγματος, να εγκαταστήσει το αίνιγμα και το θαύμα στην καθημερινότητα και να αφήσει τη λάμψη τους να καταυγάσει τη ζωή των ανθρώπων.

Δουλειά του ποιητή είναι να βρίσκει την ποίηση μέσα στο κάθε πράγμα και μέσα στο κάθε πρόσωπο και μέσα στην κάθε δραστηριότητα και, με μια ευγενική και αφιλοκερδή και αναπάντεχη χειρονομία, να τη μετατρέπει σε ποίημα για να τη χαρίσει στους ανθρώπους. Είναι ο μόνος τρόπος — γιατί οι άνθρωποι, ας μην ξεγελιόμαστε άλλο, διψάνε για ποίηση (αλλιώς, τι μπορεί να σημαίνει εκείνο το βλέμμα τους, όταν το παίρνουν από τη φωτισμένη οθόνη της τηλεόρασης και το βυθίζουν στη σκοτεινή όψη του παρόντος τους;). Γιατί οι άνθρωποι, ας μην το κρύβουμε, διψάμε για ουρανό (γι’ αυτό όλοι τρέχουμε στον μικρό άσπρο άγγελο που μοιράζει κομμάτια γνήσιο ουρανό και λίγοι μόνο πλησιάζουν το παιδάκι που μοιράζει ψωμί). Γιατί οι άνθρωποι διψάνε για την πραγματική τους ζωή, και μόνο το βλέμμα του ποιητή μπορεί να βρει, να πολλαπλασιάσει και να μοιράσει αυτή τη ζωή που, αν και βρίσκεται παντού γύρω μας, αγαπά ωστόσο να κρύβεται. Ποιητής, λέει ο Ελιάρ, είναι περισσότερο αυτός που εμπνέει παρά αυτός που εμπνέεται.