Ο Ζοφερός Οίκος

P
Κυριάκος Αθανασιάδης

Ο Ζοφερός Οίκος

Δεν χρειάζεται, χρόνια τώρα, να κόψεις τη γλώσσα όποιου μαρτυρά ενάντια στις απόψεις σου ή στις απόψεις της πλειοψηφίας, της «κοινής γνώμης». Γενικά θα θεωρηθεί ακραίο μέτρο και ίσως σηκώσει κάποιες αντιδράσεις. Ούτε είναι απαραίτητο να φυλακίσεις, καν, όσους τολμούν να μην υποκλίνονται στους λογής επικυριάρχους, περιορίζοντας για ένα μικρό ή μεγαλύτερο διάστημα τον λόγο τους μέσα σε τέσσερις τοίχους, τον ένα με κάγκελα, και ας είναι αυτή μία συνηθισμένη τιμωρία που δεν γίνεται καν αντιληπτή από τον κυρίαρχο λαό τις περισσότερες φορές — κυρίως πλέον: το φάσμα της, η απειλή της πραγμάτωσής της, η ρωμαλέα ιδέα της και μόνο. Συνήθως, ένα γερό χρηματικό πρόστιμο, ή έστω η απαίτηση καταβολής μίας παχυλής αποζημίωσης, ίδιον ενός ανάστροφου, τα μέσα έξω, πανταγκρυελισμού, αρκούν, κάνουν μια χαρά τη δουλίτσα.

Και αν αυτά, οι μηνύσεις και οι αγωγές, συνέβαιναν «πάντα», η κινητοποίηση ενός steam punk μηχανισμού, θεσμικού και μη, εναντίον του θρασυτάτου και τυχάρπαστου Άλλου, εκείνου που λέει πράγματα διαφορετικά από τα παραδεκτά, δεν είναι παρά το ακριβές μεταδιαφωτιστικό και υπερμοντέρνο, «των καιρών μας», ανάλογο ενός μεταλλικού εκριζωτή γλώσσας, μίας Σιδηράς Παρθένου, του περίφημου Ισπανικού Γαϊδάρου ή του αποτελεσματικότατου Λίκνου του Ιούδα, για να θυμίσουμε μερικά μόνο από τα εμβληματικά επινοήματα των Σκοτεινών Εποχών. Θεσμικού, λέμε, και, κατά πρώτο λόγο, μη θεσμικού. Γιατί, τι πιο εύκολο από το να αμολήσεις τα σκυλιά του διαδικτύου για να βουλώσεις το στόμα κάποιου; Τι πιο ανέξοδο, πιο γρήγορο, πιο άμεσο και πιο καθαρό; Δεν αφήνει σχεδόν ποτέ ούτε ίχνη… Και ποιος ο λόγος, τέλος πάντων, να φυλακίσεις, να κόψεις, να ανασκολοπίσεις, να εντοιχίσεις ή να εκπαραθυρώσεις, όταν η λύση είναι εδώ, στα πόδια σου, ζέουσα και πρόθυμη σαν καλά πληρωμένη μετρέσα;

Η διαφορετική άποψη είναι καλή, βεβαίως και είναι, και μπορεί να υπάρχει και να εκφέρεται χωρίς προβλήματα ή αξίωση αποζημίωσης επί συκοφαντία, αρκεί βεβαίως να μη στοχεύει το ιδρωμένο πρόσωπο ενός δικομανούς πολιτικού ή οποιουδήποτε κατέχει μία θέση εξουσίας —ακόμη και αν αυτός συναγελάζεται με υπόπτους για μείζονα κακουργήματα, ακόμη και αν αυτός ταπεινώνει καθημερινώς και εξακολουθητικά τη χώρα με τα καμώματά του, σαν αποτυχημένη γελοιογραφία του Ντόναλντ Τραμπ, ακόμη και αν ασκεί παραληρητικό εξουσιαστικό λόγο, ακόμη και αν είναι περιορισμένων δημοκρατικών ευαισθησιών, ή ακόμη και αν ομνύει σε απολυταρχικά καθεστώτα που η ίδια η Ιστορία εξέμεσε, σαν αποτυχημένη γελοιογραφία του Βλαντιμίρ Πούτιν—, ή την αποκατάσταση μιας τετριμμένης αλήθειας που παρά ταύτα έχει μακιγιαριστεί τόσο πρόθυμα ώστε να είναι αγνώριστη, ή την εκθεμελίωση ενός «εθνικού» στερεοτύπου που ζημιώνει μεν ανέκαθεν το κοινό καλό, μα που δεν πειράζει καθώς είναι «εθνικό» και γαλανόλευκο.

Και, εννοείται, αρκεί να μην προσκρούει στις πεποιθήσεις αρχών που διακινούν οι Βαν Χέλσινγκ τού so called ρατσιστικού λόγου (γιατί υπάρχει και ο πραγματικά ρατσιστικός — και ας επιμένουμε, όσοι λίγοι επιμένουμε, ότι πρέπει ακόμη και αυτός να τεθεί στο απυρόβλητο) και οι Ζορό της πολιτικής ορθότητος: ενός οράματος που κάποτε πιστευόταν ότι ήρθε για να βοηθήσει, όπως άλλωστε, υποτίθεται, και ο αδελφός της, ο Αντιρατσιστικός, μα που, όπως εκείνα τα πειραματικά εμβόλια στις ταινίες με ζόμπι, μεταλλάχθηκε, αποχαλινώθηκε και απέβη μέσα σε πολύ λίγο καιρό η τρελή χαρά και το εξάσφαιρο αποκούμπι κάθε μονομανιακού, και βέβαια των διαπρύσιων εχθρών, τι ειρωνεία, της ελεύθερης έκφρασης.

Από τη μία αγωγές, από την άλλη μηνύσεις: ο φόβος έχει μεγάλο οπλοστάσιο και προσδοκά στην ταπεινωτική άσκηση αυτολογοκρισίας των πολιτών — όχι των δημοσιογράφων ή των εκδοτών μόνο, αλλά του καθενός μας, εντέλει οποιουδήποτε θέλει να αρθρώσει αντιεξουσιαστικό, αντιεθνικιστικό ή απλώς εχέφρονα λόγο. Και, όχι, τα πράγματα δεν είναι πλέον όπως «παλιά». Δεν είναι καν όπως στην αρχή της Κρίσης, που σημαδεύτηκε από την άνοδο, ή καλύτερα την επέλαση, του εθνικολαϊκισμού — και στην κατίσχυσή του: στην ανάρρησή του στην εξουσία, υπό τους μυκηθμούς των «παιδιών στο υπόγειο» του Ζοφερού Οίκου, που για ένα αστείο μεροκάματο έβγαζαν δωδεκάωρα πίσω από μία οθόνη υποδυόμενα ποικίλες «αντισυστημικές» περσόνες το καθένα και προπηλακίζοντας κατ’ επάγγελμα πολίτες και αντιπάλους δημοκράτες πολιτικούς. Όχι. Σήμερα οι επιθέσεις που δέχονται οι ανεξάρτητες, ελεύθερες φωνές, είναι πολλαπλάσιες από κάθε άλλη φορά και εκτείνονται σε όλο το εύρος της κοινωνίας, κατασπαράσσοντας και διαλύοντάς την. Μιλάμε για μία επίθεση συντονισμένη και συστηματική. Μπορεί το σχέδιο της κυβέρνησης για τη φίμωση της μη κρατικής τηλεόρασης ή τη διαρπαγή του ΔΟΛ να κατέπεσε, αλλά τίποτε δεν φαίνεται ικανό να σταματήσει —αυτήν και τους «χρήσιμους ηλιθίους» συμμάχους της— για να καταγάγει οποιαδήποτε άλλη νίκη μπορεί στον πόλεμο της προπαγάνδας που η ίδια έχει κηρύξει: του μόνου που μπορεί να της δώσει λίγες ελπίδες επιβίωσης. Το πράγμα βοά, όχι μόνο από τον διαρκή αγώνα που δίνει για να σιωπήσουν οι «ανάγωγες», όχι καλά στοιχισμένες φωνές, αλλά και από τον πεζοδρομιακό τόνο κουτσαβάκικου θράσους που επέλεξε να χρησιμοποιεί: ένα ύφος τάχα «χωρίς γραβάτα», ένα ύφος sans culottes.

Στερώντας με μηνύσεις, με απειλές αγωγών ή με απειλές σκέτα το οξυγόνο σε Μέσα, σε δημοσιογράφους, σε διανοουμένους και σε πολίτες, επιχειρείται η απέλπιδα του καθεστώτος να αντέξει αυτό που έρχεται. Και αυτό που έρχεται δεν είναι άλλο από την αντίδραση των ψηφοφόρων του, όταν σε ένα χρόνο από τώρα θα προσέλθουν στις κάλπες για να ρίξουν μέσα τα άδεια τους πορτοφόλια.

[ Εικόνα: Pablo Picasso, «Γάτα που τρώει ένα πουλί» (1939). Δημοσιεύτηκε την Κυριακή 16.6.17 στο ένθετο Ελεύθερο Πνεύμα της εφημερίδας Ελευθερία του Τύπου ].