Οι απαρχές του Tρόμου

C
Ευθυμία Δεσποτάκη - Ελευθέριος Κεραμίδας

Οι απαρχές του Tρόμου

«Το αρχαιότερο και ισχυρότερο συναίσθημα του ανθρώπινου γένους είναι ο φόβος».

Πιθανότατα, η πρώτη ιστορία που ειπώθηκε ποτέ, από πρωτόγονους γύρω στη φωτιά τους, ήταν ιστορία τρόμου. Τα παθήματα των παλιών —ακρωτηριασμός, θάνατος, εξαφάνιση…— θύμιζαν στους νέους να μην κάνουν τα λάθη εκείνων όταν έβγαιναν από τη σπηλιά. Και, σε μικρές, ελεγχόμενες δόσεις, ο φόβος τούς προετοίμαζε να μην παραλύσουν σε μια αληθινά δύσκολη ώρα. Μα γρήγορα θα το πρόσεξαν πως, όταν άκουγαν για δεινά που συνέβαιναν σε άλλους —που μπορούσαν να συμβούν και στους ίδιους, αλλά όχι άμεσα—, ένιωθαν ρίγος αλλιώτικο από εκείνο που τους συντάραζε όταν είχαν ένα επικίνδυνο αγρίμι απέναντί τους. Ένα ρίγος γλυκό. Εθιστική αίσθηση, την αποζητάς ξανά και ξανά. Και μήπως δεν είναι διεστραμμένα απολαυστικό να τρομάζεις τους άλλους μ’ ένα ξάφνιασμα ή μ’ ένα πιστευτό ψέμα;

Κάμποσες χιλιάδες χρόνια αργότερα, ο Διαφωτισμός απαγόρευε με το ανθρωπιστικό του κλομπ μια δημοφιλέστατη ψυχαγωγία του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, τους δημόσιους βασανισμούς: «Τέτοια θεάματα είναι πασέ και αταβιστικά. Εδώ κοντεύουμε να αρχίσουμε να αμφισβητούμε τον Αριστοτέλη κι εσύ επιμένεις να βλέπεις κρεμάλες και αποκεφαλισμούς, σαν να ’σαι κανένας βάρβαρος;»

Αλλά η ανθρώπινη φύση παρέμενε το ίδιο μικρόψυχη όπως πάντα. Κατά βάθος, αυτό που δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό να κάνουν ή να βλέπουν οι Δυτικοευρωπαίοι, τους γαργαλούσε να το ακούν. Ή να το διαβάζουν, μιας και πλέον είχε εφευρεθεί η τυπογραφία. Έτσι, γεννήθηκε ο Τρόμος ως λογοτεχνικό είδος.

Το 1794, ένας Βρετανός βουλευτής και αρχαιοδίφης, ο Οράτιος Ουόλπολ, εξέδωσε το Κάστρο του Οτράντο, ένα βιβλίο όλο πρωτοτυπίες. Στη δεύτερη έκδοση, πρόσθεσε τον υπότιτλο «Μια γοτθική ιστορία», οπότε το λογοτεχνικό είδος που δημιούργησε ονομάστηκε Γοτθικό Μυθιστόρημα. Επίσης, εξήγησε πως είχε συγγραφικό στόχο να μπολιάσει το μεσαιωνικό στιλ «ρομάντζου» (θαυμαστές, ασυνήθιστες και/ή υπερφυσικές καταστάσεις) με το σύγχρονο (τότε) στιλ (ρεαλιστικοί χαρακτήρες με ρεαλιστικές αντιδράσεις) — συνδυασμός που παραμένει ως σήμερα κριτήριο επιτυχίας για κάθε ιστορία Τρόμου. Τέλος, ο Ουόλπολ παραδέχτηκε πως το κείμενο ήταν δικό του και όχι –όπως είχε ισχυριστεί αρχικά– μετάφραση ιταλικού χειρογράφου που αποτελούσε διασκευή μεσαιωνικής αφήγησης. Αλλά παρέμεινε μόδα όσο τα βιβλία δημοσιεύονταν σε συνέχειες στις εφημερίδες, αν διαδραματίζονταν σε περασμένες εποχές, να είναι δήθεν «αυθεντικές αφηγήσεις που έφτασαν στα χέρια του συγγραφέα». Το έκαναν όλοι, από τον Δουμά ώς τον Παπαδιαμάντη.

Το «Κάστρο του Οτράντο» είναι στομφώδες και μελοδραματικό, κουραστικό για σημερινό αναγνώστη, αλλά οι κορυφές του Τρόμου ώς το 1900 έπιναν νερό στο όνομά του και ξεπατίκωσαν όλες του τις ιδέες — κατάρες, πόρτες που βροντάνε μόνες τους, πορτρέτα που ζωντανεύουν.

Τα μεγάλα «μπεστ-σέλερ» της εποχής αμέσως μετά τον Ουόλπολ ήταν στο δικό του στιλ, στο δικό του ύφος και με τη δική του θεματολογία. Πολλά τα έγραψαν γυναίκες, που τις είλκυαν τα αισθηματικά στοιχεία και η λεπτή ανατριχίλα του Γοτθικού (όπως η Clara Reeve και η Ανν Ράντκλιφ). Όμως τη μετεξέλιξη του Γοτθικού σε Τρόμο τη βοήθησε ένας άλλος βουλευτής: ο Matthew Lewis. Αυτός εισήγαγε δυο σημαντικά νέα στοιχεία στον Καλόγερό του (1796): κακούς κληρικούς (μοδάτο θέμα λόγω Διαφωτισμού, ακόμα πιο μοδάτο στην Αγγλία όταν οι κακοί ήταν μελαψοί Ιταλοϊσπανοί) και, αυτό που μας ενδιαφέρει εμάς, μεγάλες δόσεις γκροτέσκου — βία, σατανισμό, άνομο πόθο. Πολλοί έφριξαν, άλλοι τόσοι λάτρεψαν.

Ταυτόχρονα, το ρεύμα του Ρομαντισμού είχε γεννήσει αντίστοιχα είδη σε Γαλλία (roman noir) και Γερμανία (Schauerroman), με τις δικές τους εμμονές, όπως οι μυστικές εταιρείες και η λαϊκή παράδοση. Μια άλλη τάση ήταν ο έντονος εξωτισμός, όπως στον Βατέκ (1784) του Γουίλιαμ Μπέκφορντ, που παραπέμπει στη λαγγεμένη Ανατολή των Χιλίων και Μίας Νυχτών, πρωτομεταφρασμένων στη Δύση το 1704. Μια ακόμα, η αχαλίνωτη φαντασία, όπως του Πρώσου Ε.Τ.Α. Χόφμαν, που είναι μισοξεχασμένος σήμερα αλλά υπήρξε διάσημος την εποχή του.

Ίσως επηρεασμένοι από τον Hoffman, κάποιοι δεν αρκέστηκαν στα φαντάσματα, τους δαίμονες και τα άλλα γνωστά πλάσματα. Το 1816, που αυτός έγραψε τον Καρυοθραύστη, μια ελευθεριάζουσα παρέα ριζοσπαστών διανοούμενων έκανε διακοπές στις όχθες της λίμνης της Γενεύης. Το καλοκαίρι ήταν βροχερό κι η συντροφιά έκανε διαγωνισμό ιστορίας Τρόμου. Δύο σπουδαία βιβλία και δυο σπουδαία τέρατα γεννήθηκαν εκεί. Ο Φρανκενστάιν της Μαίρης Σέλεϊ και ο Βρικόλακας του Τζον Πολιντόρι. Η Σέλεϊ έκανε ποδαρικό στις ιδέες χωρίς ρίζα σε παλιές ή νέες δοξασίες, και ο Πολιντόρι έφερε στο προσκήνιο ένα τέρας που είχε εισαχθεί λίγα χρόνια νωρίτερα από τις σλαβικές χώρες και την Ελλάδα. Σήμερα, κάθε βρικόλακας σε βιβλίο ή ταινία είναι ο Δράκουλας. Αλλά, ώσπου να γράψει το ομώνυμο βιβλίο ο Μπραμ Στόουκερ, κάθε βρικόλακας σε βιβλίο ή θεατρικό ήταν ο Ράθβεν του Πολιντόρι. Μέχρι και ο Δουμάς τον χρησιμοποίησε.

Άλλοι από τους πολυάριθμους μιμητές μάς κληροδότησαν νέα αρχέτυπα, άλλοι δημιούργησαν παροδικές μόδες ή απέτυχαν να πείσουν το κοινό. Ο Δρ. Τζέκυλ/κ. Χάιντ του Ρ.Λ. Στίβενσον μας φέρνει πάντα αντιμέτωπους με το τέρας που κρύβουμε μέσα μας. Τη μούμια, εισαγόμενη σαν τον βρικόλακα, δεν κατόρθωσαν να την απογειώσουν ούτε ο Στόουκερ ούτε ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ.

Αλλά ο Τρόμος έμελλε να μαραζώσει στην Ευρώπη, γιατί ακολουθεί τις κοινωνικές συνθήκες. Με άλματα, η Επιστήμη κατανίκησε τον οπισθοδρομισμό του Ρομαντισμού. Κοινό και δημιουργοί διψούσαν για τεχνολογικά θαύματα και πρόοδο. Στις νέες ιστορίες, κανείς δεν νοιαζόταν να δει τη φρίκη από τη δράση κακών εφευρετών, όσο το πώς θα τους νικήσει τελικά το φως της Γνώσης. Μερικοί, σαν τον Νέμο του Βερν, δεν ήταν καν εχθροί, μα αντιήρωες.

Ο πρώιμος κινηματογράφος, ειδικά ο γερμανικός εξπρεσιονισμός, δανείστηκε ιδέες και σενάρια από τη Λογοτεχνία Τρόμου και φάνηκε πως θα τη διασώσει. Κι ύστερα ήρθαν οι δυο Παγκόσμιοι Πόλεμοι κι ανάμεσά τους ο θρίαμβος του ολοκληρωτισμού. Γιατί να θελήσεις να διαβάσεις Τρόμο, όταν έχεις δει δίπλα σου στο χαράκωμα τον συμπολεμιστή σου με χυμένα σωθικά ή να ξερνά αίμα από τα πνευμόνια εξαιτίας των χημικών όπλων; Τι φανταστικό μπορεί να γράψει κανείς και να προξενήσει φρίκη σε ανθρώπους που ξέρουν πως είναι αληθινά γεγονότα η γενοκτονία των Αρμενίων και των Ποντίων, οι μαζικοί τάφοι του Κατίν, το Ολοκαύτωμα;

Ευτυχώς, υπήρχε κι η Αμερική κι έγινε κιβωτός για τον Τρόμο. Ήδη ο Έντγκαρ Άλαν Πόε —λογοτεχνικός Κολοσσός με οποιοδήποτε μέτρο, ανεξαρτήτως είδους και ό,τι πιο κοντά σε εθνικό συγγραφέα/ποιητή έχουν οι ΗΠΑ— είχε πετύχει πολλά με μόλις λίγες δεκάδες κείμενα. Καθιέρωσε το διήγημα, δημιούργησε την Αστυνομική Λογοτεχνία, έθεσε βάσεις για την Επιστημονική Φαντασία, έγραψε αξεπέραστες ακόμη και σήμερα ιστορίες Τρόμου που διδάσκονται στα σχολεία, όπως η Μαρτυριάρα Καρδιά, το Βαρέλι του Αμοντιλάδο, η Μάσκα του Κόκκινου Θανάτου και η Πτώση του Οίκου των Άσερ.

Δυο δεκαετίες μετά, ο Αμερικάνικος Εμφύλιος γέννησε μια γενιά λογοτεχνών που είχε ζήσει τη φρίκη, αλλά μεγάλο μέρος της χώρας δεν το άγγιξε άμεσα, κι έτσι δεν τους στέρησε το κοινό. Χάρη στη γιγάντωση των εφημερίδων που δημοσίευαν τα τρομώδη κείμενα του Αμβρόσιου Μπιρς, του Φιτζ Τζέιμς Ο’Μπράιεν και άλλων, αυτά μπήκαν σε κάθε αμερικάνικο σπίτι. Κι εκείνοι άφησαν κατά μέρος τα κάστρα στην άλλη άκρη του κόσμου και έστησαν τις αφηγήσεις τους εγγύτερα στον αναγνώστη, στην Άγρια Δύση ή σε πόλεις του Νέου Κόσμου.

Οι επίγονοί τους ήταν οι λίγοι Αμερικανοί που πολέμησαν στην Ευρώπη τον Α΄ Παγκόσμιο, αλλά και όσοι είχαν μεγαλώσει με τα διηγήματά τους. Όλοι αυτοί ανήκαν στη λαϊκή λογοτεχνία. Ενώ οι πλούσιοι αστοί στην Ευρώπη έγραφαν για κόμητες και δεσποσύνες που απειλούνταν από εξίσου γαλαζοαίματα φαντάσματα, οι φτωχοί συνέχιζαν να μιλάνε στις ταβέρνες για εργατικά ατυχήματα και για τα στοιχειά της εξοχής.

Η λαϊκή Λογοτεχνία Τρόμου στη Μεγάλη Βρετανία ήταν μέρος των «Τρομωδών του Λεπτού» (Penny Dreadful), εβδομαδιαίων φυλλαδίων που κόστιζαν κυριολεκτικά ένα λεπτό (της λίρας). Σαν τις σαπουνόπερες, συνέχιζαν την ίδια ιστορία όσο πουλούσε. Γράφονταν στο πόδι, αλλά αντιστάθμιζαν την προχειρότητα με βία και φρίκη. Με τα σημερινά κριτήρια φαντάζουν χλιαρά, αλλά είχαν βαμπίρια, πίτες από ανθρώπινο κρέας και άλλα τέτοια ζουμερά.

Τα αντίστοιχα αμερικάνικα dime novels ήταν κυρίως γουέστερν. Όταν εμφανίστηκαν, όμως, φτηνά θεματικά περιοδικά στις ΗΠΑ (τα λεγόμενα pulp), μερικά ήταν Τρόμου. Το δέλεάρ τους ήταν η υπόσχεση ακραίας βίας και άφθονου σεξ (δηλαδή, πιστολίδι και γυμνές γάμπες, 1920 ήταν). Παρότι θεωρούνταν χαμηλού επιπέδου, παραλογοτεχνία, προσέφεραν γερό εισόδημα σε παραγωγικούς συγγραφείς. Μέσα απ’ αυτά ξεπήδησαν λογοτέχνες που σήμερα τους αποδεχόμαστε ως αξιόλογους.

Μακράν ο σημαντικότερος ήταν ο Χ.Φ. Λάβκραφτ, στον οποίο ανήκει και η φράση που ανοίγει το άρθρο. Ιδιόρρυθμος άνθρωπος, παλιομοδίτης, μεγαλωμένος χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο, θεωρούσε τον εαυτό του «Βρετανό τζέντλεμαν» και ελάχιστα πράγματα δημοσίευσε όσο ζούσε, μιας και δεν έβαζε νερό στο κρασί του για να τα κάνει πιο εύπεπτα. Η γραφή του είναι γεμάτη φιοριτούρες και αρχαϊσμούς, θυμίζει κάπως αυτήν τού Παπαδιαμάντη. Οι πλοκές του είναι «ξερές», οι ήρωές του δεν έχουν φίλους ή ειδύλλια. Πέθανε πάμπτωχος και άσημος.

Αλλά η επίδρασή του, εντός και εκτός του Τρόμου, συγκρίνεται μόνο με του Ουόλπολ και του Πόε. Επικοινωνούσε με πολλούς σύγχρονούς του. Βοηθούσε νέους να διορθώνουν κείμενά τους και να διαμορφώσουν προσωπικό ύφος, μερικούς που δεν ξέφυγαν ποτέ εντελώς από τη σκιά του (π.χ. Όγκοστ Ντέρλεθ και Φρανκ Μπέλκναπ Λονγκ) κι άλλους που μεγαλούργησαν (Ρόμπερτ Μπλοχ). Αλληλογραφούσε και αλληλεπιδρούσε με δημιουργούς εξίσου σημαντικούς με τον ίδιο (Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ και Κλαρκ Άστον Σμιθ).

Κυριότερα, όμως, ο Λάβρκαφτ είναι ο πατέρας του Κοσμικού Τρόμου (Cosmic Horror). Βλέπετε, κατανοούσε πως, όσα κι αν διδάσκει ο Αριστοτέλης ή ο Μοντεσκιέ, ο άνθρωπος είναι ένα τίποτα μπροστά στην απεραντοσύνη του σύμπαντος. Τόνισε στα διηγήματά του πως δεν αποτελούμε μέτρο στη συμπαντική κλίμακα, μια ασήμαντη κουκίδα μόνο, πως υπάρχουν πράγματα που το πλήθος και την απεραντοσύνη τους δεν τα χωρά ο νους. Συνέλαβε την ιδέα ενός Κακού προαιώνιου και παντοδύναμου, που η επιστροφή του είναι αναπόφευκτη. Γύρω της έχτισε σταδιακά μια ολόκληρη μυθολογία, που παίρνει το όνομά της από τον Κθούλου, φανταστικό πλάσμα που κατοικούσε στη Γη σε ένα απώτερο παρελθόν. Από τα διάφορα έμβια όντα με τα οποία γέμισε αυτός τον πλανήτη προέκυψε με τυχαία μετάλλαξη ο άνθρωπος — δεν είμαστε το περιούσιο βιολογικό είδος, αλλά ένα παράσιτο. Ο Κθούλου δεν μας μισεί. Απλά θα απολυμάνει το σπίτι του όταν γυρίσει, όπως ψεκάζουμε εμείς για κατσαρίδες. Δεν είναι υπερφυσικός, αλλά είναι άφθαρτος σαν την κοσμική ύλη και παντοδύναμος σαν την βαρύτητα· σε σύγκριση μ’ εμάς, θεός.

Η Μυθολογία Κθούλου έχει πολλές ακόμη παραμέτρους. Αλλά αυτή η απρόσμενη βασική ιδέα τίναξε και τινάζει μυαλά στον αέρα, και συνεχίζει να διαδίδεται σε αλλεπάλληλα κύματα. Κάθε φορά που βλέπετε μια ταινία Τρόμου με αρχαίο κακό κλειδωμένο σε κάποια τρύπα, κάθε φορά που διαβάζετε για έναν όλεθρο που δεν μπορούν να τον νικήσουν σταυροί και σκόρδα, που μετά βίας μπορεί να αναβληθεί για λίγο μόνο, ο σεναριογράφος/συγγραφέας δεν είναι απαραίτητο να έχει διαβάσει ο ίδιος Λάβκραφτ, μα έχει οπωσδήποτε επηρεαστεί από κάποιον που διάβασε.

Η ίδρυση του εκδοτικού οίκου Arkham House το 1939 από μαθητές του Λάβκραφτ, με σκοπό τη διατήρηση και διάδοση του έργου του έξω από τον στενό κύκλο των ανθρώπων που τον γνώριζαν προσωπικά, είναι σημείο καμπής για το είδος, τόσο σημαντικό, όσο η έκδοση του «Κάστρου του Οτράντο».