Οι δρόμοι είναι ωραίοι

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Οι δρόμοι είναι ωραίοι

Το ξυπνητήρι χτυπά επίμονα, έξω είναι ακόμη σκοτάδι, αλλά η εργάσιμη ημέρα πρέπει να αρχίσει. Με μια κούπα καφέ κι ένα τσιγάρο κάθομαι στη βεράντα κι απολαμβάνω την ηρεμία της πόλης. Λίγα λεπτά αρκούν. Πριν φύγω, περνώ από το δωμάτιο του παιδιού.

«Φεύγω, αγόρι μου, θα τα πούμε το βράδυ», λέω χαμηλόφωνα, για να πάρω ένα νυσταγμένο μουγκρητό για απάντηση.

Κατεβαίνω να πάρω το αυτοκίνητο. Ο γάτος που διανυκτερεύει στο καπό του ξυπνά και με κοιτά απορημένος. Με περίμενε αργότερα. Βαριέται να κινηθεί, τεντώνεται αργά και πηγαίνει να συνεχίσει τον ύπνο του πάνω σε άλλο αυτοκίνητο.

Στους δρόμους δεν κυκλοφορεί ψυχή, φτάνω γρήγορα στους επιβάτες μου, φορτώνουμε τις αποσκευές τους και γραμμή για το αεροδρόμιο. Έχουν κοιμηθεί ελάχιστα κι έχουν ξυπνήσει με δυσκολία, παρ’ όλα αυτά μιλούν ζωηρά. Ταξιδεύουν για δουλειά, αλλά δείχνουν να το χαίρονται. Θα πρέπει να φέρουν ένα σκάφος από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, κάνουν σχέδια για τις στάσεις που θα κάνουν στην πορεία τους, μιλούν για τους ανέμους που θα συναντήσουν, εννοείται πως τους ζηλεύω αφόρητα.

Στο αεροδρόμιο έχει αρχίσει να χαράζει και σταματώ για λίγο να απολαύσω τα χρώματα της χαραυγής. Χωρίς το φως της ημέρας, οι διαδρομές στην πόλη αλλά και πιο έξω από αυτή είναι πολύ διαφορετικές. Το σκοτάδι που πέφτει είναι σαν μακιγιάζ που κρύβει τις ατέλειες, τα φώτα που ανάβουν αλλάζουν το τοπίο, ομορφαίνουν δρόμους και κτίρια, οι ρυθμοί των ανθρώπων χαλαρώνουν, η φυσική δροσιά επιτρέπει να κλείσεις τον κλιματισμό και να χαρείς το αεράκι.

 

Πάλι βράδυ, πάλι διαδρομή από το κέντρο της πόλης στο αεροδρόμιο. Η κίνηση στο κέντρο είναι καλή, κόσμος πολύς περπατά, άλλοι κάθονται για φαγητό ή ποτό σε όμορφα σημεία, σε μαγαζιά με αυλές ή σε πεζόδρομους. Η επιβάτιδά μου ήταν εδώ για δουλειά αλλά και αναψυχή. Είναι ενθουσιασμένη, ζητά να κάνουμε μια μικρή βόλτα στην πόλη πριν πάρουμε τον δρόμο για το αεροδρόμιο.

«Αχ, να κάνουμε μια μικρή αυτοκινητάδα πριν φύγω, είναι τόσο όμορφα εδώ, ελπίζω να έρθω ξανά σύντομα…»

Περνώ από σημεία που αρέσουν σε εμένα, εκείνη φωτογραφίζει ό,τι προλαβαίνει, μου μιλά για όσα τής άρεσαν στην πόλη, για την αίσθηση ελευθερίας που είχε όσο ήταν εδώ. Στις Αναχωρήσεις, βγάζοντας τη βαλίτσα της, με φιλά σταυρωτά και μου δίνει ραντεβού σύντομα για να τις δείξω κι άλλα, λιγότερο γνωστά σημεία της αγαπημένης πόλης.

 

Άλλο ένα αεροδρόμιο για να κλείσει η μέρα. Αυτή τη φορά έχω σπάνια παρέα. Οι επιβάτες που πάω να παραλάβω είναι φίλοι, κι έτσι μπορώ να έχω και τον γιο μου μαζί. Κάθεται δίπλα μου, ρωτά για τα πάντα, φωτογραφίζει σημεία του δρόμου, δυναμώνει τη μουσική, δείχνει ευχαριστημένος. Παρατηρούμε και σχολιάζουμε το τοπίο μέσα στη νύχτα, τον Προαστιακό που περνά γρήγορα από δίπλα μας, τα υπόλοιπα αυτοκίνητα που τρέχουν φωτισμένα.

Στις Αφίξεις έχει αρκετό κόσμο, πολλές πτήσεις έχουν καθυστερήσει και έχουν συσσωρευτεί φίλοι και συγγενείς που περιμένουν τους δικούς τους, οδηγοί, άνθρωποι από τουριστικά γραφεία, στην αίθουσα ακούγεται ένα διαρκές βουητό από τις ζωηρές ομιλίες. Ο σπάνιος συνοδηγός μου εξακολουθεί να μιλά, να παρατηρεί, να σχολιάζει διάφορα χαμηλόφωνα. Βρίσκει τους επιβάτες μου μέσα στο πλήθος, εκείνοι χαίρονται για την έκπληξη και φεύγουμε.

Επιστροφή στο σπίτι.

«Ωραίος ο δρόμος, ε μαμά; Τη νύχτα είναι πιο ωραίος, εμένα θα μου αρέσει να οδηγώ νύχτα».

«Εμένα μου αρέσει να οδηγώ όλες τις ώρες, και όλοι οι δρόμοι είναι ωραίοι», του λέω. «Ειδικά αυτοί που σε οδηγούν στο σπίτι σου το βράδυ, ασφαλή, μετά από μια κοπιαστική ημέρα. Κι ακόμα καλύτερα όταν έχω εσένα δίπλα μου, συνοδηγό».