Οι χαμένοι [S01E11]

P
Βασίλης Βαμβακάς

Οι χαμένοι [S01E11]

Καμιά δεκαριά τρακτέρ έκαναν κύκλο γύρω από το Ντάτσουν και με αναμμένες τις μηχανές περίμεναν τους διώκτες του μουσικού και του Β.Β.

Ο Μπάμπης —ο «φουσκωτός χίπστερ» κατά τον Β.Β., αφού ακόμη δεν γνώριζε το όνομά του— βοηθούσε τους δύο συνταξιδιώτες του να ξεσκονιστούν από το χώμα και τη λάσπη που είχαν κολλήσει στα ρούχα τους κατά τη διάρκεια της περιπετειώδους απόδρασής τους. Τους εξήγησε ότι ο Τσιγγάνος οδηγός του Ντάτσουν —τον αποκαλούσε «τσιφ» πια— τους οδήγησε σε αυτά τα παλικάρια που έχουν πάρει τα τρακτέρ τους με σκοπό να ανακαταλάβουν έναν καταυλισμό προσφύγων που βρίσκεται λίγο πιο πάνω, γιατί θέλουν να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους. «Πονηρός ο βλάχος», συνέχισε ο φουσκωτός χίπστερ για τον Τσιγγάνο, «κατάλαβε ότι τα παλικάρια από δω δεν τα πάνε και πολύ καλά με τα παιδιά από εκεί που σας κυνηγάνε».

«Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη…» μονολόγησε ο μουσικός.

«Δεν έχουμε χρόνο», τους είπε ο Τσιγγάνος και τους έσπρωξε να ανέβουν στην καρότσα.

Εκεί συνάντησαν τις δύο γυναίκες και τον ηλικιωμένο άντρα, που έτρεμαν από τον φόβο τους.

Ενώ η αυτοκινητοπομπή ξεκίνησε, οι διώκτες από το πολιτιστικό-πολιτικό πάρκο της Αμφίπολης είχαν πλησιάσει, είχαν ανέβει στους γύρω λοφίσκους και πετούσαν πέτρες και ξύλα. Το σκοτάδι όμως ήταν πυκνό και δεν μπορούσαν να σημαδέψουν καλά. Το Ντάτσουν με τη συνοδεία των τρακτέρ και διάφορα επιφωνήματα του τύπου, «Μπαχαλάκια, πηγαίνετε στη μαμά σας», «Τον μπούλο, άπλυτοι» και άλλα τέτοια, απομακρύνθηκε αργά αλλά σταθερά. Όταν πια οι ρίψεις στερεών αντικειμένων δεν απειλούσαν τα οχήματα, ο Β.Β. ρώτησε τον χίπστερ πού κατευθύνονταν.

«Θα μας πάνε τα παλικάρια στον καταυλισμό και εκεί θα δούμε τι θα γίνει. Μάλλον θα βρούμε καμιά ΜΚΟ να μας πάει σπίτια μας», ξεκίνησε να λέει εκείνος.

Η γιατρός διέκοψε τον χίπστερ λέγοντας ότι ουσιαστικά δεν υπήρχε σχέδιο και ότι φοβόταν ότι θα μπλέκονταν σε νέες φασαρίες και συγκρούσεις.

«Προτείνω να ξαναγυρίσουμε στην Εθνική», αντιπρότεινε ο μουσικός και όλοι συμφώνησαν.

Όμως ο χίπστερ τούς ενημέρωσε ότι ο Τσιγγάνος ήθελε να ακολουθήσει τους αγρότες, αφού είχε μαζί τους αγοροπωλησίες με πατάτες. Άλλωστε, κανείς δεν μπορούσε να τους εγγυηθεί ότι οι διώκτες της Αμφίπολης δεν θα τους ακολουθούσαν και δεν θα τους εντόπιζαν εύκολα με την ταχύτητα που πήγαιναν. Με βαριά καρδιά αποφάσισαν να δουν πού θα τους οδηγούσαν οι «μπίζνες του τσιφ», όπως είπε ο χίπστερ κλείνοντας μεν το μάτι, αλλά προφανώς χωρίς κανέναν υπαινιγμό —ούτε καν σεξουαλικό— αυτή τη φορά.

Ο Β.Β. παρακολουθούσε ταλαιπωρημένος και αποσβολωμένος τα φώτα των τρακτέρ που ακολουθούσαν το Ντάτσουν. Συνειδητοποιούσε όλο και περισσότερο ότι ο εφιάλτης που ζούσε ήταν μια καφκική παρωδία. Κάτι σαν αποτυχημένη ταινία φαντασίας και περιπέτειας. Κάτι σαν το αγαπημένο του «Μπραζίλ». Το μόνο πραγματικά συνεπές με τον καφκικό κόσμο ήταν ότι δεν ήξερε με ποιον να τα βάλει, ποιοι είναι οι πραγματικοί φίλοι — και, κυρίως, εάν μπορούσε να βγει από αυτό τον λαβύρινθο και να επιστρέψει στην κανονικότητά του. Ακόμη χειρότερα: δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του την ιδέα ότι αυτή ήταν και θα ήταν η κανονικότητά του. Για πρώτη φορά στη ζωή του κατάφερε να αποκοιμηθεί με τα μάτια καρφωμένα σε προβολείς. Δεν είχε και άλλο τρόπο να γλιτώσει από τις σκέψεις του…

Μέσα στο ταρακουνημένο γλάρωμά του, ο Β.Β. μπορούσε να διακρίνει τη συνομιλία μεταξύ των δύο γυναικών της παρέας. Συζητούσαν για το κατά πόσο οι πρόσφυγες είχαν το δικαίωμα να καταλαμβάνουν εκτάσεις και να κατασκηνώνουν στην ύπαιθρο, και κατά πόσο οι ιδιοκτήτες των χωραφιών μπορούσαν να τους διώξουν και αν όλα εναπόκειντο στον ανθρωπισμό τους. Ο ηλικιωμένος κύριος κάτι μουρμούρισε για ένα Νόμπελ που άξιζαν κάποιοι κάτοικοι της Ελλάδας. Ο μουσικός ανταπάντησε κάτι για Νόμπελ αφασίας ή απραξίας, δεν άκουσε καλά ο Β.Β. Ο χίπστερ αναφώνησε με τρόπο δυναμικό: «Δεν υπάρχει κράτος, από κει ξεκινάνε και τελειώνουν όλα». Ίσως να ήταν και η πρώτη φορά, σκέφτηκε ο Β.Β., που ο χίπστερ είπε κάτι που σκεφτόταν και αυτός — χωρίς να παίρνει όρκο ότι δεν το είχε πει μέσα στον ύπνο του. Ήταν άλλωστε η αγαπημένη φράση ενός φίλου του όταν έβλεπε στον δρόμο όμορφες γυναίκες που αποκάλυπταν τη θηλυκότητά τους.

Το αυτοκίνητο φρέναρε κάπως απότομα και αυτό ξύπνησε τον Β.Β. Οι μηχανές των τρακτέρ και τα φώτα έσβησαν. Σχετική ησυχία απλώθηκε γύρω, δένοντας με το σκοτάδι. Δύο άντρες πλησίασαν τον οδηγό του Ντάτσουν και άρχισαν να του μιλούν από το παράθυρο. Ξαφνικά, γύρισαν στην καρότσα και ο ένας από τους δύο ρώτησε:

«Ποιος είναι ο δικηγόρος εδώ;»                                                                                           

Με δειλή φωνή, η παλιά φοιτήτρια του Β.Β. απάντησε:

«Εγώ, αλλά ασκούμενη…»

«Δεν πειράζει», απάντησε ο άντρας ανάβοντας ένα μεγάλο φακό. «Θα έρθεις μαζί μας, θέλουμε τα φώτα σου».

«Κι εγώ τη Νομική έχω βγάλει», είπε ο Β.Β., κρύβοντας το γεγονός ότι εννοούσε το Πολιτικό της Νομικής. Σκέφτηκε ότι επιβεβαίωνε το κλασικό σύμπλεγμα των αποφοίτων του τμήματος, αλλά δεν μπορούσε να αφήσει μόνη της την κοπέλα με τους δύο αγνώστους μέσα στο σκοτάδι.

«Ωραία, κόπιασε και του λόγου σου. Θέλουμε να πείσετε την αστυνομία να περάσουμε και να μπούμε στα χωράφια μας», είπε ο άλλος άντρας καθώς τους οδηγούσε σε ένα μονοπάτι με τον φακό.

«Τώρα; Μέσα στο βράδυ;» αναρωτήθηκε η κοπέλα.

«Ναι, τώρα, σε λίγο θα ξημερώσει, κι εμείς πιάνουμε δουλειά νωρίς-νωρίς. Δεν μπορούμε να περιμένουμε άλλο».

«Και πού θα πάνε οι άνθρωποι μέσα στην άγρια νύχτα;» ρώτησε ο Β.Β.

«Να τους πάνε αλλού, εδώ χοτ σποτ δεν γίνεται, ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα!»

Στη συνέχεια, άρχισε μια συζήτηση για το εάν η έκταση ανήκε στους κατοίκους ή σε ένα παλιό στρατόπεδο. Ο Β.Β. δεν παρακολουθούσε την κουβέντα· έψαχνε τρόπο να κερδίσει χρόνο.

«Ωραία», αναφώνησε. «Θα πάμε στην αστυνομία, αλλά μόνοι μας. Για να μη κλιμακώσουμε την ένταση. Κι αν χρειαστεί, σας φωνάζουμε. Θα δούμε τι περιθώρια υπάρχουν».

Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα του, και ένα πιο δυνατό φως τον στράβωσε. Ήταν η κάμερα ενός οπερατέρ τοπικού καναλιού που τον ακολουθούσε μία δημοσιογράφος.

«Θα κάνετε ντου; Το προλάβαμε; » ρώτησε ανήσυχη.

«Κάτσε, ρε Μαίρη, συζητάμε με τους δικηγόρους να δούμε τι θα κάνουμε», απάντησε ο ένας αγρότης.

Η ομήγυρη αποφάσισε να πάνε οι «δύο δικηγόροι μαζί με τη δημοσιογράφο για μεγαλύτερη πίεση», αλλά να προειδοποιήσουν την αστυνομία ότι, αν δεν γινόταν αποδεκτό το αίτημά τους, τα τρακτέρ θα ξεκινούσαν να πάνε στα χωράφια. Ο Β.Β., με τον φακό στο χέρι και ακολουθούμενος από τις δύο γυναίκες, συνέχισε στο μονοπάτι που τους υποδείχτηκε. Κατάλαβε ότι ο Τσιγγάνος είχε πετύχει τη βοήθεια που του δόθηκε με αντάλλαγμα νομική υποστήριξη. Όμως τα πράγματα γίνονταν όλο και πιο περίπλοκα. Ήταν μαθηματικά βέβαιο ότι θα βρίσκονταν στη μέση μιας σύγκρουσης…

Μετά από λίγα λεπτά, έφτασαν σε ένα περιπολικό, σκοτεινό. Φαινόταν σχεδόν εγκαταλελειμμένο, ενώ οι πόρτες του έχασκαν ανοιχτές. Η δημοσιογράφος άρχισε να τραβάει με το κινητό της φωτογραφίες, αλλά ήταν δυσαρεστημένη από την έλλειψη κατάλληλου φωτισμού.

«Κάτι έχει γίνει…» μουρμούρισε. «Και πού διάολο είναι οι μπάτσοι;»

Η ιδέα να διαφύγει με το περιπολικό πέρασε αστραπιαία από το μυαλό του Β.Β. Όλες οι εικόνες κινηματογραφικής καταδίωξης που είχε πάντα στο μυαλό του επιτέλους δικαιώνονταν. Οι παλμοί του αυξήθηκαν και έσκυψε μέσα στο περιπολικό να δει εάν υπήρχαν κλειδιά. Δεν βρήκε τίποτα. Τότε ένιωσε το χέρι κάποιου να του αγγίζει την πλάτη. Γύρισε και αντίκρισε την ιδιαίτερα δύσμορφη φυσιογνωμία του «κύριου Λάμπρου», που ο φακός τον έκανε να μοιάζει σχεδόν με τον Φρέντι Κρούγκερ.

«Τι καλό ψάχνεις, σύντροφε;» τον ρώτησε γελώντας. «Δεν μπορείς να ξεφύγεις από εμάς, είμαστε παντού και ελέγχουμε πράγματα που δεν μπορείς να φανταστείς… Και πώς από δω; Έκανες τη δήλωση που είπαμε;»

Ο Β.Β., που είχε καταπιεί τη γλώσσα του, είδε ότι δύο άλλοι άντρες είχαν παραμερίσει τις γυναίκες πιο πέρα.

«Αφού δεν έκανες τη δήλωση, κύριε καθηγητή, θα μας βοηθήσεις να περάσουμε τους πρόσφυγες από τα σύνορα. Από το ποτάμι. Έχεις καμιά αντίρρηση; Είναι διεθνιστικό-αλληλέγγυο έργο, σου αρέσουν εσένα αυτά… ή μήπως όχι; Ή μήπως θέλεις να δεις από κοντά πόσο ωραία καίγονται τα όμορφα περιπολικά;»

Έκανε νόημα να προσεγγίσουν οι δύο άλλοι άντρες, που άναψαν αμέσως δύο μολότοφ.

Οποιοδήποτε ίχνος θάρρους εγκατέλειψε αμέσως τον Β.Β. Τα πόδια του λύγισαν και έκατσε στο κάθισμα του αυτοκινήτου παρακολουθώντας το φιτίλι να καίγεται…