Οι κηπουροί της Θεσσαλονίκης

C
Amagi

Οι κηπουροί της Θεσσαλονίκης

Η βρετανική στρατιωτική παρουσία στη Θεσσαλονίκη είναι ένα από τα όχι ιδιαίτερα μελετημένα επεισόδια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με τον τρόπο της, η διεθνής αυτή στρατιωτική «κατοχή» της πόλης αποτέλεσε τη θρυαλλίδα συγκλονιστικών εξελίξεων τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό. Ως προς τη θέση άλλωστε της Ελλάδας στον πόλεμο, το δίλημμα ήταν εξαρχής σαφές: ένταξη της χώρας στο πολιτικοστρατιωτικό συγκρότημα της Αντάντ ή ουδετερότητα. Η επιλογή ερειδόταν στη διαφορετική πολιτική εκτίμηση των δύο Ελλήνων ηγετών, του πρωθυπουργού Ε. Βενιζέλου και του Βασιλιά Κωνσταντίνου. Για τον πρώτο, η νίκη της Βρετανίας ήταν βεβαία (εξ ου και η ρήση του, «Η Αγγλία πάντα χάνει όλες τις μάχες εκτός από τη σημαντικότερη, την τελευταία», που επανέλαβε ο Τσόρτσιλ στην περίφημη ομιλία του κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Ο Κωνσταντίνος, από την άλλη πλευρά, πίστευε στη στρατιωτική υπεροχή των Κεντρικών Αυτοκρατοριών και γι’ αυτό τάχθηκε με φανατισμό υπέρ της ουδετερότητας. Η πολυεπίπεδη σύγκρουση που εντέλει ξέσπασε, με ευθύνη κυρίως του Παλατιού, εξάντλησε την υπομονή των Συμμάχων, οι οποίοι μετέτρεψαν τη στρατιά της Αντάντ, στη Θεσσαλονίκη, σε εργαλείο πολιτικής επιβολής. Ο στρατηγός Σαράιγ, με πρωτοφανή αγριότητα και σχεδόν αποικιακή υπεροψία, καταλύει τις τοπικές Αρχές, συλλαμβάνει τους προξένους των εχθρικών δυνάμεων και, στις 3 Ιουνίου 1916, κηρύσσει στρατιωτικό νόμο στη Θεσσαλονίκη, πολυβολεί το Δημαρχείο και καταλαμβάνει κρατικά κτίρια. Ο διχασμός, που εξελίσσεται σχεδόν ταυτόχρονα, χωρίζει κυριολεκτικά την Ελλάδα στα δύο και τραυματίζει βαθιά τον κοινωνικό ιστό της χώρας… Ενδιαφέρουσα πάντως είναι η αλλαγή της φυσιογνωμίας της πόλης. Ο πληθυσμός της υπερδιπλασιάστηκε. Ιδρύονται υπηρεσίες ύδρευσης, απολύμανσης και νοσοκομεία για να αντιμετωπιστεί η «επιδημία» των ασθενειών, καθώς τουλάχιστο το 1/5 της βρετανικής δύναμης έπασχε από ελονοσία. Χτίζονται υδραγωγεία, ανοίγονται πηγάδια, ιδρύεται αγρονομική σχολή, εγκαινιάζονται εργοστάσια παραγωγής πάγου, ανασκάπτονται προϊστορικές τούμπες και αρχαίοι τάφοι. Η βρετανική αποστολή απαρτιζόταν από έξι μεραρχίες που διοικήθηκαν κατά σειρά από τους Charles Monro, Bryan Mahon, George Milne και Henry Wilson. Αφίχθη στην πόλη τον Οκτώβριο του 1915 και αποχώρησε τον Νοέμβριο του 1920. Το κύριο πεδίο πολεμικής δράσης της ήταν η περιοχή της λίμνης Δοϊράνης, όπου δόθηκε και η ομώνυμη μάχη (22 Απριλίου 1917 / 8 Μαΐου 1917), με τεράστιες απώλειες για τους Βρετανούς (12.000 άντρες). Ένα μεγάλο μέρος της αποστολής βέβαια μετατέθηκε στη διάρκεια των χρόνων της παραμονής της σε άλλα μέτωπα (ιδίως της Μέσης Ανατολής), καθώς η Μακεδονία δεν θεωρήθηκε (και δεν ήταν) περιοχή επείγουσας στρατηγικής σημασίας, μετά τη σερβική ήττα. Αυτός είναι και ο λόγος που η αποστολή υστερούσε σε εξοπλισμό, άνδρες και εφοδιασμό. Θαμμένοι στην καλοκαιρινή σκόνη, τη φθινοπωρινή λάσπη και ενοχλούμενοι από τους πολυμήχανους Σαλονικιούς εμπόρους, που αποκαλούσαν χαϊδευτικά στρατιώτες και αξιωματικούς «Hey Johny», οι Βρετανοί αγωνίζονταν να διατηρήσουν ατσαλάκωτη και αξιοπρεπή την πειθαρχημένη τους εμφάνιση, μέσα σε ένα οριεντάλ σκηνικό που θύμιζε Μέση Ανατολή. Για τους περισσότερους, γόνους εργατικών οικογενειών, ήταν η πρώτη φορά που γνώριζαν τον «έξω» κόσμο. Εικόνες εκείνης της εποχής μάς μεταφέρει στο άρθρο της η έμπειρη μυθιστοριογράφος Λορέτα Πρόκτορ. [Για τον Αμάγκι, Χάρης Πεϊτσίνης].

* * *

Πριν από εκατό χρόνια, στις 5 Οκτωβρίου 1915, μια κουρασμένη και αποδυναμωμένη μεραρχία Βρετανών στρατιωτών αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ο βουλγαρικός στρατός, μέλος των δυνάμεων των Κεντρικών Αυτοκρατοριών, πλησίαζε τα μακεδονικά σύνορα. Είχαν κατατροπώσει τον σερβικό στρατό, ο οποίος τώρα υποχωρούσε προς τις Αλβανικές Άλπεις μέσα στην παγωνιά του χειμώνα, περνώντας πάνω από επικίνδυνους γκρεμούς σκεπασμένους με χιόνι και ποτάμια άγρια και φουσκωμένα, με τους στρατιώτες να πεθαίνουν κατά εκατοντάδες σε εκείνο το φρικτό ταξίδι. Ευλογούσαν την τύχη τους έτσι και τους προσέφεραν έστω ένα κομμάτι ψωμί στη διαδρομή, και πάρα πολλοί πέθαναν από τύφο, πείνα και εξάντληση. Η δυστυχία τους προκάλεσε τη συμπόνια του βρετανικού λαού, ο οποίος απαίτησε κάτι να γίνει για να βοηθήσει την κατεστραμμένη χώρα. Σκοτσέζες νοσοκόμες, μάλιστα, είχαν ήδη μεταβεί στην περιοχή για να προσφέρουν βοήθεια στους Σέρβους. Οι εκπληκτικές αυτές γυναίκες, γενναίες και ιδιαίτερα μοντέρνες (φορούσαν κοντύτερες φούστες, ήταν κοντοκουρεμένες και οδηγούσαν τζιπ), οπισθοχώρησαν μαζί με τον σερβικό στρατό σε εκείνους τους επικίνδυνους ορεινούς δρόμους, συχνά με τα πόδια, αν και μερικά υποζύγια είχαν ήδη επιταχθεί στο Ιπέκ. Οι νοσοκόμες εντέλει κατάφεραν να περάσουν μέσα από το Σκουτάρι στην Ιταλία και από εκεί να ταξιδέψουν πίσω στο Λονδίνο. Ο Σέρβοι στρατιώτες έφτασαν επιτέλους, με τη σειρά τους, στην Κέρκυρα, όπου ανασυντάχθηκαν και ανέκτησαν τις δυνάμεις τους, για να ριχτούν ξανά, στη συνέχεια, στη σκληρή μάχη για την ανάκτηση της πατρίδας τους.

Αρχικά, η βρετανική κυβέρνηση ήταν διστακτική ως προς τη συμμετοχή της σε αυτή τη νέα εκστρατεία, επειδή τα στρατεύματα που απαιτούνταν ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμα σε άλλες περιοχές της Ευρώπης —και συγκεκριμένα στο Δυτικό Μέτωπο—, αλλά και επειδή το σχέδιο προέβλεπε εισβολή στην Τουρκία μέσω της Καλλίπολης. Εκτός αυτού, η θέση των Ελλήνων τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν αμφίβολη, καθώς Βασιλικοί και Βενιζελικοί είχαν εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, θεωρώντας ότι η Ελλάδα βρισκόταν ακόμα στον Μεσαίωνα, επιθυμούσε να φέρει τη χώρα του πιο κοντά στην Ευρώπη εκσυγχρονίζοντάς τη, ενώ ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε μια «φυσική» ροπή προς τη διατήρηση του κατεστημένου και των φιλικών σχέσεων της χώρας με τη Γερμανία. Όπως οι περισσότεροι Ευρωπαίοι μονάρχες, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζονταν με τη βασιλική οικογένεια της Γερμανίας, ο Κωνσταντίνος είχε παντρευτεί τη Σοφία της Πρωσίας, αδελφή του Γουλιέλμου Β΄, και ήταν φιλικά προσκείμενος στις δυνάμεις των Κεντρικών Αυτοκρατοριών. Στο μεταξύ, ο Γεώργιος Ε΄, βασιλιάς της Μεγάλης Βρετανίας, είχε επίσης συγγένεια με τις γερμανικές οικογένειες μέσω της προγόνου του Βασίλισσας Βικτωρίας, και ήταν παντρεμένος με την πριγκίπισσα Μαρία του Τεκ. Παρ’ όλα αυτά, είχε γίνει πλέον ένθερμος Βρετανός πατριώτης και μάλιστα είχε αλλάξει ακόμα και το βασιλικό οικογενειακό του όνομα, από Σαξ-Κόμπουργκ-Γκότα σε Ουίνδσορ, όταν τα αντιγερμανικά αισθήματα άρχισαν να φουντώνουν στη Βρετανία. Ο Κωνσταντίνος προτίμησε μια στάση υποθετικής ουδετερότητας που θα κατεύναζε τα πνεύματα, όμως, παράλληλα, η πλευρά των Βασιλικών έκανε ό,τι μπορούσε για να υποσκάψει την πορεία των Συμμαχικών δυνάμεων, την ώρα που Γερμανοί και Βούλγαροι κατάσκοποι στέκονταν απροκάλυπτα και ξεδιάντροπα στην προκυμαία της Θεσσαλονίκης, δίνοντας αναφορά για την παραμικρή κίνηση στους ανωτέρους τους. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Την κατάσταση αυτή τελικά διευθέτησε η αποφασιστική κίνηση του Γάλλου στρατηγού Σαράιγ.

Οι Βρετανοί στρατιώτες παρέμεναν ανεπαρκώς εξοπλισμένοι εξαιτίας των επιφυλάξεων που διατηρούσε το Γραφείο Πολέμου του Λονδίνου, το οποίο αντιμετώπισε το όλο θέμα ως «δευτερεύον πεδίο μάχης». Οι στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί, ήδη κουρασμένοι από τις εκστρατείες στη Φλάνδρα, τη Γαλλία και τη Μάλτα, ένιωθαν σαν ξεχασμένος στρατός, παρατημένοι —καθώς πράγματι ήταν— μες στο κατακαλόκαιρο σε άδενδρο έδαφος, χωρίς κράνη και καπέλα για προστασία από τον καυτό ήλιο και παλεύοντας να βγάλουν τον χειμώνα δίχως αξιοπρεπή στρατιωτικά αμπέχονα ενάντια στους παγερούς, διαπεραστικούς βοριάδες που φυσούσαν ​και που συχνά σήκωναν ολόκληρες σκηνές. Στην αρχή δεν είχαν θέρμανση ούτε άλλο καταφύγιο εκτός από κάποιον άθλιο μουσαμά. Οι φρικτές συνθήκες υγιεινής οδηγούσαν σε δυσεντερίες και άλλα εντερικά προβλήματα, επιδεινώνοντας τη δυστυχία τους. Αλλά το χειρότερο πρόβλημα ήταν τα κουνούπια. Η περιοχή με τα ρηχά, λιμνάζοντα νερά και τους βάλτους γύρω από την κοιλάδα του Στρυμόνα ήταν πλημμυρισμένη από κουνούπια, που λάτρευαν το ανθρώπινο αίμα. Οι στρατιώτες δεν είχαν επαρκή εφοδιασμό από κουνουπιέρες πριν το 1917. Οι εκτός μάχης απώλειες έφτασαν τις 481.262: οι μισές οφείλονταν στην ελονοσία. Ο σερ Ρόναλντ Ρος, στρατιωτικός χειρουργός που τη συγκεκριμένη περίοδο βρισκόταν στην περιοχή και μελετούσε την κατάσταση, ονόμασε το κουνούπι «αόρατη, μικροσκοπική αιτία μυριάδων θανάτων». Στους στρατιώτες χορηγούνταν κινίνο και τζιν με τόνικ, ενώ το τρίψιμο με πάγο και η μπίρα λεγόταν πως βοηθούσαν — βέβαια, μόνο ψυχολογικά, διόλου σωματικά… Ο κύριος εχθρός ήταν η μορφολογία του εδάφους και η ανικανότητα των επικεφαλής, που δεν έδειχναν την παραμικρή κατανόηση για την κατάσταση που υφίσταντο οι άνδρες στη Μακεδονία, καθώς η δική τους βάση βρισκόταν κάτω από το ζεστό και ξηρό κλίμα της Αιγύπτου.

Στην αρχή, ένα μεγάλο κομμάτι της δουλειάς στη Θεσσαλονίκη έκαναν οι σκαπανείς του Βασιλικού Μηχανικού, ανοίγοντας δρόμους στο απροσπέλαστο έδαφος, δίπλα σε παμπάλαιες πατημασιές από βόδια και γαϊδούρια που σκαρφάλωναν στον Χορτιάτη. Οι άνδρες ήταν φαινομενικά εγκλωβισμένοι σε ένα δικό τους στρατόπεδο συγκέντρωσης σε όλη την πόλη. Παντού είχαν τοποθετηθεί συρματοπλέγματα, και οι στρατιώτες αυτοαποκαλούνταν με σαρκασμό «πουλιά στο κλουβί», παραμένοντας αδρανείς τον περισσότερο καιρό. Για να μη χάνουν τον χρόνο τους, όταν βρίσκονταν οχυρωμένοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς κάποια ουσιαστική δραστηριότητα, οι άνδρες στρέφονταν προς την καλλιέργεια ντομάτας και άλλων λαχανικών. Έτσι, στην πατρίδα τούς κόλλησαν το χλευαστικό παρατσούκλι «οι κηπουροί της Θεσσαλονίκης». Ο κόσμος στη Βρετανία θεωρούσε ότι οι στρατιώτες καλοπερνούσαν στη μακρινή Ελλάδα…

Ωστόσο, δεν βασίλευαν μόνο η μιζέρια και η απογοήτευση. Οι Βρετανοί στρατιώτες διοργάνωναν θεατρικές παραγωγές σε αχυρώνες, με μουσική και με κοστούμια που ένας θεός ξέρει από πού τα ξετρύπωναν. Οι αξιωματικοί προμήθευαν με αποτελεσματικότητα περούκες, μακιγιάζ και ψεύτικα κοσμήματα όταν ήταν σε άδεια στην πόλη. Εκτός αυτού, λάτρευαν το κρίκετ, το ποδόσφαιρο και το μπάντμιντον — οι Βρετανοί, προφανώς, ήταν αδύνατον να επιβιώσουν χωρίς τον αθλητισμό. Διοργάνωναν, επίσης, και ιπποδρομίες, που άφηναν άφωνους τους άλλους Συμμάχους, οι οποίοι απολάμβαναν τις λογής-λογής παραστάσεις και αθλοπαιδιές με την καρδιά τους. Όλα αυτά ανακούφιζαν τους δύστυχους άνδρες από την έντονη πλήξη τους. Άλλη αγαπημένη ασχολία ήταν να βάζουν τις γέρικες χελώνες που περιπλανιόνταν στους λόφους να παραβγαίνουν σε αγώνες.

Μια δημοφιλής ιστορία σχετικά με μια τέτοια χελώνα ήταν για τον Χορτιάτη, όπως τον είχαν βαφτίσει. Η συμπαθής αρσενική χελώνα υιοθετήθηκε τον Ιούλιο του 1918 από κάποια δεσποινίδα Τέιλορ, μαγείρισσα στην Εθελοντική Οργάνωση Πρώτων Βοηθειών στο νοσοκομείο Sick Sisters, στον Χορτιάτη. Στην αρχή ήταν μικροσκοπικός, αλλά η διατροφή με μαρούλι, φύλλα από πικραλίδα, νεραγκούλες και κλεμμένα φιντάνια, σε συνδυασμό με λίγο ψωμί με βούτυρο και κέικ με τσάι, κατάφεραν να τον παχύνουν αρκετά, μέχρι που τριπλασιάστηκε σε μέγεθος. Η δεσποινίς Τέιλορ τον πήρε μαζί της πίσω στο Ντέβον, στην Αγγλία, όπου ο Χορτιάτης μπορούσε να τριγυρνά ανενόχλητος στον κήπο της.

Μετά το τέλος του 1916, ο βρετανικός στρατός δεν λάμβανε σχεδόν καθόλου ενισχύσεις, με αποτέλεσμα να αποδυναμώνεται και να είναι ανίκανος να συνεισφέρει με οποιονδήποτε αποτελεσματικό τρόπο, περιορίζοντας τελικά τον ρόλο του στον αντιπερισπασμό. Παρά ταύτα, οι στρατιώτες κράτησαν ψηλά το ηθικό τους και πολέμησαν γενναία δίπλα στους Γάλλους, τους Έλληνες, τους Ιταλούς, τους Σέρβους και τα αποικιακά στρατεύματα (από την Ινδία, την Αφρική και την Ινδοκίνα), αν και με ανυπολόγιστο τίμημα. Πολλές μονάδες —ειδικά οι Σκοτσέζοι— εξοντώθηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά κατά την τελική επίθεση…

Κι εμείς, οι σύγχρονοι απόγονοι εκείνων των γενναίων ανθρώπων, τώρα αναρωτιόμαστε: και τι έγινε; ο στόχος αυτού του πολέμου δεν υποτίθεται πως ήταν να τερματίσει όλους τους υπόλοιπους;

Το 1915, η Ευρώπη βρισκόταν σε αναβρασμό, με χιλιάδες κατατρεγμένους πρόσφυγες από χώρες ριγμένες στο χάος εξαιτίας της εισβολής και του πολέμου, ακριβώς όπως συμβαίνει σήμερα με την κρίση στη Συρία. Η Γερμανία βρισκόταν στο επίκεντρο, σε θέση ισχύος, όπως είναι και τώρα — βέβαια, σήμερα διάκειται πολύ πιο φιλικά από ό,τι τότε. Φαίνεται πως η μοίρα κάνει κύκλους: κύκλους πολέμου, κύκλους κινήσεων και μετακινήσεων, λες κι ένα γιγάντιο χέρι ανακατεύει την ανθρωπότητα με μια κουτάλα…

Η Εκστρατεία της Θεσσαλονίκη μού κίνησε το ενδιαφέρον όταν έκανα έρευνα σχετικά με τις νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού που πήγαν στη Θεσσαλονίκη μετά το 1916. Δεν είχα κάποια οικογενειακή σχέση με την εκστρατεία, αλλά εξαιτίας της αγάπης που τρέφω για την πόλη εμπνεύστηκα από την ιστορία τους καθώς έγραφα το μυθιστόρημά μου Ο ίσκιος του πολέμου. Ήταν οδυνηρό αλλά και συγκινητικό να διαβάζω τα γράμματα και τα ημερολόγιά τους και να βλέπω τις φωτογραφίες και τις στολές της εποχής — εκείνη η εκστρατεία θα σημαίνει πάντα πολλά για μένα.

Έγινα μέλος του Σωματείου Ανατολικού Μετώπου εδώ στο Ηνωμένο Βασίλειο και κάθε χρόνο τιμούμε τη μνήμη εκείνων των γενναίων στρατιωτών στο Κενοτάφιο του Γουάιτχολ στο Λονδίνο,. Επίσης, οι Συμμαχικές Δυνάμεις που πολέμησαν τότε —Βρετανοί, Γάλλοι, Έλληνες, Ιταλοί, Ρώσοι, Ινδοί, Αφρικανοί, Σέρβοι— συναντιούνται κάθε χρόνο και καταθέτουν στεφάνους στα μνημεία σε διάφορα κοιμητήρια της Θεσσαλονίκης.

Αν μη τι άλλο, είναι πάντα καλό να θυμόμαστε λέξεις όχι ιδιαίτερα δημοφιλείς στις μέρες μας — όπως ανδρεία, αφοσίωση στο καθήκον και θυσία.

[ Μετάφραση: Σοφία Μάλλη. Φωτογραφία: Βρετανοί αξιωματικοί και άνδρες παίζουν ποδόσφαιρο στη Θεσσαλονίκη, τα Χριστούγεννα του 2015 — © IWM (Q 31576) ].