Το όπιο του νου

D
Ρωμανός Γεροδήμος

Το όπιο του νου

Διάβασα προχτες, σχεδόν απνευστί, το Γράμματα από την Αμερική του Μάνου Ματσαγγάνη (Εκδόσεις Κριτική). Στο μικρό αυτό βιβλίο-ημερολόγιο ο Ματσαγγάνης καταγράφει σκέψεις και εμπειρίες κατά τη διάρκεια της επτάμηνης παραμονής του (Σεπτέμβριος 2014 - Απρίλιος 2015) στη Βοστώνη και στο Σαν Φρανσίσκο, ως επισκέπτης ερευνητής στο Harvard και στο Berkeley αντιστοίχως. Ένα χρόνο πριν, τον Οκτώβριο του 2013, είχα «μετακομίσει» ο ίδιος στη Βοστώνη για τέσσερις μήνες ως επισκέπτης ερευνητής στο Emerson College. Διαβάζοντας τα «Γράμματα από την Αμερική», ομολογώ ότι ζήλεψα διπλά — τόσο εμπειρικά, όσο και αφηγηματικά.

Εμπειρικά: Παρόλο που θεωρώ ότι έκανα ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να εκμεταλλευτώ τον χρόνο μου στη Βοστώνη τόσο σε ερευνητικό όσο και σε οδοιπορικό επίπεδο, ο Ματσαγγάνης πρέπει όντως να έχει ανακαλύψει το ελιξίριο διαστολής του χρόνου. Δεν εξηγείται αλλιώς. Κάθε μέρα και ένα σεμινάριο, μία ομιλία, μία εκδήλωση. (Η αλήθεια είναι ότι στην ευρύτερη περιοχή της Βοστώνης και του Κέιμπριτζ, αλλά και στη βόρεια Καλιφόρνια, υπάρχουν εκατοντάδες πανεπιστήμια και κολέγια — ανάμεσα τους, φυσικά, και μερικά από τα καλύτερα στον κόσμο). Άπειρες συναντήσεις και συζητήσεις με αξιόλογους ανθρώπους. Περιγραφές που μαρτυρούν ικανότητα παρατήρησης του τόπου, των άλλων και του ίδιου του του εαυτού.

Αφηγηματικά: Ο Ματσαγγάνης ακολουθεί το παράδειγμα του σημαντικότερου χρονογράφου από την Αμερική, του Βρετανού δημοσιογράφου Alistair Cooke, το δεκαπεντάλεπτο του οποίου Letter from America μεταδιδόταν από το 1946 μέχρι το 2004 και είναι η μακροβιότερη εκπομπή στην ιστορία του ραδιοφώνου (επιλεγμένα Γράμματα έχουν εκδοθεί και σε βιβλίο). Παρόλο που κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στη Βοστώνη κράτησα ημερολόγιο με παρατηρήσεις, σκέψεις και κυρίως φωτογραφίες, το υλικό αυτό τροφοδότησε την έρευνα μου, την ιστοσελίδα μου και τον τοίχο μου στο Facebook, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είχε τη συνοχή, την ομοιογένεια και την προσβασιμότητα ενός, σπονδυλωτού έστω, αφηγήματος. Ο Ματσαγγάνης μάς υπενθυμίζει την αξία της έκδοσης χρονογραφημάτων σε μορφή τυπωμένου βιβλίου, το οποίο παρά τον επιφανειακά εφήμερο χαρακτήρα του περιεχομένου του, αποτελεί σημείο αναφοράς που διαρκεί στον χρόνο.

Από το ημερολόγιο αυτό δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι σκέψεις για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα, τα οποία επηρέασαν τόσο την ψυχική διάθεση όσο και την έρευνα του συγγραφέα. Θα σταθώ σε ένα μόνο χαρακτηριστικό σημείο του βιβλίου: ο Ματσαγγάνης συναντά συνεχώς ανθρώπους (γνωστούς, συναδέλφους, καινούριες γνωριμίες) που το πρώτο πράγμα που του λένε είναι ότι υποστηρίζουν τον Τσίπρα ή ότι ελπίζουν πως με την εκλογή του Σύριζα θα αλλάξουν τα πράγματα στην Ελλάδα:

Για μία ακόμη φορά, βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να εξηγώ σε προοδευτικούς πολίτες άλλων κρατών, ανθρώπους που σέβομαι και εκτιμώ, γιατί κάνουν σοβαρό λάθος να ποντάρουν στην ελληνική κυβέρνηση. Και γιατί κάθε προοδευτικός Έλληνας πολίτης έχει κάθε λόγο να αισθάνεται αποστροφή για την ανευθυνότητα, τη μισαλλοδοξία και τη δυσανεξία της νέας εξουσίας, να τοποθετείται απέναντί της και να ανησυχεί πολύ για την έκβαση της περιπέτειας που περνά η χώρα του. Νομίζω ότι στο τέλος τα καταφέρνω: κουνάνε το κεφάλι τους με συμπάθεια, σαν να θέλουν να μου πουν, “Έχετε μπλέξει άσχημα” (το γνωρίζω) [σελ. 139].

Έχοντας ζήσει τη σκηνή αυτή άπειρες φορές τα τελευταία χρόνια, τόσο με συναδέλφους σε αγγλικά πανεπιστήμια, όσο και με φίλους και γνωστούς σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική, συμπεραίνω δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι ο Μάνος Ματσαγγάνης είναι ένας τρομερά υπομονετικός (και πειστικός) άνθρωπος. Προσωπικά, από ένα σημείο και μετά εγκατέλειψα την προσπάθεια να πείσω ή να εξηγήσω στους άλλους από ποιους αποτελείται και τι ακριβώς κάνει αυτή η κυβέρνηση. Πιστεύω απλώς ότι ο χρόνος θα με δικαιώσει, χωρίς αυτό να έχει απολύτως καμία σημασία. Το δεύτερο είναι ότι το παραμορφωτικό φίλτρο της ιδεολογίας —η οπαδική αντίληψη του κόσμου, σύμφωνα με την οποία οι αριστεροί, οι δεξιοί, οι φιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες, οι συντηρητικοί, δηλαδή «οι δικοί μας άνθρωποι», είναι αυτομάτως οι σωστοί και οι καλοί— τυφλώνει ακόμη και τους πιο διαβασμένους, ανοιχτόμυαλους ανθρώπους. Ο λόγος για τον οποίο σταμάτησα να προσπαθώ να πείσω ξένους φίλους και συναδέλφους ότι κάνουν τραγικό λάθος είναι ότι στήριζαν την ιδέα, το ρητορικό σχήμα και όχι το υπαρκτό φαινόμενο, το οποίο δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από αυτό που φαντάζονται. Πέρα από τα ευγενή αισθήματα για τις κακουχίες που αντιμετωπίζει ο ελληνικός λαός, η άποψή τους για τα πράγματα δεν βασιζόταν σε στοιχειοθετημένα επιχειρήματα, πρωτογενείς εμπειρίες ή έστω στην περιέργεια να ακούσουν, να μάθουν και να συζητήσουν για το τι συμβαίνει, αλλά σε ρηχά αφηγήματα των ΜΜΕ και κυρίως στην ανάγκη να επιβεβαιώσουν την προϋπάρχουσα ιδεολογία τους, που παραμένει σταθερή μέχρι το σύμπαν να εναρμονιστεί με αυτήν.

Στο βιβλίο που διαβάζω τώρα («Η δημοκρατία σε 30 μαθήματα», Εκδόσεις Μελάνι), ο Giovanni Sartori —ο «πατέρας» της συγκριτικής πολιτικής ανάλυσης και ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς επιστήμονες— γράφει:

Η ιδεολογία συνηθίζει τους ανθρώπους στο να μη σκέφτονται: είναι το όπιο του νου. Είναι επίσης μία πολεμική μηχανή που προορίζεται να επιτεθεί και να φιμώσει όσους διαφωνούν [σελ. 67].

Και ολοκληρώνει το «μάθημα» αυτό υποστηρίζοντας το εξής:

Η ιδεολογία συνεχίστηκε ως νοοτροπία και ως τρόπος σκέψης, «μπλοκαρίσματος της σκέψης»: η ιδεολογία, η ιδεοληψία, δεν ξεπεράστηκε. Για να μιλάμε περί του τέλους της ιδεολογίας, πρέπει να έρθει το τέλος της επιβεβλημένης «σωστής σκέψης» και της τυραννίας της ιδεολογίας στη σκέψη [σελ. 68-69].

Ίσως αυτή η θέση του Σαρτόρι να είναι κάπως ακραία — ίσως να είναι από μόνη της μία ιδεολογία που πρέπει να εξετάσουμε κριτικά. Οι ιδεολογίες βασίζονται στις αξίες, στα ιδανικά, και ένας κόσμος χωρίς αξίες και ιδανικά θα ήταν εφιαλτικός (ή τρομερά βαρετός). Ωστόσο, είναι άλλο πράγμα οι αξίες και πεποιθήσεις ως βάση και σημείο έναρξης, και άλλο πράγμα σαν ένα φράγμα που μας εμποδίζει να δούμε και να κρίνουμε τα αποτελέσματα των πράξεων και των πολιτικών μας.

Το σημαντικότερο εργαλείο που διαθέτουμε για την κατανόηση του κόσμου και των άλλων είναι η (αυτο)κριτική σκέψη και ο πλούτος πρωτογενών εμπειριών —το να ταξιδεύουμε σωματικά και πνευματικά γνωρίζοντας διαφορετικούς τόπους και ανθρώπους και εντρυφώντας στην καθημερινότητά τους—, και αυτό ακριβώς κάνει ο Ματσαγγάνης στο βιβλίο αυτό.