Όπως κι αν έρθει αυτό το βράδυ

C
Amagi

Όπως κι αν έρθει αυτό το βράδυ

ΤΟ ΑΡΩΜΑ

Είναι η μόνιμη διαφωνία τους.

Το μπουκαλάκι με το άρωμα πρέπει να μένει πάντα δίπλα στο κρεβάτι. Της δείχνει το κομοδίνο με το σταματημένο ρολόι, τα φάρμακα, το βαμβάκι και το οινόπνευμα. Όλα τακτοποιημένα. Για κάθε ενδεχόμενο. Για να μη λείψει τίποτα όταν θα έρθει εκείνη η ώρα.

Η γυναίκα που του καθαρίζει το σπίτι είναι από τη Ρωσία – πιάνει τα μισά, υποθέτει τα υπόλοιπα. Κουνάει το κεφάλι της, του λέει πως κατάλαβε. Κλασικό τατάρικο κεφάλι• εβένινα μαλλιά, σκούρα μάτια, μύτη που έχει πάρει κλίση προς τα κάτω. Παίρνει από τα χέρια του το μπουκαλάκι και το αφήνει ανόρεχτα κοντά στα χάπια της πίεσης και τα παυσίπονα. Δεν είναι τύραννος της τάξης, δεν τον νοιάζει το σπίτι να έρθει τα πάνω κάτω. Ούτε της ζητάει να καθαρίζει με επιμέλεια. Μόνο αυτό το μπουκαλάκι να μένει πάντα στη θέση του.

Αλλά του κάκου.

Την επόμενη μέρα που θα μπει πάλι στο δωμάτιο, το άρωμα θα λείπει. Θα χρειαστεί να ψάξει όλο το σπίτι, να σηκώσει τα μπιμπελό, να μετακινήσει τα βάζα, τα βιβλία του, την ανοιγμένη εφημερίδα στο τραπέζι. Βρίσκει με τα πολλά το μπουκαλάκι στην κομότα, δίπλα σε ένα γυάλινο αλογάκι ή άλλοτε στην τραπεζαρία· ντροπής πράγματα, εκεί που τρώει και κάθεται για λίγο να διαβάσει τα απογεύματα γυρνώντας από τη δουλειά. Με τρίμματα ξεραμένου ψωμιού, λαδιές που ξέμειναν στο τραπεζομάντιλο, ένα πιρούνι θαμπωμένο, το ανοιχτό βιβλίο σε μια σελίδα που δεν θυμάται αν είναι η σωστή. Εκεί θα βρει το μπουκαλάκι και δίχως σκέψη θα το βάλει πάλι στη θέση του• στο κομοδίνο.

Δεν μπορεί να καταλάβει γιατί συμβαίνει αυτό, δεν βρίσκει λογική εξήγηση. Γιατί αυτό και όχι κάτι άλλο; Η ρόμπα της μητέρας του είναι πάντα κρεμασμένη στον καλόγερο, όπως της έχει πει. Οι παντόφλες της, ζευγάρι αχώριστο για χρόνια, βρίσκονται κάτω από το κρεβάτι – πιστά σκυλιά της βάδισης. Ακόμη και τα ρούχα της, άχρηστα πλέον, δεν πάει πουθενά, δεν έχει πού να πάει, ακόμη κι αυτά βρίσκονται τακτοποιημένα στις ντουλάπες. Δεξιά τα καλοκαιρινά, αριστερά τα χειμωνιάτικα. Αλλού οι μπλούζες, αλλού οι φούστες και τα εσώρουχα. Γιατί επαναστατεί μόνο με αυτό το άρωμα; Γιατί πρέπει πάντα να της το λέει και να μην τον ακούει;

Το μεσημέρι που έρχεται η γυναίκα τής εξηγεί όσο πιο απλά μπορεί ότι αυτό είναι ανεπίτρεπτο, πως είναι η τελευταία φορά που της κάνει παρατήρηση και ότι τέλος πάντων η μητέρα του έχει το συνήθειο όταν ξυπνάει το πρωί να θέλει να φρεσκαριστεί και, αν λείπει το άρωμα, τότε καταλαβαίνεις τι γίνεται. Προσπαθεί να μην της φωνάζει, δεν του αρέσουν άλλωστε οι καβγάδες. Πάνω απ’ όλα δεν θέλει φωνές σε αυτό το σπίτι. Κάτι σπάει όταν κανείς φωνάζει. Και η μητέρα του, χρόνια τώρα έχει τα νεύρα της, δεν αντέχει τις φασαρίες. Τα πάντα σε αυτό το σπίτι περπατούν σε χαμηλές νότες. Η τηλεόραση, όταν είναι ανοιχτή –σπάνια, είναι η αλήθεια–, υποδηλώνει την παρουσία της διά των εικόνων – η φωνή είναι πάντα χαμηλωμένη στο ελάχιστο του ψιθύρου. Τηλέφωνο δεν έχει. Ούτε σταθερό ούτε κινητό. Θα μπορούσε να χαμηλώσει την ένταση, να τα βάλει στο αθόρυβο, μα όχι, από κανέναν δεν περιμένει να του τηλεφωνήσει και οι απρόσκλητοι, συνήθως αυτοί που κάτι θέλουν στανικά να σου πουλήσουν, παίρνουν πάντα τις λάθος ώρες. Οι λάθος άνθρωποι στις λάθος ώρες. Όχι, δεν το χρειάζεται το τηλέφωνο. Ούτε και τις φωνές του δρόμου. Οι μπαλκονόπορτες είναι μονίμως κλεισμένες, χειμώνα καλοκαίρι, και οι κουρτίνες, εκείνες οι μοβ βελούδινες που αρέσουν στη μητέρα του, είναι καλά τραβηγμένες· αλφαδιασμένες στο σημείο της ένωσης, έτσι που μήτε σπίθα ήλιου να μην εισβάλει κατά στίγματα στο σαλόνι.

Της μιλάει σιγανά, όπως θα μιλούσε σ’ ένα μικρό παιδί που τώρα μαθαίνει τις λέξεις και τις έννοιες και πρέπει να καθαρογράψεις στο μυαλό του, με φωνή σταθερή και ήρεμη, τι είναι σωστό, τι λάθος και τι το ενδιάμεσο. Η γυναίκα σκύβει το κεφάλι σαν σκυλί που έκανε ζημιά, σφίγγει μιαν άρνηση στην άκρη των χειλιών της και δίχως άλλη σκέψη παίρνει το μπουκαλάκι από τα χέρια του και το επιστρέφει στο κομοδίνο. Ύστερα κλείνει την πόρτα του υπνοδωματίου σιγά σιγά, μια κίνηση που μοιάζει με επαναλαμβανόμενα στοπ καρέ σε μια σκηνή που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, και επιστρέφει στο σαλόνι.

Με σπασμένα ελληνικά τού ζητάει να καθίσει στην πολυθρόνα ή αν προτιμάει στην τραπεζαρία. Όπου βολεύεται τέλος πάντων. Αν θέλει, μπορεί να του ψήσει καφέ ή να του βάλει να φάει, του έχει ήδη έτοιμο ένα πιάτο, αλλά εκείνος αρνείται. Δεν καταλαβαίνει όλες αυτές τις περιποιήσεις. Α όχι, δεν θα τον κάνει να αισθανθεί ενοχικά: έκανε λάθος πάλι και έπρεπε να της το πει. Ούτε να την προσβάλει ήθελε, ούτε να μπει στα πόδια της. Κάποια πράγματα, όμως, σε αυτό το σπίτι πρέπει να γίνονται έτσι και όχι αλλιώς. Το ξέρει πως δεν έχει πρόβλημα μαζί της. Την έχει χρόνια σε αυτό το σπίτι, της δίνει κανονικά τον μισθό της και πολλές φορά αρκετά περισσότερα για τον κόπο που κάνει να συντρέχει τη μητέρα του. Μην πεις για τα παιχνίδια που αγοράζει στα παιδιά της, και κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα ποτέ δεν ξεχνάει να της πάρει ένα δώρο, όχι ακριβό, το παραδέχεται, τα οικονομικά του δεν πηγαίνουν καλά τώρα τελευταία, αλλά πάντως συμβολικό και αυτό μετράει περισσότερο. Είναι δικός του άνθρωπος μετά από τόσα χρόνια – του σπιτιού. Θα έπρεπε λοιπόν να γνωρίζει, να έχει κατανοήσει, να ξέρει τέλος πάντων, πώς έχουν εδώ τα πράγματα.

Εκείνη τον ακούει και δεν αποκρίνεται. Σαν να έχει μασήσει αγκάθια και μούδιασε το στόμα της. Κάθεται απέναντί του, δεν το αντέχει το βάρος της, σηκώνεται.

Θα πεις γιατί αυτό το άρωμα; Τι το ιδιαίτερο έχει; Λες και δεν το ξέρει, λες και δεν της το έχει πει χίλιες φορές. Είναι δώρο του πατέρα του από τη Σμύρνη. «Ο κήπος των Ανθέων» ή κάπως έτσι. Έχει περάσει καιρός, τα γράμματα έχουν σβηστεί από το μπουκάλι. Δεν έχει περάσει μέρα που η μητέρα του να μη βάλει έστω μια πρέζα άρωμα πάνω της. Ακόμη και τις δύσκολες ημέρες της αρρώστιας, μέσα σε βογκητά, πυρετούς και εξάντληση, του ζητούσε να της στάξει εκείνος λίγο άρωμα στον λαιμό και τα χέρια. Ο πόνος από το σώμα δεν έφευγε, αλλά τουλάχιστον μύριζε καλύτερα.

Η γυναίκα σκύβει προς το μέρος του, παίρνει στα χέρια της τα χέρια του, τα ζεσταίνει. Τα μάτια της έχουν μια ένοχη θλίψη. Κατρακυλούν στο πάτωμα. Δεν θέλει να τον κοιτάζει όταν του μιλάει. Δεν το αντέχει.

Του λέει πως η μητέρα του έχει πεθάνει εδώ και πέντε χρόνια και να μην κουράζεται άλλο, δεν χρειάζεται, δεν έχει κανένα νόημα, αυτό που έγινε έγινε και τώρα δεν αλλάζει. Του λέει πως μαζί πήγαν στην κηδεία και ήταν εκείνη που έφτιαξε τη μακαριά και είχε μαζευτεί κόσμος πολύς στο σπίτι ως αργά το βράδυ και όταν έφυγε και ο τελευταίος εκείνη έμεινε όλη τη νύχτα να του κάνει παρέα, πήρε τηλέφωνο στο σπίτι της και εξήγησε στον άντρα της τα πάντα, δεν της πήγαινε να τον αφήσει μόνο του στο άδειο σπίτι, και από τότε, αν και είχε άλλες προ-τάσεις για σπίτια στα βόρεια προάστια, με καλύτερα λεφτά, εκείνη έμεινε κοντά του να τον προσέχει.

Τότε εκείνος, σαν να ξύπνησε από λήθαργο, της λέει συγγνώμη, το ξέρω, παραφέρομαι. Δεν μπορώ να καταλάβω τι με πιάνει καμιά φορά. Μάλλον κουράζομαι πολύ στη δουλειά, έχουν μείνει οι μισοί και χρειάζεται να κάνω υπερωρίες. Της λέει πως δεν πρέπει να τον ξεσυνερίζεται, εκείνη ξέρει καλύτερα τη δουλειά της και τέλος πάντων αν φύγει και τον αφήσει, αυτό το σπίτι θα ρημάξει την επόμενη στιγμή κι εκείνος δεν θα μπορέσει να βρει άλλη γυναίκα σαν κι αυτήν.

Βγάζει από την τσέπη το πορτοφόλι και της δίνει διπλό μεροκάματο. Η γυναίκα τα αρνείται, αλλά αυτός επιμένει. Της λέει να τα πάρει, έχει να βγάλει τον μήνα, τα έχει όλα κανονισμένα, να, κι αυτά για σοκολάτες των παιδιών.

Μόνο, της λέει, μία χάρη, έστω μικρή, και μην το πάρει στραβά: την επόμενη φορά που θα καθαρίσει το υπνοδωμάτιο, αν μπορεί, αν γίνεται να το θυμηθεί, ας μην αφήσει το μπουκαλάκι με το άρωμα στο σαλόνι. Άφησέ το τουλάχιστον στην κουζίνα ή στο τραπεζάκι του δια-δρόμου, της λέει. Είναι που έχει αρθριτικά η μητέρα και δεν μπορεί να περπατήσει πολύ μέσα στο σπίτι. Καταλαβαίνεις, μετά πρέπει να της τρίβω τα χέρια και τα πόδια με τις ώρες.