Ούτε παρίες, ούτε θεοί

L
Ειρήνη Αγαπηδάκη

Ούτε παρίες, ούτε θεοί

Η ερμηνεία της συμπεριφοράς των ανθρώπων στην Ελλάδα —ειδικά όταν μιλάμε για την περίπτωση των εκλογών, οπότε ο «πολίτης» μετατρέπεται αυτόματα σε «ψηφοφόρο»— συνοψίζεται σε δύο κύριες προσεγγίσεις: (α΄) είμαστε άχρηστοι, ωφελιμιστές, ψηφίζουμε όποιον μας τάξει «λαγούς με πετραχήλια», (β΄) είμαστε καταπληκτικός λαός, δεν μας αξίζει κανένα Μνημόνιο, πρέπει να μας πληρώνουν για τα «φώτα» της δημοκρατίας που δώσαμε στον πλανήτη.

Αυτό το δίπολο («απόλυτα καλό / απόλυτα κακό») ταλανίζει την κοινωνία μας δεκαετίες και, τεχνηέντως, τροφοδοτείται από τα κόμματα εξουσίας, διότι με αυτόν τον τρόπο εξυπηρετούνται καλύτερα οι σκοποί του δικομματισμού. Έτσι, κινούμαστε συνεχώς πάνω σε ένα εκκρεμές, διανύοντας την ίδια απόσταση, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: Δημιουργείται μεν η ψευδαίσθηση της κίνησης, ενώ στην ουσία παραμένουμε στο ίδιο ακριβώς σημείο, ακίνητοι. Στα χρόνια των «Μνημονίων», αυτό το ιδιότυπο «δίπολο» έχει ενταθεί, με αποτέλεσμα οι μεν να μιλούν για πληθυσμό που ζει στον σκοταδισμό (για να το πω κομψά) και οι δε για «ελίτ» που τα έχει όλα λυμένα και δεν διατηρεί καμία επαφή με την πραγματικότητα. Το χάσμα είναι εδώ και μεγαλώνει συνεχώς. Η κοινωνία διχάζεται με όρους κοινωνικού δαρβινισμού.

Λόγω της δουλειάς μου, ταξιδεύω αρκετά συχνά. Έχει τύχει να μου φέρουν το «δελτίο παραγγελίας» αντί της απόδειξης για τον λογαριασμό, και στη Γαλλία και στη Γερμανία και στην Αυστρία. Αυτό βέβαια δεν με οδήγησε να ονομάσω τους πολίτες αυτών των χωρών «λαμόγια». Σε άλλες περιπτώσεις, έχει τύχει να μου φερθούν με τόση υποδειγματική ευγένεια, όπως π.χ. στη Σκωτία ή στην Κύπρο, που αισθάνθηκα απίστευτη ευγνωμοσύνη. Ούτε αυτό όμως με οδήγησε να χαρακτηρίσω τους πολίτες αυτών των χωρών «αγγελούδια». Οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων δεν είναι ποιοτικές: είναι ποσοτικές.

Κρίση πέρασαν και άλλες χώρες, πολύ σημαντική μάλιστα. Οι πολίτες και οι κυβερνώντες στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στην Κύπρο, έλαβαν μέτρα και προσπάθησαν να βγουν από το αδιέξοδο, χρησιμοποιώντας τις υπάρχουσες δυνατότητες και αποδεχόμενοι τους επιβεβλημένους περιορισμούς. Όλες αυτές οι χώρες αντιμετώπισαν την κρίση η καθεμιά με τον δικό της τρόπο.

Η δυσκολία να προσεγγίσουμε ρεαλιστικά τον εαυτό μας στην Ελλάδα δεν αφήνει περιθώρια για να πάμε μπροστά. Το να θεωρούμε ότι είμαστε «απατεώνες», εκτός από ανακριβές, είναι και εξαιρετικά δυσλειτουργικό. Σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει κάποιος να δεχτεί μια τιμωρία απόλυτη: το ισοδύναμο της θανατικής ποινής για έναν ειδεχθή εγκληματία. Ο οικονομικός «θάνατος» είναι μια τέτοια τιμωρία. Η κοινωνική αποσάθρωση, επίσης. Από την άλλη, το να θεωρούμε ότι είμαστε άμοιροι ευθυνών υπαγορεύει ότι κακώς πληρώνουμε το όποιο τίμημα «εξόδου» από την κρίση. Κανονικά, θα έπρεπε να μας χαριστούν τα χρήματα που οφείλουμε.

Η εξέλιξη έχει τίμημα, συγκεκριμένο και μετρήσιμο. Στη δική μας περίπτωση, λέγεται Μνημόνιο. Αν μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τον εαυτό μας με ρεαλισμό και αποστασιοποίηση, κατανοώντας ποιο τίμημα πρέπει να πληρώσουμε και τι θα αποδώσει, τότε θα βγούμε και από την κρίση. Με υπευθυνότητα, λογοδοσία και βιωσιμότητα.

Δυστυχώς, έχουμε το ατελέσφορο χόμπι να συγκρίνουμε μονίμως και μονοδιάστατα τον εαυτό μας με τους άλλους, «τους ξένους», και όχι τον εαυτό μας με προηγούμενες εκδοχές του. Η «ξενολατρεία» μάς τοποθετεί στη θέση του θύματος, από την οποία είναι αδύνατον να βγει κάποιος, διότι ο «ξένος» έχει χαρακτηριστικά «τέλειου», άρα η μόνη θέση που απομένει για εμάς είναι εκείνη του «παρία». Μοιάζει με τον συλλογισμό που κάνουν οι πιστοί όταν συγκρίνουν τον εαυτό τους με τον Θεό: Ποτέ δεν θα είμαι αρκετά καλός όσο Εκείνος, άρα μου αξίζει ό,τι κι αν πάθω. Από την άλλη, η λαϊκιστική θεώρηση του «απολύτως καλού λαού», με το κρυφό χάρισμα που επιθυμούν να υφαρπάξουν οι Ευρωπαίοι, εξ ου και τον τιμωρούν και τον εξαθλιώνουν, θυμίζει επίσης τους βίους των Αγίων. Μόνο που όλα αυτά είναι φαντασιακά: δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Στο τερέν του ρεαλισμού, κάποιες χώρες τα πάνε καλύτερα από άλλες. Τέλεια κοινωνία δεν υπάρχει.

Στην Ελλάδα, οι άνθρωποι χρειάζονται βοήθεια για να κατανοήσουν ότι το Μνημόνιο είναι τίμημα μεν, αλλά το τίμημα για την οικονομική πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό του κράτους. Το πώς θα γίνει αυτό εξαρτάται από πολίτες και πολιτικούς. Διαθέτουμε assets, στα οποία χρειάζεται να επενδύσουμε για να μπορέσουμε να ελέγξουμε τα ελαττώματά και τις δυσκολίες μας. Ένα απλό παράδειγμα: Η ελληνική κοινωνία επένδυσε πολλά χρήματα, δημόσια και ιδιωτικά, στην εκπαίδευση. Η εκπαίδευση αποτέλεσε και αποτελεί κυρίαρχη κοινωνική αξία. Τα προηγούμενα χρόνια, το πτυχίο ταυτίστηκε με την εξασφάλιση της θέσης στο Δημόσιο. Τώρα που δεν υπάρχουν πια χρήματα για διορισμούς είναι καιρός, αντί να οικτίρουμε το πανεπιστήμιο, να μιλήσουμε για αξιοκρατία. Και μάλιστα, όχι ως γενική και αφηρημένη κοινωνική αξία, αλλά ως νέο ζητούμενο που προκύπτει από την αύξηση της ανεργίας και είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής των μνημονιακών μέτρων: αυτό λέγεται μεταρρύθμιση.

Δεν είμαστε ούτε οι καλύτεροι, ούτε οι χειρότεροι. Είμαστε αυτοί που πρέπει να επιβάλουν στον εαυτό τους μεταρρυθμίσεις.

 

[ Εικονογράφηση: Pieter Bruegel ο Πρεσβύτερος (1525;-1569), Η πτώση των επαναστατημένων αγγέλων (1562) ].