Παιδιά με δύο μαμάδες ή δύο μπαμπάδες

L
Βίβιαν Στεργίου

Παιδιά με δύο μαμάδες ή δύο μπαμπάδες

Ένας μεγάλος φόβος κάποιων ανθρώπων είναι μήπως οι γκέι μπορέσουν να κάνουν παιδιά. Φαντάζονται ότι το παιδί θα υποφέρει σ’ ένα «ανώμαλο» περιβάλλον, επιμένουν δε ότι θα βρίσκει απέναντί του την κοινωνία, που θα του φέρεται αυστηρά, και προνοούν ώστε αυτό το παιδί να μη γεννηθεί ποτέ ή να μην αποκτηθεί ποτέ, για να μην κακοπέσει. Φαντάζονται ότι το ιερό τους προπύργιο, το κοινωνικό τους τοτέμ, η οικογένεια, θα αλωθεί αν χωρέσει και τους γκέι. Κάτι αλλόκοτο και περίεργο που δεν καταλαβαίνουν, και που επιμελώς φροντίζουν να αγνοούν την ύπαρξή του, θα έχει τότε γίνει ορατό κομμάτι της πραγματικότητας και θα διεκδικεί την αντίστοιχη μεταχείριση. Έχει έρθει όμως η ώρα ο μεγάλος φόβος να γίνει πραγματικότητα. Οι γκέι πρέπει να μπορούν να αποκτούν από κοινού παιδιά — άλλωστε, αυτό είναι κάτι που συμβαίνει ήδη και ο νόμος απλώς κάνει πως δεν το βλέπει.

Μερικά παραδείγματα όμως πρώτα, για την κατάσταση τώρα.

Δύο μητέρες εμφανίζονται στην αρμόδια υπηρεσία για να δηλώσουν το επίθετο του παιδιού τους. Έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, και η μία από τις δύο ετοιμάζεται να γεννήσει το παιδί που πρόκειται μαζί να μεγαλώνουν, μαζί να φροντίζουν και μαζί ν’ αγαπάνε. Ο υπάλληλος τις κοιτά με αδιάφορο βλέμμα· δεν υποθέτει, μάλλον, ότι μοιράζονται μία κοινή ζωή.

Στη θετική εκδοχή φροντίζει το παιδί να έχει το επίθετο που επιθυμούν οι μαμάδες του και ούτε που φαντάζεται, ρυθμίζοντας τα διαδικαστικά για το επίθετο του μελλοντικού παιδιού, ότι, παρόλο που μπροστά του βλέπει δύο μαμάδες, στο μέλλον θα είναι ορατή μόνο η μία. Έχει ενδιαφέρον ότι και η άλλη μαμά μπορεί να ασκεί τη γονική μέριμνα του παιδιού, μετά από τις πρόσφατες αλλαγές στο οικογενειακό μας δίκαιο, αλλά μητέρα του παιδιού, πολύ επιμελώς, αποφεύγεται να θεωρηθεί.

Στην αρνητική εκδοχή της επίσκεψης στη δημόσια υπηρεσία, ο υπάλληλος δεν αντιλαμβάνεται τη δήλωση και το αίτημα και αρνείται να την καταχωρίσει. Παρόλο που ίσως ξέρει τι είναι το σύμφωνο που του βάζουν μπροστά του, καθώς μάλλον κάτι θα έχει ακούσει στην τηλεόραση ή θα έχει διαβάσει κάπου, δεν καταλαβαίνει ακριβώς τι γίνεται. Το ζήτημα του φαίνεται μπερδεμένο. Λοξοκοιτάζει τις μαμάδες, φροντίζοντας να τις ταΐσει με κοινωνική αποδοκιμασία. Στη θέση του μπορούμε να φανταστούμε νηπιαγωγούς, νοσοκόμους και χίλιους δυο άλλους που θα θελήσουν με ενοχλημένο ύφος να ρωτήσουν τη μία απ’ τις δύο μαμάδες τι σχέση έχει με το παιδί, ώστε, αν απαντήσει σωστά, να μπορούν να τη βεβαιώσουν ότι «αυτό δεν γίνεται». Και, πράγματι, νομικά δύο μαμάδες ή δύο μπαμπάδες δεν μπορούν να αποκτήσουν μαζί παιδί. Αυτό το κενό είναι ακόμη πιο προβληματικό για τους μπαμπάδες, επειδή, αν αποκλειστεί γι’ αυτούς η δυνατότητα τεκνοθεσίας, τους απομένουν μόνο κοινωνικά δύσκολες και ακριβές λύσεις για να μπορέσουν να αποκτήσουν παιδί.

Ακόμη πιο δύσκολο είναι να φανταστεί κανείς τι θα συμβεί αν οι μαμάδες ή οι μπαμπάδες θελήσουν να ρυθμίσουν τα κληρονομικά τους. Αφού πληρώσουν αρκετά, θα περιμένουν υπομονετικά τη συμβουλή του δικηγόρου. Το καλύτερο, ίσως, που θα μπορέσουν να κάνουν είναι να ετοιμάσουν διαθήκες, ώστε να τους κληρονομήσει το παιδί τους. Κι αυτό όμως δεν εξασφαλίζει με σιγουριά το παιδί, αφού, μετά τον θάνατο της μίας μαμάς ή του ενός μπαμπά, οι συγγενείς τους δεν αποκλείεται να εμφανιστούν και να κάνουν τα πάντα για να ακυρώσουν αυτήν την «ανήθικη» ή «αντίθετη στα χρηστά ήθη» διαθήκη που ορίζει κληρονόμους τον σύντροφο και το κοινό παιδί.

Προς τι όλη αυτή η αγωνία για τα αυτονόητα; Η πραγματικότητα είναι απλή, και ο νόμος, όχι μόνο τη βλέπει μερικά και παραμορφωτικά, αλλά φροντίζει να την περιπλέξει. Πρόκειται για ένα ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπίζεται με όσο πιο μπερδεμένο τρόπο γίνεται, ώστε ποτέ να μην κανονικοποιηθεί, ποτέ να μην περάσει στη σφαίρα της ομαλότητας.

Τη μεγάλη αδικία που γίνεται σ’ αυτές τις οικογένειες είναι εύκολο να τη δούμε. Αξίζει όμως να δούμε και την υποκρισία της κοινωνίας μας στο ζήτημα. Στο οπλοστάσιο της κοινωνίας κατά της τεκνοθεσίας ξεχωρίζει η προστασία του παιδιού και της οικογένειας — είναι όμως έτσι; Λείπουν από μία οικογένεια με δύο μαμάδες οι προϋποθέσεις ευτυχίας; Είναι παράλογο να νομίζει κανείς ότι δύο μαμάδες ή δύο μπαμπάδες θα έμπαιναν στον κόπο να αντισταθούν με όλες τους τις δυνάμεις στις αγκυλώσεις της κοινωνίας, αν δεν πίστευαν ότι το παιδί τους και η πιθανότητα ευτυχίας που θα φέρει αξίζουν την προσπάθεια. Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για την οικογενειακή τους ευτυχία, όπως και οι περισσότεροι γονείς, αλλά θεωρούνται ακατάλληλοι επειδή ερωτεύονται το «λάθος» φύλο.

Μάλλον όλοι συμφωνούμε ότι αυτά που χρειάζεται ένα παιδί είναι, λίγο-πολύ, συγκεκριμένα: ασφάλεια, φροντίδα, αγάπη, αφοσίωση, χρήματα, ένα σπίτι και ό,τι άλλο αναγκαίο για την ανάπτυξή του. Πρέπει να παραδεχτούμε όμως ότι οι πιθανότητες να τα βρει όλα αυτά δεν επηρεάζονται από τη σύνθεση της οικογένειας στην οποία θα μεγαλώσει, όχι τόσο όσο νομίζουμε. Ο αριθμός και το φύλο των ανθρώπων που μεγαλώνουν το παιδί συστηματικά, δημιουργώντας μία οικογένεια, δεν καθορίζουν με αποκλειστικό τρόπο τις πιθανότητες ευτυχίας ενός παιδιού.

Κι αυτό φαίνεται αν παρατηρήσουμε τις οικογένειες γύρω μας.

Μπορεί να ξέρουμε ένα παιδί που έχασε τον μπαμπά του σε δυστύχημα, αλλά μεγάλωσε ευτυχισμένο με τη μαμά του και τους παππούδες του. Μπορεί να ξέρουμε κάποιο παιδί που μεγαλώνει σε κοινωνικά αποδεκτό περιβάλλον, αλλά ο μπαμπάς του συνήθιζε να κακομεταχειρίζεται τη μαμά του, με αποτέλεσμα το παιδί να έχει προβλήματα συμπεριφοράς. Σίγουρα όλοι ξέρουμε παιδιά που μεγάλωσαν με τους παππούδες τους, επειδή αίφνης οι γονείς τους ήταν μετανάστες, και εξελίχθηκαν μια χαρά, ή παιδιά που μεγάλωσαν και με τους δυο τους γονείς, τους «κανονικούς», και κατέληξαν βίαιοι, κοινωνικά προβληματικοί ή εντελώς δυστυχείς. Θα παίρναμε την ευθύνη να πούμε ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχουν οικογένειες με έναν γονιό; Θα πιστεύαμε ποτέ σοβαρά ότι ένα παιδί που μεγαλώνει με έναν πλούσιο, «κανονικό» πατέρα είναι προορισμένο από πριν να πετύχει ή καταδικασμένο να αποτύχει; Μην επιτρέποντας την τεκνοθεσία σε δύο ομόφυλους γονείς, η κοινωνία κρίνει από πριν, με τρόπο γενικό και αφηρημένο, ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι ακατάλληλοι να δημιουργήσουν μία ευτυχισμένη οικογένεια, και προτιμούν η οικογένεια να μην υπάρχει καθόλου — ή να μη φαίνεται. Με απλά λόγια: η κοινωνία υποκαθιστά τα άτομα στην κρίση τους για το ποια πιθανή πορεία ζωής μπορεί να οδηγήσει στην ευτυχία. Πρωτόγνωρη και σπάνια βεβαιότητα. Είναι περίεργο γενικά όμως πώς ένα τόσο περίπλοκο από άποψη παραμέτρων και πιθανοτήτων αποτέλεσμα, η ευτυχία ενός μικρού ανθρώπου, απλοποιείται μέχρι του σημείου που να φαίνεται πως εξαρτάται μόνο από το εάν το παιδί έχει «έναν πατέρα και μία μητέρα».

Ας γυρίσουμε στο ζήτημα της υποκρισίας, όμως. Η ίδια κοινωνία που με τους περίπλοκους μηχανισμούς της για την υιοθεσία αφήνει σε καθεστώς αβεβαιότητας πολλά μικρά παιδιά, η ίδια που δεν μπορεί να ενεργοποιήσει ένα λειτουργικό σύστημα κοινωνικών δομών για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας ή βιασμού και τα αναγκάζει να μένουν με τους βασανιστές τους, η ίδια που δεν μπορεί να παρέμβει εγκαίρως σε καταγγελίες για κακοποίηση ανηλίκων, αυτή η ίδια κοινωνία κρατά με νύχια και με δόντια τη νόμιμη οικογένεια έναν απροσπέλαστο θεσμό για τους ομόφυλους γονείς, επειδή νοιάζεται για την προστασία του παιδιού και για την προστασία της οικογένειας. Η μία αδικία δεν αναιρεί φυσικά μία άλλη, πιθανά επικίνδυνη για τα παιδιά, κατάσταση. Η όλη αντιμετώπιση, όμως, ενδεικνύει μία υποκρισία χωρίς μέτρο για το ζήτημα. Ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι μία οικογένεια με δύο μαμάδες ή δύο μπαμπάδες έχει τόσες πιθανότητες να είναι επικίνδυνη για την ευτυχία του παιδιού όσες και όλες οι άλλες οικογένειες.

Όσο ο νόμος δεν βλέπει τις οικογένειες με δύο μαμάδες και δύο μπαμπάδες, δεν προστατεύει τις πιθανότητες ευτυχίας κάποιων παιδιών. Αντίθετα τις μειώνει, χωρίς —φυσικά— να μπορεί να τις ματαιώσει. Ταυτόχρονα, αυτές οι δήθεν αόρατες οικογένειες δεν παύουν να υπάρχουν. Υπάρχουν και αναπτύσσονται δίπλα σε μέτριες, μυστηριώδεις ή περίπλοκες ενδιάμεσες λύσεις που οριοθετούν, με την ισχνή παρουσία τους και τα κενά που αφήνουν, το δυσανάλογο μέγεθος μιας αδικίας.