Το πάνδημο Πάσχα

L
Γιάννης Δημητρόπουλος

Το πάνδημο Πάσχα

Ο φίλος έφτασε το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου, έχοντας κάνει μια στάση σε ορθόδοξο μοναστήρι που –όπως με πληροφόρησε– υπάρχει στο Έσσεξ. Η έως τότε σχέση μου με το Πάσχα –και με την παράδοση γενικότερα– ήταν μάλλον συμβατική. Στους έξι μήνες που ζούσα στο Λονδίνο είχα περάσει μία και μόνη φορά έξω από την Αγία Σοφία της Moscow Road, για να παραλάβω μια κουβέρτα σταλμένη από Ελλάδα. Το παλιότερο σύντομο πέρασμα από το κατηχητικό και η υποχρεωτική δωδεκαετία σχολικών θρησκευτικών μού είχαν δώσει μια κάπως συγκροτημένη γνώση και αίσθηση, χωρίς να αλλάζουν όμως τον καθοριστικό ρόλο τής γενικά κοσμικής και ορθολογικής ανατροφής μου – που όσον αφορά τον εκκλησιασμό περιοριζόταν στις πολύ μεγάλες γιορτές.

Χάρη στον επισκέπτη μου, το Πάσχα εκείνης της χρονιάς ήταν διαφορετικό από τα συνήθη – και ανεπανάληπτο μέχρι σήμερα. Καθώς βρισκόμουν μακριά από την υποχρέωση βοήθειας στο οικογενειακό ζαχαροπλαστείο (μέρος τής έως τότε «παράδοσης» για μένα όσο και η μαγειρίτσα), δεν θεώρησα ότι θα με ξεβόλευε σχεδόν οτιδήποτε διαφορετικό, οσοδήποτε απαιτητικό. Βρεθήκαμε λοιπόν βραδιάτικα στον σταθμό του Bayswater και παρακολουθήσαμε όχι μόνο την ακολουθία της Ανάστασης –στο τέλος της οποίας «κανονικά» γύριζα στο σπίτι– αλλά και ολόκληρη τη λειτουργία.

Από ό,τι μού είπε ο φιλοξενούμενος, μεταξύ των εκκλησιαζομένων ήταν και ο Έλληνας τέως βασιλιάς, αλλά δεν τον πρόσεξα – ούτε και με ένοιαζε. Σημασία είχε η εμπειρία, που συνεχίστηκε με επιστροφή στο άλλο άκρο του Λονδίνου μέσω νυχτερινών λεωφορείων (χωρίς δυνατότητα να μεταφέρουμε το Άγιο Φως) και κατόπιν με ένα ζόρικο ξενύχτι για να ετοιμαστεί η «γέμιση», σπεσιαλιτέ της Άνδρου και άλλων τόπων που προτιμούν το αρνί ή το κατσίκι στον φούρνο αντί για τον –υποτίθεται «πανελλήνιο» – οβελία. Την επόμενη μέρα κανονίσαμε και το απαραίτητο κρεατικό (παϊδάκια στο γκριλ, αν θυμάμαι καλά) για εμάς και τους τρεις συγκατοίκους μου.

Το εορταστικό τριήμερο όμως –καθώς είχα κολλήσει και τη Δευτέρα με «άδεια από τη σημαία» – δεν τελείωσε εκεί. Μετά από μια βόλτα στα Docklands για να ζήσουμε την ατμόσφαιρα του λονδρέζικου μαραθωνίου, το απόγευμα πήραμε το τρένο για τη μοναδική μου (έως και σήμερα) επίσκεψη σε ουαλικό έδαφος. Στο σπίτι του Έλληνα φίλου –μεταπτυχιακού φοιτητή όπως εγώ– εντρυφήσαμε σε μουσική που έως τότε θα ορκιζόμουν ότι απεχθάνομαι, με αποκορύφωμα τις «Δυο Νύχτες» με τον Μητροπάνο. Την άλλη μέρα είδαμε το κάστρο του Κάρντιφ, και στον γυρισμό κάναμε μια στάση στο πανέμορφο Μπαθ, ενδιαφέρον τόσο ιστορικά (για τα ρωμαϊκά λουτρά που του έδωσαν το όνομα) όσο και αρχιτεκτονικά-συγκοινωνιολογικά: για τον πρώτο κυκλικό κόμβο της ιστορίας (Circus) και την αριστουργηματική πρόσοψη του Royal Crescent.

Μια γενιά σχεδόν αργότερα, τη σκυτάλη της φοιτητικής ζωής παίρνουν σιγά-σιγά τα παιδιά μου. Με την οικογένεια στο μεταξύ δημιουργήσαμε τη δική μας «τελετουργία» για το Πάσχα, ταξιδεύοντας στο νησιώτικο εξοχικό, με λίγο περισσότερο εκκλησιασμό από ό,τι παλιότερα – και πολύ περισσότερο φαγητό, συμπεριλαμβανομένης της γέμισης. Έχει την ομορφιά της η προβλέψιμη επανάληψη, ωστόσο ομολογώ ότι θυμάμαι πιο έντονα τους διαφορετικούς εορτασμούς, ακόμη και αν ήταν «λειψοί» με τον τρόπο του ο καθένας: το Πάσχα του ’75 που πέρασα μαντρωμένος λόγω ιλαράς (που η άτιμη έτυχε ακριβώς στο δεκαπενθήμερο των σχολικών διακοπών)ˑ το βρετανικό του ’93 που περιέγραψα παραπάνωˑ και τέλος, το ’18 και ’19 που αναστήσαμε σε ιστορικές ορθόδοξες εκκλησίες της Τεργέστης και του Βελιγραδίου, αντίστοιχα. Δεν είμαι σε θέση να πω ποιο από όλα ήταν το καλύτερο. Ένα όμως είναι σίγουρο και ξέρω ότι οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν μαζί μου: το φετινό πάνδημο Πάσχα –όσα κι αν λέμε μεταξύ μας για το «αληθινό νόημα» της γιορτής, τον Θεό που βρίσκεται παντού κι όχι μόνο στους κεκλεισμένους ναούς, ή τη «συγκλονιστική» εμπειρία τού να ψέλνεις το Χριστός Ανέστη στο μπαλκόνι ή τον διάδρομο της πολυκατοικίας– θα το θυμάμαι για πάντα και δεν θα θελήσω να το ξαναζήσω ποτέ.