Το παράδειγμα του Φαμπρ

C
Ρωμανός Γεροδήμος

Το παράδειγμα του Φαμπρ

Να σημειώσω καταρχάς ότι δεν γνωρίζω καλά το έργο του Φαμπρ και δεν έχω απολύτως καμία πρόθεση ή διάθεση να τον υπερασπιστώ, πολύ περισσότερο όταν έμαθα ότι για τις ανάγκες κάποιας εγκατάστασής του πετούσε ζωντανές γάτες στον αέρα. Να σημειώσω επίσης ότι είναι απολύτως λογικό και θεμιτό να κάνουμε κριτική για τη συστηματική και συστημική απαξίωση του προηγούμενου προέδρου του Φεστιβάλ Αθηνών, καθώς επίσης και για την ανοργανωσιά του υπουργείου Πολιτισμού, το οποίο ξηλώνει και ράβει αριστερά και δεξιά χωρίς κάποιο εμφανές όραμα ή στρατηγικό σχέδιο — και, απ’ ό,τι φαίνεται, χωρίς καν προϋπολογισμό. (Στα υπόλοιπα υποτιθέμενα μεγάλα φεστιβάλ του κόσμου τέτοια εποχή ο προγραμματισμός θα γινόταν για το φεστιβάλ του 2018, όχι γι’ αυτό που ξεκινάει σε 2 μήνες, τα εισιτήρια του οποίου θα έπρεπε κανονικά να είχαν προπωληθεί εδώ και 4 μήνες).

Ωστόσο, η περίπτωση Φαμπρ έχει ενδιαφέρον, όχι (μόνο) για την ουσία του βιογραφικού του, αλλά και για όσα λέει για εμάς και τη μικρή κοινότητα μας. Ο Φαμπρ ουσιαστικά είναι ένας ξένος που πέφτει με αλεξίπτωτο σε μια ξένη χώρα. Ο αλεξιπτωτισμός βέβαια είναι πλέον κάτι που συνηθίζεται στις μεγάλες και στις παγκόσμιες πόλεις, στις ανοιχτές κοινωνίες, σε πολλούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, από την αρχιτεκτονική και τον αστικό σχεδιασμό μέχρι τις επενδύσεις και την ανθρωπιστική βοήθεια. Αυτό δεν είναι μονάχα ή απαραιτήτως κακό — έχει σαφώς τα μειονεκτήματά του, όπως την ελλιπή κατανόηση των ιδιαίτερων συνθηκών του τοπικού περιβάλλοντος. Ωστόσο, στον ατελή και γρήγορο κόσμο που ζούμε, κάπως έτσι (ή και έτσι) γίνεται η ανταλλαγή και γονιμοποίηση ιδεών, πολιτισμικών αναφορών, συνεργασιών, πρωτοβουλιών, αλλαγών.

Ο Φαμπρ όμως δεν έχει προσγειωθεί σε μία οποιαδήποτε πρωτεύουσα ή χώρα· έχει προσγειωθεί σε ένα χωριό. Κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσει —αν δεν το έχει ήδη κάνει— ότι το χωριό αυτό δεν είναι σαν όλα τα άλλα. Έχει τους δικούς του κανόνες, οι οποίοι, εκτός από τον θάνατο, είναι η μοναδική σταθερά. Στο χωριό αυτό οι πάντες έχουν άποψη για τα πάντα. Τα πάντα μαθαίνονται αυθημερόν. Όλα και όλοι κρίνονται με την πρώτη λέξη, με την πρώτη ματιά. Όλοι είναι παράγοντες «του χώρου». Όλοι πρέπει να ανήκουν σε ομάδες ή συντεχνίες, να υπηρετούν προστάτες για την επιβίωση και την ανάδειξή τους. Όλοι, είτε ατομικά είτε συλλογικά, είναι veto players. Υπάρχει ανέλικτη και αμείλικτη επετηρίδα, και οι πρεσβύτεροι του χώρου/χωριού έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Η αποτροπή της δημιουργίας ή η καταγγελία του δικαιώματος της ύπαρξης απαιτεί μόνο ένα veto, ενώ η ολοκλήρωση ή η κοινωνική νομιμοποίηση της δημιουργίας απαιτεί τη συναίνεση των πάντων…

Ούτε λίγο, ούτε πολύ, ακούσαμε (π.χ., από την κ. Ανέστη στο Protagon) ότι οι επιλογές Φαμπρ κάνουν «έξωση στην ελληνική δημιουργία», ότι το Φεστιβάλ Αθηνών «όπως το ξέραμε τελείωσε», ότι «καθετί […] ελληνικό σε ένα Φεστιβάλ που διεθνώς εδώ και εξήντα χρόνια ταυτίστηκε με τον πλούτο του πολιτισμού αφανίζεται και το φλαμανδικό σύμπαν του Φαμπρ εφορμά και εγκαθίσταται», ότι η «βελγική επέλαση ουσιαστικά έκανε έξωση στην ελληνική δημιουργία από το φεστιβάλ που υπήρξε ο πυρήνας παραγωγής έργου, ανάδειξης καλλιτεχνών, πειραματισμού αλλά και προσέλκυσης κορυφαίων ονομάτων από ολόκληρο τον κόσμο».

Όλα αυτά ίσως ισχύουν. Ωστόσο, τα φεστιβάλ —ή τουλάχιστον τα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ, αν ως τέτοιο θέλει να παρουσιάζεται το Φεστιβάλ Αθηνών— δεν υπάρχουν για να συντηρούν την εγχώρια πολιτιστική παραγωγή. Τα φεστιβάλ δεν είναι μηχανισμός διαμοιρασμού κρατικών επιδοτήσεων, ούτε εορτασμοί ομφαλοσκόπησης και ευκαιρίες ανάδειξης της εγχώριας σκηνής σε… εγχώριο ακροατήριο. Εάν η εγχώρια πολιτιστική παραγωγή θέλει και μπορεί να αφορά ένα διεθνές κοινό, τότε αυτό θα το αποδείξει βγαίνοντας προς τα έξω και κατακτώντας μία θέση σε φεστιβάλ άλλων χωρών. Τα φεστιβάλ υπάρχουν ακριβώς ως φόρουμ παγκόσμιου διαλόγου, για να προσελκύουν τους καλύτερους στον κόσμο, για να φέρνουν τον κόσμο στην πόλη. Το αν οι φλαμανδικές δημιουργίες του Φαμπρ πετυχαίνουν αυτόν τον στόχο, θα φανεί — και θα φανεί αρκετά σύντομα. Ας κάνουμε υπομονή και ας το κρίνουμε με καλλιτεχνικά κριτήρια. Όλα τα μεγάλα φεστιβάλ του κόσμου περνούν από φάσεις και από κρίσεις, οι οποίες συχνά ταυτίζονται με τις θητείες των διευθυντών τους. Είναι ένδειξη θεσμικής μνήμης, σοβαρότητας και ουσιαστικής αξίας του θεσμού το εάν μπορεί να επιβιώσει από μια μέτρια ή κακή διαχείριση.

Ταυτόχρονα όμως, αν και εμείς πρώτοι δεν βγούμε από τη λογική του καφενείου του χωριού —τη λογική δηλαδή της κλειστής κοινωνίας που, με τη σάτιρα, την απαξίωση και τον φόβο του νέου, του ξένου, του διαφορετικού και της αποτυχίας, είναι έτοιμη να «σκοτώσει» τους πάντες και τα πάντα (με πρώτο τον εαυτό της)—, αν εμείς δεν σταματήσουμε να νιώθουμε την ανάγκη να ομαδοποιούμαστε και να σχολιάζουμε την καθημερινή επικαιρότητα με εσχατολογικούς όρους σαν τους γέρους του Muppet Show ή σαν παππούδες που παίζουν τάβλι βλέποντας το τέλος του κόσμου να πλησιάζει (συχνά όχι λόγω πραγματικού ενδιαφέροντος για την επικαιρότητα, αλλά λόγω ανασφάλειας και ανάγκης προστασίας μέσα στη φούσκα του μικρόκοσμου, της ομάδας ή της συντεχνίας μας), αν δηλαδή εμείς δεν ανοίξουμε λίγο τα μυαλά μας και δεν αποδεχτούμε ότι και αυτοί που δεν μας αρέσουν ή είναι διαφορετικοί από εμάς έχουν δικαίωμα στην ύπαρξη, τότε η χώρα αυτή θα γίνεται όλο και περισσότερο μία μικρή, περιφερειακή κοινότητα — ένα απέραντο καφενείο άκρως πνευματωδών πλην βαθιά πικραμένων ανθρώπων.

Ούτως ή άλλως ο Φαμπρ —ο οποίος σε τελική ανάλυση κάνει απλώς τη δουλειά του, ή το κομμάτι του— κάποια στιγμή θα γυρίσει στην καθημερινότητά του· κι εμείς στη δική μας. Το ερώτημα είναι τι θα έχει μείνει από όλα αυτά — τι μένει πάντα, όταν κάθεται η σκόνη των δημόσιων διαξιφισμών, της εξαγρίωσης, των αντεγκλήσεων. Η περίπτωση Φαμπρ, και του κάθε Φαμπρ, δεν είναι μόνο μία ευκαιρία να εμπλακούμε (και να απορρίψουμε ή να συνδιαλλαγούμε) με διαφορετικές ιδέες, πολιτισμικά ερεθίσματα και βιώματα, αλλά κυρίως μια ευκαιρία να αναλογιστούμε για το εάν και πώς επικοινωνούμε μεταξύ μας και με τον υπόλοιπο κόσμο, ποιος είναι ο ρόλος του Φεστιβάλ Αθηνών σε αυτή τη διαδικασία και τι δομές και υποδομές πρέπει να υπάρξουν.

Για να γίνει όμως αυτό, για να ακούσουμε ο ένας τον άλλο, πρέπει να σταματήσουμε να φωνάζουμε.