Παράλληλες οικονομίες

P
Νίκος Ψαρρός

Παράλληλες οικονομίες

«Παράλληλοι εισίν ευθείαι, αίτινες εν τω αυτώ επιπέδω ούσαι και εκβαλλόμεναι εις άπειρον εφ’ εκάτερα τα μέρη επί μηδ’ έτερα συμπίπτουσιν αλλήλαις». Ευκλείδης, Στοιχεία.

Στη συζήτηση της ολομέλειας της Βουλής για το νομοσχέδιο περί ανακεφαλαιοποιήσεως των τραπεζών που διεξήχθη στις 31 Οκτωβρίου 2015, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης έκλεισε την ομιλία του με μια σιβυλλική αναφορά στην αναγκαιότητα να δημιουργηθεί παράλληλο τραπεζικό σύστημα που δεν θα υπόκειται στην εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δήλωση αυτή, που προκάλεσε αρκετό θόρυβο και διάφορα σχόλια στα Μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στον Τύπο, εγείρει μία σειρά ερωτήματα που αφορούν τόσο το επίπεδο πληροφόρησης του αντιπροέδρου πάνω στις δομές τής ΕΕ όσο και τα σχέδια της κυβέρνησης σε σχέση με το τραπεζικό σύστημα.

Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι σε μία θεσμική ένωση κρατών δικαίου όπως είναι η ΕΕ και η ΟΝΕ δεν νοούνται ζώνες «εκτός δικαίου» (όπως δεν νοούνται και εντός ενός κράτους δικαίου). Και, εφόσον η νομισματική πολιτική έχει πλέον περιέλθει στην αρμοδιότητα της Ένωσης, δεν είναι δυνατόν να υφίσταται σε αυτό το πεδίο μία θεσμική οντότητα εκτός του ελέγχου της θεσμοθετημένης ανώτερης αρμόδιας Αρχής, που στην περίπτωση αυτή είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Μπορεί αυτή η σχέση να έχει διάφορες μορφές, αλλά παραμένει σχέση εποπτείας. Εάν ανατρέξει κανείς στα επίσημα έγγραφα της ΕΚΤ, θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν τουλάχιστον δύο είδη εποπτείας τραπεζών: η άμεση και η έμμεση (μέσω των εθνικών Αρχών εποπτείας), που διαμορφώνονται ανάλογα με το μέγεθος των περιουσιακών τους στοιχείων και άλλων παραμέτρων. Μερικά πιστωτικά ιδρύματα βρίσκονται σε μία ιδιαίτερη σχέση με την ΕΚΤ, όπως π.χ. το Πιστωτικό Ίδρυμα για την Ανοικοδόμηση στη Γερμανία, το οποίο όμως δεν θεωρείται τράπεζα με τη στενή έννοια. Υπ’ αυτή την άποψη, το σχέδιο για τη δημιουργία ενός εντελώς ανεξέλεγκτου από την ΕΚΤ «παράλληλου» τραπεζικού συστήματος είναι κάτι άτοπο — και, ως εκ τούτου, ανέφικτο.

Ας θεωρήσουμε όμως, χάριν επιεικείας, το άτοπο αίτημα του κυρίου αντιπροέδρου ως ένα από τα γνωστά «σχήματα λόγου» — χαρακτηρισμό στον οποίο καταφεύγουν συχνά στελέχη του κυβερνητικού στρατοπέδου όταν διαπιστώσουν ότι έκαναν μια γκάφα. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι το κυρίως ζητούμενο είναι η δημιουργία και στην Ελλάδα ενός «μη κερδοσκοπικού» συστήματος συνεταιριστικών τραπεζών και τραπεζών «λαϊκής βάσης» κατά τα πρότυπα των τραπεζών Raiffeisen και των Ταμιευτηρίων (σε Γερμανία, Αυστρία και Ελβετία Sparkasse, στην Ιταλία Cassa di risparmio, στη Γαλλία Caisse d’épargne, καθώς και σε πολλές άλλες, ευρωπαϊκές και μη, χώρες). Στην περίπτωση αυτή, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό γεγονός ότι αυτού του είδους τα πιστωτικά ιδρύματα δημιουργήθηκαν για να ενισχύσουν τη λαϊκή αποταμίευση και για να βοηθήσουν με χαμηλότοκα δάνεια την τοπική επιχειρηματικότητα σε εποχές κατά τις οποίες η κεντρική Ευρώπη ήταν κατά βάσιν μία οικονομικά υπανάπτυκτη περιοχή, εγείρονται τα εξής ερωτήματα:

(α΄) Πώς θα πειστεί μία κοινωνία, που, εθισμένη ιστορικά στην ακρασία και την πλεονεξία, θεωρεί το χρήμα κυρίως ως μέσο αποθησαυρισμού, να εμπιστευτεί τις αποταμιεύσεις της σε κάποια άγνωστα στο ευρύ κοινό πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία συν τοις άλλοις ακολουθούν εκ φύσεως μία πολύ συντηρητική ανατοκιστική πολιτική;

(β΄) Πώς θα χρησιμοποιήσει το κράτος ιδρύματα για άσκηση της επενδυτικής πολιτικής του, που θα είναι εκ φύσεως αυτοδιοικούμενα και μάλιστα αποκλειστικά από τα μέλη τους ή τους εκπροσώπους των τοπικών φορέων που τα έχουν ιδρύσει;

(γ΄) Και, last but not least: υφίσταται άραγε το είδος της δανειακής ζήτησης που θα κληθούν να ικανοποιήσουν;

Υπενθυμίζω ότι στην κεντρική Ευρώπη οι συνεταιριστικές τράπεζες και τα ταμιευτήρια «λαϊκής βάσης» ιδρύθηκαν για να ενισχύσουν κατεξοχήν μικρές παραγωγικές επιχειρήσεις του δευτερογενούς τομέα με προοπτικές ανάπτυξης πέραν των τοπικών ορίων, δηλαδή κυρίως τεχνίτες που είχαν σκοπό να πραγματοποιήσουν μία παραγωγική ιδέα και να την προωθήσουν σε μία διευρυμένη αγορά, παράγοντας π.χ. βίδες για κάθε υλικό και πουλώντας τες, ει δυνατόν, σε παγκόσμιο επίπεδο ως προμηθευτές της βαριάς βιομηχανίας. Στην Ελλάδα όμως πρέπει να δημιουργηθεί πρώτα, ή τουλάχιστον να καλλιεργηθεί περισσότερο εάν και όπου υπάρχει, αυτός ο τύπος τεχνίτη-επιχειρηματία, ο οποίος δεν εργάζεται μόνο για να καλύψει τις καθημερινές του ανάγκες, αλλά θέλει και κατά κάποιον τρόπο να «διαπρέψει» με το προϊόν του.

Εντέλει: η θεσμοθέτηση και η ανάπτυξη ενός συστήματος συνεταιριστικών τραπεζών και ταμιευτηρίων είναι ένα θεσμικό εργαλείο για την επίτευξη ενός πολύ συγκεκριμένου σκοπού. Εάν αυτός ο σκοπός δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να διατυπωθεί με σαφήνεια, τότε η θεσμοθέτηση του εργαλείου είναι άσκοπη και ανώφελη. Επιπροσθέτως, όσο η πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού κράτους αξιολογείται με Β ή με C, το όνειρο της δημιουργίας ενός πιστωτικού οργάνου που θα χρηματοδοτείται απευθείας από τις αγορές και θα παρέχει, παρά ταύτα, στήριξη για την επίτευξη κοινωφελών στόχων, κατά το πρότυπο του γερμανικού Πιστωτικού Ιδρύματος για την Ανοικοδόμηση (KfW), παραμένει τόσο ουτοπικό, όσο και η ελπίδα να αποφύγει μία τράπεζα εντελώς την εποπτεία της ΕΚΤ.

Εκτός και αν η κυβέρνηση σκοπεύει να δημιουργήσει μία εντελώς παράλληλη οικονομία, η οποία όμως —σύμφωνα και με το αξίωμα των παραλλήλων του Ευκλείδη— δεν θα έχει κανένα σημείο επαφής με την ευρωπαϊκή (ούτε με την παγκόσμια) πραγματικότητα…