Πειθώ και επιβίωση

P
Ρωμανός Γεροδήμος

Πειθώ και επιβίωση

Πριν από λίγες ημέρες, 11 βουλευτές των Συντηρητικών στη Βρετανία αγνόησαν τις ασφυκτικές πιέσεις, τις υποσχέσεις για υπουργοποίηση, τις απειλές για δημοσιοποίηση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων και την πιθανότητα διαγραφής, και ψήφισαν υπέρ μιας τροποποίησης στο νομοσχέδιο για το Brexit που δίνει στο κοινοβούλιο το δικαίωμα να ψηφίσει για την αποδοχή ή απόρριψη της τελικής συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση της Τερέζα Μέι υπέστη την πρώτη σημαντική κοινοβουλευτική ήττα της και το «στρατόπεδο» αυτών που θέλουν να παραμείνει η Βρετανία στην ΕΕ (ή έστω να έχει μία πολύ στενή σχέση) απέκτησε μια, συμβολική προς το παρόν, δυναμική.

Οι βουλευτές που διαφοροποιήθηκαν άρχισαν να λαμβάνουν απειλές κατά της ζωής τους. Η δυναμική Άννα Σούμπρι –η οποία υποστήριξε την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ και δεν έχει φοβηθεί να ασκήσει κριτική στην κυβέρνηση– έλαβε πολλά υβριστικά και απειλητικά μηνύματα, κάποια εκ των οποίων απαιτούν «προδότες σαν τη Σούμπρι» να εκτελεστούν (δι’ απαγχονισμού ή αποσπάσματος). Ο Τσούκα Ουμούνα –πρώην ανερχόμενο αστέρι των Εργατικών που ανήκει στη μετριοπαθή φιλοευρωπαϊκή πτέρυγα του κόμματος– ανέφερε ότι ποτέ δεν στέκεται κοντά στην άκρη της πλατφόρμας του μετρό γιατί φοβάται για τη ζωή του. Όπως και η Σούμπρι, ο Ουμούνα δέχεται εδώ και χρόνια έναν εντατικό ψυχολογικό πόλεμο με απεριόριστα μηνύματα μίσους και απειλές κατά της ζωής του μέσω των κοινωνικών μέσων (πόση ειρωνεία κρύβει αυτός ο όρος...). «Κάτι συμβαίνει όταν γίνεσαι βουλευτής... αντιμετωπίζεσαι ως υπάνθρωπος».

Ο ρόλος του βουλευτή είναι ίσως μία από τις εντονότερες διαφορές στις πολιτικές κουλτούρες της Βρετανίας και της Ελλάδας. Στην Ελλάδα το βουλευτικό αξίωμα είναι μία ιδιότητα συσχετισμένη με την εξουσία, τα προνόμια, τη δημόσια προβολή, τα βολέματα και τα ρουσφέτια. Ο βουλευτής στην Ελλάδα είναι gatekeeper: στέκεται στις πύλες της εξουσίας σαν σημείο επαφής του πολίτη με το κράτος. Στη Βρετανία ο βουλευτής είναι –ουσιαστικά– ένας κακοπληρωμένος υπάλληλος, που δουλεύει ατέλειωτες ώρες σε μικρά, ανήλιαγα και κακοσυντηρημένα γραφειάκια, με τόνους αλληλογραφία (κάθε γράμμα πρέπει να απαντηθεί, και το διαδίκτυο έχει αυξήσει εκθετικά τον όγκο, αφού ο καθένας μπορεί με δύο «κλικ» να στείλει προκάτ γράμματα σε βουλευτές) και υποθέσεις των ψηφοφόρων (case work) τις οποίες είναι υποχρεωμένος να διεκπεραιώσει μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με τη βοήθεια ενός βοηθού και ενός απλήρωτου μαθητευόμενου.

Η καριέρα του βουλευτή εξαρτάται από την υποστήριξη της τοπικής οργάνωσης του κόμματος, η οποία μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να τον κάνει deselect, να τον «αποκληρώσει» δηλαδή, τερματίζοντας τις προοπτικές επανεκλογής του (στην προκειμένη περίπτωση, οι 11 διαφωνούντες εκλήθησαν από τους τοπικούς άρχοντες για να απολογηθούν σαν σχολιαρόπαιδα που τους τραβάει το αυτί ο δάσκαλος). Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι βουλευτές ελέγχονται από μία ομάδα κοινοβουλευτικών γραμματέων του κόμματος (whips) που επί χρόνια φακελώνουν τον κάθε βουλευτή με φήμες ή στοιχεία για τη συμπεριφορά του ώστε να διασφαλίζουν την κομματική πειθαρχία. Σε δημόσιες συναντήσεις οι πολίτες απευθύνονται στους βουλευτές με το μικρό τους όνομα. Σε προεκλογικές περιόδους οι βουλευτές παίρνουν ένα πάκο φυλλάδια και βγαίνουν έξω όλη μέρα, κάθε μέρα, χτυπώντας πόρτες και μοιράζοντάς τα σε περαστικούς που συχνά τους αγνοούν ή τους κλείνουν την πόρτα στα μούτρα. Με άλλα λόγια, το να είσαι πολιτευτής ή βουλευτής στη Βρετανία ήταν και παραμένει μία αρκετά ταπεινή εμπειρία.

Ωστόσο, ακόμα και με αυτά τα δεδομένα, η πολιτική κουλτούρα εδώ –όπως και σε πολλές άλλες χώρες– έχει αλλάξει δραματικά. Η δολοφονία της Τζο Κοξ τον Ιούνιο του 2016 ήταν μία ένδειξη του ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά σε μία χώρα με ιδιαίτερη παράδοση σεβασμού και πολιτικού διαλόγου. Ο διχασμός του Brexit είναι μάλλον σύμπτωμα, παρά αιτία, της κρίσης αυτής. Το Twitter, το YouTube και το Facebook εκτός από εξαιρετικά εργαλεία επικοινωνίας και μάθησης έχουν γίνει αντλίες και σιντριβάνια μαζικής τοξικότητας. Τον περασμένο Ιούνιο, η Νταϊάν Άμποτ –η βουλευτής που ίσως λόγω του φύλου, της καταγωγής και του σωματότυπού της υφίσταται εδώ και χρόνια τις χειρότερες επιθέσεις– έδωσε μία συγκλονιστική κατάθεση σε επιτροπή της Βουλής, στην οποία απαρίθμησε μερικές από τις βρισιές που έχει ακούσει (και τις οποίες δεν πρόκειται φυσικά να αναπαραγάγω εδώ).

Υπό φυσιολογικές συνθήκες –εάν δηλαδή το πρόβλημα δεν είχε λάβει τέτοια έκταση και το θύμα ήταν ένας απλός πολίτης–, τέτοιου είδους απειλές και μηνύματα μίσους θα οδηγούσαν σε σχετικές έρευνες και εξιχνίαση από τις αστυνομικές Αρχές. Αυτό που συμβαίνει τώρα στη Βρετανία και σε άλλες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες –η συστημική ανοχή της εξύβρισης και των απειλών κατά ζωής εναντίον πολιτικών, δημοσιογράφων και γενικώς οποιουδήποτε τολμά να αρθρώσει δημόσιο λόγο– είναι, ουσιαστικά, η αποδοχή και νομιμοποίηση της ανομίας και της αναρχίας. Είναι σαν να αποφάσισε το κράτος και να το αποδέχτηκε η κοινωνία ότι –είτε επειδή δεν διαθέτουμε πλέον τα μέσα (δηλαδή αρκετούς αστυνομικούς και τεχνολογία), είτε επειδή τα συγκεκριμένα θύματα «το αξίζουν»– το να λοιδορείς και να απειλείς τους πολιτικούς είναι αποδεκτή κοινωνική πρακτική. Σε κανένα άλλο πεδίο της ζωής στις φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν είναι πιο εξόφθαλμη η λογική του όχλου –του λιντσαρίσματος– από ό,τι στα κοινωνικά μέσα· εκεί δηλαδή όπου υπάρχει η μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία και ανωνυμία.

Η απαξίωση των πολιτικών δεν ξεκίνησε τώρα και ασφαλώς δεν περιορίζεται στα κοινωνικά μέσα ή στη Βρετανία. Από την άνοιξη του 2010 μέχρι το καλοκαίρι του 2012 η πλατεία Συντάγματος αναδείχθηκε σε τόπο αμφισβήτησης του κοινοβουλευτισμού. Συνθήματα, ύβρεις, χειρονομίες και επεισόδια ήταν στην ημερήσια διάταξη. Κρεμάλες στήθηκαν για να εκτελέσουν τους «προδότες» που ήταν μέσα στο κοινοβούλιο. Βουλευτές και υπουργοί απειλήθηκαν, προπηλακίστηκαν και τραυματίστηκαν. Αυτό που ίσως δεν συνειδητοποιούμε είναι ότι η απόσταση ανάμεσα σε ακραία ή προβεβλημένα φαινόμενα εξτρεμισμού και στην απαξίωση που έχει λάβει χώρα μέσα στο δικό μας μυαλό, στον δικό μας καθημερινό λόγο, στο δικό μας οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, είναι πολύ μικρή. Οι γενοκτονίες, τα ολοκαυτώματα και η τρομοκρατία ξεκινούν από το σπίτι μας· από το πώς μιλάμε στα παιδιά μας γι’ αυτούς με τους οποίους διαφωνούμε· γι’ αυτούς που έκαναν κάτι που μας έβλαψε.

Εδώ και δεκαετίες καλλιεργούμε, κάθε μέρα, κάθε ώρα, μία εντύπωση της πολιτικής ως κάτι βρόμικου και των πολιτικών ως κατάπτυστων όντων. Η σάτιρα και η απαξίωση, σαν βρύση που στάζει, με τα χρόνια έχει διαβρώσει όχι μόνο την προσωπικότητα του ενός ή του άλλου, αλλά την έννοια της πολιτικής και την ιδιότητα του πολιτικού. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι πολλοί και σύνθετοι: από τη σταδιακή αμφισβήτηση και υποχώρηση των μεγάλων αφηγημάτων και αυθεντιών (εκκλησία, στρατός, μοναρχία, ακαδημία) και τη μεταμοντέρνα καλλιέργεια του «εγώ» ως του μόνου κοινωνικά αποδεκτού πεδίου πράξης, μέχρι την είσοδο της ψηφιακής τεχνολογίας στις κρεβατοκάμαρες, τα email και τους τραπεζικούς λογαριασμούς των πολιτικών. Είναι δύσκολο να σέβεσαι αυτό που φθείρεται μπροστά σου κάθε μέρα.

Και όμως. Πρέπει. Και πρέπει διότι η πολιτική είναι η διαχείριση της κοινής μας ζωής – της κοινής μας πραγματικότητας, η οποία υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει είτε το θέλουμε είτε όχι. Είναι θέμα συλλογικής επιβίωσης. Με τον ίδιο τρόπο που θα ήταν ανόητο και αυτοκτονικό να απαξιώνουμε συνεχώς τη διαδικασία λήψης αποφάσεων από τον ίδιο μας τον εαυτό ή στο ίδιο μας το σπίτι, εξίσου αυτοκαταστροφικό είναι να το κάνουμε για τη γειτονιά, την πόλη, τη χώρα και (πλέον) τον πλανήτη μας. Η δε δημοκρατία, ο κοινοβουλευτισμός, είναι η κορυφαία μέχρι στιγμής εφεύρεση του ανθρώπινου πνεύματος. Είναι αυτό που μας εμποδίζει να σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον, που εμποδίζει την υπερίσχυση του νόμου της ζούγκλας, δηλαδή του ισχυρού. Η δημοκρατία είναι το μόνο πολίτευμα που βασίζεται στην πειθώ αντί της βίαιης επιβολής (αν και αυτή υπάρχει ως μονοπώλιο του κράτους και τελευταία επιλογή εφαρμογής του νόμου). Δημοκρατία και πειθώ χωρίς τους φορείς της, χωρίς δηλαδή ιεραρχία και πολιτικούς, δεν υπάρχει. Οι κοινωνίες δεν αυτο-οργανώνονται, ούτε αυτο-διοικούνται.

Εάν λοιπόν επιθυμούμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως οργανωμένη κοινωνία, και αν υποθέσουμε ότι προτιμάμε να λαμβάνουμε αποφάσεις με πειθώ και όχι με τη βία (όσο δελεαστική και να είναι η δεύτερη επιλογή, είναι σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα θα βρεθούμε κι εμείς στον ρόλο του θύματος), τότε όχι μόνο χρειάζονται πολιτικοί, αλλά χρειάζεται και ένας ελάχιστος βαθμός καλής πίστης: εάν δεν είμαστε ανοικτοί στην πιθανότητα να πειστούμε (κι εάν δεν γίνουμε καλύτεροι στο να πείθουμε), εάν δηλαδή η πειθώ δεν λειτουργεί στην περίπτωσή μας, τότε ουσιαστικά θέτουμε εαυτόν εκτός δημοκρατικού συστήματος.

Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζουμε πρόβλημα πολιτικού προσωπικού και έχουμε κάνει ασυγχώρητα λάθη. Είναι όμως δύσκολο να επιλέξουμε... Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία είναι δεινόσαυροι. Οι νέοι είναι άπειροι. Οι έμπειροι είναι κολλημένοι στην καρέκλα. Αυτοί που είναι από τζάκι είναι διεφθαρμένοι. Οι πρωτοεμφανιζόμενοι επαγγελματίες είναι απολίτικοι μεσίες. Οι διάσημοι καλλιτέχνες είναι ψώνια. Οι άσημοι πολίτες είναι κι αυτοί ψώνια.

Κάνουμε όλες τις ερωτήσεις –τις λάθος ερωτήσεις–, εκτός από τις μόνες που μετράνε: Κάνουν καλά τη δουλειά τους; Είναι παρόντες στις συνεδριάσεις; Παράγουν κυβερνητικό πρόγραμμα ή νομοθετικό έργο; Κάνουν αποτελεσματικές επερωτήσεις; Συμμετέχουν σε επιτροπές; Βγάζουν καλές ομιλίες; Πώς ψηφίζουν; Ασχολούνται με τα προβλήματα τις εκλογικής τους περιφέρειας; Βγαίνουν ποτέ από τη χώρα για να συμμετάσχουν σε εξωτερικές σχέσεις; Βοηθούν να ενταχθούν οι νέοι στον κοινοβουλευτισμό; Εξηγούν στον κόσμο την πολύπλοκη δημόσια πολιτική τού σήμερα; Λειτουργούν σαν κανάλια διαλόγου ανάμεσα σε ένα ταχύτατα αναπτυσσόμενο παγκοσμιοποιημένο σύμπαν και την Ελλάδα;

Είναι 99% σίγουρο ότι διαβάζοντας αυτές τις γραμμές ο αναγνώστης θα απαντήσει αυτομάτως και μηχανικά, «Όχι». Αυτό όμως είναι λάθος. Η απάντηση θα έπρεπε να είναι, «Όχι όλοι». Πότε ήταν η τελευταία φορά που ασχοληθήκαμε να διαβάσουμε τα βιογραφικά, τα προεκλογικά φυλλάδια, τα προγράμματα και τις σοβαρές συνεντεύξεις των βουλευτών μας για να τους αξιολογήσουμε; Γιατί να αφιερώνουμε περισσότερη φαιά ουσία για την επιλογή του διαχειριστή της πολυκατοικίας ή του υδραυλικού που θα φτιάξει τη λεκάνη της τουαλέτας απ’ ό,τι για τους 300 ανθρώπους που θα καθορίσουν τη ζωή μας και το μέλλον των παιδιών μας; Και γιατί να υποθέτουμε ότι «είναι όλοι οι ίδιοι»; Εμείς πώς θα αισθανόμασταν αν στη δουλειά μας οι πελάτες, οι πολίτες, οι αναγνώστες, οι μαθητές, οι ασθενείς ή οι καταναλωτές έλεγαν πως είμαστε «όλοι οι ίδιοι»; Η γενικευμένη απόρριψη των πολιτικών είναι από πάντοτε από τα πρώτα (και πιο κοινά) βήματα ολοκληρωτικών καθεστώτων.

Το έλλειμμα ηγεσίας, τα τεράστια –ανυπέρβλητα– εμπόδια εισόδου και συμμετοχής καλώς καταρτισμένων ανθρώπων στην πολιτική, η απώλεια ισχύος του εθνικού κοινοβουλίου, το άναρχο χάος των κοινωνικών μέσων, οι τεράστιες και σύνθετες προκλήσεις δεν είναι αποκλειστικά ελληνικά προβλήματα. Και δεν πρόκειται να λυθούν αύριο ή μεθαύριο στην Ελλάδα. Θα πρέπει να το αποδεχτούμε αυτό και να σταματήσουμε επιτέλους να περιμένουμε θαύματα. Και είναι δεδομένο ότι κανένας πρωθυπουργός και κανένα κοινοβούλιο δεν θα μπορέσει ποτέ να μας χαρίσει την αιώνια ζωή ή την Εδέμ. Αυτό που όμως μπορούν –και πρέπει– να κάνουν οι πολιτικοί είναι να μας πείσουν ότι είναι όσο ικανοί, έξυπνοι και έντιμοι χρειάζεται για να βελτιώσουν αντί να επιδεινώσουν την κατάστασή μας· με όποιον τρόπο ορίζει ο καθένας τη βελτίωση αυτή.

Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει πρώτα να αλλάξουμε εμείς –ξεκινώντας από τον εαυτό μας– το πώς βλέπουμε την πολιτική και το επάγγελμα του πολιτικού.