Περί ηχοφιλίας

C
Γιώργος Κυριαζής

Περί ηχοφιλίας

Τη δεκαετία του 1930 ξεκίνησαν οι πρώτες προσπάθειες για ηχογράφηση ζωντανών συναυλιών, με τη φιλοδοξία να αναπαραχθεί με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πιστότητα ο ήχος που άκουγαν οι ακροατές στην αίθουσα. Το τεχνολογικό επίπεδο της εποχής, φυσικά, δεν βοηθούσε τους τεχνικούς να πετύχουν ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και μετά, όμως, κάποιες καινοτομίες όπως το μαγνητόφωνο (ή μπομπινόφωνο), ο δίσκος βινυλίου 33 στροφών, η εφαρμογή της τεχνικής της διαμόρφωσης συχνότητας (FM) στις ραδιοφωνικές εκπομπές, καθώς και ορισμένοι νέοι τρόποι σχεδίασης ενισχυτών, οδήγησαν σε αλματώδη βελτίωση της ποιότητας του ήχου, τόσο στο στάδιο της ηχογράφησης όσο και στο στάδιο της ακρόασης.

Έτσι, τη δεκαετία του 1950 επινοήθηκε η έκφραση «υψηλή πιστότητα» (στα αγγλικά high-fidelity, συντομευτικά hi-fi), ο οποίος εν μέρει αντικαταστάθηκε, στις αρχές της δεκαετίας του 1960, από τον όρο stereo, χάρη στην έλευση του στερεοφωνικού δίσκου βινυλίου. Η ανάπτυξη των στερεοφωνικών συστημάτων ήταν ραγδαία, και πάρα πολύς κόσμος άρχισε πλέον να αγοράζει τους δίσκους που του άρεσαν και να τους ακούει στο σπίτι του, κάτι που βοήθησε πολύ και στη δημιουργία της βιομηχανίας της ποπ μουσικής, με τη διαρκή κατασκευή βραχύβιων (συνήθως) ειδώλων. Και, από τη δεκαετία του 1970, επινοήθηκε ο όρος «υπερυψηλή πιστότητα» (high-end), για να δηλώσει τα μηχανήματα που ξέφευγαν από τον θεωρούμενο μέσο όρο και απευθύνονταν σε, υποτίθεται, πιο «εξειδικευμένο» κοινό.

Όπως ήταν φυσικό, τα πράγματα κάποια στιγμή έφτασαν στην υπερβολή: πανάκριβα μηχανήματα, εξωτικές κατασκευές, ευφάνταστα σχέδια, και φυσικά ισχυρισμοί που άγγιζαν τα όρια της μεταφυσικής. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τους πράσινους μαρκαδόρους για να βάφει ο εξαπατημένος αγοραστής την περιφέρεια των CD ώστε να βελτιώσει, δήθεν, τον ήχο μειώνοντας τις «απώλειες της ακτίνας λέιζερ», τα επενδυμένα τούβλα, που τα έβαζες πάνω στον ενισχυτή για να μειώσεις τους κραδασμούς (λες και η λειτουργία του ενισχυτή επηρεάζεται από κραδασμούς), τους «απομαγνητιστές» των CD (τα οποία έτσι κι αλλιώς δεν λειτουργούν με βάση τις αρχές του μαγνητισμού, όπως συνέβαινε με τις μπομπίνες και τις κασέτες), ή τα εξωπραγματικά καλώδια ρεύματος, με τις εξίσου εξωπραγματικές τιμές, ώστε τα ηλεκτρόνια που φτάνουν από την πρίζα στον μετασχηματιστή να μην ζορίζονται, δημιουργώντας τάχα θόρυβο και παραμόρφωση; Για να μην αναφέρω κάποιες εταιρείες που κατασκεύαζαν απλησίαστα καλώδια ηχείων και που οι διαφημίσεις τους θα άξιζαν βραβείο σε διαγωνισμό διηγήματος επιστημονικής φαντασίας.

Το ωραίο είναι ότι οι άνθρωποι που έχαψαν όλο αυτό το παραμύθι υπερασπίζονταν με πάθος τις προτιμήσεις τους, και ορκίζονταν πως άκουγαν ξεκάθαρα τρομερές μεταβολές στον ήχο, τον οποίο περιέγραφαν ως πιο ζεστό, πιο εσωτερικό (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό…), πιο διάφανο, πιο αεράτο κλπ., χωρίς να τους περνά καν από το μυαλό η υποψία ότι όλα αυτά μπορεί και να τα φαντάζονταν.

Βλέπετε, η ακοή (όπως και όλες οι αισθήσεις, εδώ που τα λέμε) είναι μια πολύ υποκειμενική υπόθεση. Ο ίδιος ακριβώς ήχος μπορεί να γίνει αντιληπτός από το αυτί σου με εντελώς διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την ψυχική σου διάθεση, την υγρασία της ατμόσφαιρας, ή το τι άκουσες αμέσως πριν. Έτσι, κάθε σύγκριση μεταξύ μηχανημάτων (εξαιρούνται τα ηχεία, για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω) καθίσταται περίπου άκυρη, με την προϋπόθεση, φυσικά, πως τα μηχανήματα είναι σωστά σχεδιασμένα και κατασκευασμένα. Αυτή η εμμονή, όμως (και αυτή είναι η βασική μου αντίρρηση), οδήγησε σε στρατιές ανθρώπων που ξεκίνησαν ως μουσικόφιλοι και κατέληξαν ηχόφιλοι, και, αντί να ακούν (και να απολαμβάνουν, εκεί είναι το νόημα) τη μουσική που βγαίνει από τα μηχανήματά τους, προσπαθούσαν να ακούσουν τα ίδια τα μηχανήματα και να εντοπίσουν μικροδιαφορές που συχνά δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα.

Σήμερα, που οι πηγές ήχου είναι ως επί το πλείστον ψηφιακές, και συχνά με συμπιεσμένη πληροφορία (παρά τις ενθαρρυντικές τάσεις επανόδου που εμφανίζουν οι δίσκοι βινυλίου), ο μοναδικός κρίκος στην αλυσίδα της ακρόασης που μπορεί όντως να επιφέρει μεγάλη διαφοροποίηση στην ποιότητα (και πιστότητα) του ήχου είναι τα ηχεία και τα μικρά αδελφάκια τους, τα ακουστικά, κι αυτό γιατί εκεί έχουμε μετατροπή ενέργειας, δηλαδή η ηλεκτρική ενέργεια που φτάνει από τον ενισχυτή μετατρέπεται σε κινητική. Έτσι, ανάλογα με τη σχεδίαση της συσκευής, το αποτέλεσμα ποικίλλει αρκετά. Αν σκοπεύετε λοιπόν να αγοράσετε στερεοφωνικό, ρίξτε εκεί το βάρος της έρευνάς σας — αλλά ακόμα κι εκεί μην το παρακάνετε, γιατί άλλον ήχο θα ακούσετε στο κατάστημα, και άλλον ήχο θα ακούσετε στο σαλόνι σας. Βλέπετε, ο ήχος χρησιμοποιεί ως μέσο μετάδοσης τον αέρα, και έτσι η διαμόρφωση και το περιεχόμενο του σπιτιού σας είναι καθοριστικής σημασίας.

Ακόμη καλύτερα, λοιπόν, ξεχάστε τα όλα αυτά και απλώς ακούτε μουσική. Όσο περισσότερη μπορείτε.

Κάνει καλό.