Περί προσανατολισμού

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Περί προσανατολισμού

Η πόλη εκτείνεται πλέον σε όλο το λεκανοπέδιο. Λέμε, «Κατοικώ στην Αθήνα», και μπορεί να εννοούμε ότι κατοικούμε στον Άγιο Στέφανο ή στη Βουλιαγμένη, περιοχές που απέχουν αρκετά από το κέντρο της. Είναι σχεδόν αδύνατον να γνωρίζει κανείς καλά κάθε συνοικία της. Ωστόσο, τα τριγύρω βουνά και οι λόφοι της, η Ακρόπολη που φαίνεται σχεδόν από παντού και η θάλασσα βοηθούν να βρίσκει κανείς τον προσανατολισμό του. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι λίγοι οι επιβάτες που νιώθουν χαμένοι στους δρόμους της.

 

Δεσποινίδα με αποσκευές με σταματά αγχωμένη.

«Γεια σας, πηγαίνω στη λεωφόρο Αθηνών, αλλά δεν ξέρω να σας πω ακριβώς πού, στον Γρηγόρη να με αφήσετε καλύτερα».

«Σε ποιον από όλους; Σε ποιο από τα δύο ρεύματα;»

«Δεν ξέρω να σας πω σε ποιο ρεύμα! Σε αυτόν που είναι στο δεξί μας χέρι».

«Σε όποιο ρεύμα και να κινούμαστε, στο δεξί μας χέρι θα είναι, δεν μπορεί να είναι στο διάζωμα».

Η κοπέλα γελά, προσπαθεί να μου εξηγήσει πού θέλει να πάει (τουλάχιστον να συμφωνήσουμε σε ποιο ρεύμα της λεωφόρου πρέπει να κινηθούμε) και μετά από αρκετή ώρα καταφέρνω, τελικά, να την αφήσω στον προορισμό της.

Ελπίζω, δηλαδή.

 

Κυρία βολεύεται στο πίσω κάθισμα. Δεν μου λέει τον προορισμό της, προτιμά να με καθοδηγεί στενό προς στενό μέχρι που φτάνουμε σε κάποιο που είναι κλειστό από ένα φορτηγό. Η κυρία πανικοβάλλεται:

«Τώρα τι κάνουμε;»

«Μην ανησυχείτε, θα πάμε από το επόμενο στενό».

«Λέτε; Μόνο στην Κηφισίας μη βγούμε, σας παρακαλώ!»

«Στην Κηφισίας δεν θα βγούμε, έτσι κι αλλιώς είναι πίσω μας, δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση».

«Πίσω μας είναι; Πώς το ξέρουμε αυτό;»

«Εκτός του ότι το βλέπω στον πλοηγό, έχουμε τον λόφο μπροστά μας. Σε κάθε περίπτωση, πείτε μου τον τελικό προορισμό, να χαρείτε, θα βοηθούσε πολύ».

Η κυρία αποφασίζει επιτέλους να χαλαρώσει και να μου εκμυστηρευτεί την οδό του προορισμού της κι έτσι κύλησαν όλα πιο ήρεμα.

 

Ανάλογα περιστατικά υπάρχουν πολλά, όπως η κυρία που με ρώτησε έκπληκτη πώς ξέρω ότι κινούμαστε ανατολικά, κι όταν της απάντησα, «Μα είναι μπροστά μας ο Υμηττός», με ρώτησε πώς ξέρω ότι ο Υμηττός είναι ανατολικά.

Κάποιες φορές, η συζήτηση περί προσανατολισμού και αίσθησης του πού βρίσκεται κάποιος και πού θέλει να πάει, και κυρίως πώς, αρχίζει να μην αφορά τον δρόμο και αναφέρεται αλλού.

 

Η μέρα είναι δύσκολη, η κίνηση εξοργιστική, αρκετοί κεντρικοί δρόμοι είναι κλειστοί. Ο κύριος που με κάλεσε, και που με μεγάλη δυσκολία προσέγγισα, κάθεται στο πίσω κάθισμα:

«Θα πάμε όπως θα σας πω εγώ, μη μου αρχίσετε να μπαίνετε σε διάφορα στενάκια».

«Βεβαίως και θα πάμε όπως θα μου πείτε, αρκεί να γίνεται. Είναι πολλοί δρόμοι κλειστοί, φοβάμαι πως τα στενάκια θα είναι αναπόφευκτα».

«Θα με κάνετε κύκλους από τα στενάκια, τα ξέρω αυτά, προχωράτε».

«Ακούστε, σε ένα βαθμό κατανοώ την καχυποψία σας, δεν είναι λίγοι οι συνάδελφοι που κάνουν κάτι τέτοιο, αλλά υπάρχουν και πολλοί, μεταξύ των οποίων θέλω να πιστεύω ότι συγκαταλέγομαι και εγώ, που κάνουν ό,τι μπορούν για να φτάσει ο επιβάτης όσο γίνεται γρηγορότερα στον προορισμό του, δεδομένων των συνθηκών».

Ο κύριος δυσανασχετεί, μου υποδεικνύει τη διαδρομή που θέλει να ακολουθήσω, αλλά μετά από ελάχιστη ώρα βρισκόμαστε μπροστά σε ερυθρόλευκη κορδέλα και τροχονόμο — και έτσι πρέπει να κάνουμε παράκαμψη από τα στενά που ο κύριος τόσο μισεί.

«Πείτε μου ποιος είναι ο προορισμός σας για να μπορέσω να ακολουθήσω την καλύτερη δυνατή διαδρομή, εφόσον είναι έτσι η κατάσταση με τους κεντρικούς δρόμους».

Μαθαίνω το επτασφράγιστο μυστικό του προορισμού μας και προσπαθώ με τη βοήθεια του πλοηγού, αλλά και έχοντας στο μυαλό μου σε ποιο σημείο βρισκόμαστε και πού θέλουμε να καταλήξουμε, να διαλέξω τη συντομότερη διαδρομή.

«Χμμμ, καλή η ιδέα σας να στρίψετε από δω», λέει μετά από λίγη ώρα με εμφανώς καλύτερη διάθεση. «Γνωρίζετε πάντα πού βρίσκεστε και πού θέλετε να πάτε;»

«Αν δεν το γνώριζα, δεν θα μπορούσα να κάνω αυτή τη δουλειά, είναι προϋπόθεση, δεν νομίζετε;»

«Σας συμβαίνει και στη ζωή σας αυτό;»

«Σε μεγάλο βαθμό, ναι, αν και σε εκείνη την περίπτωση εμπλέκονται συναισθήματα και άλλες παράμετροι. Στους δρόμους το ζήτημα είναι καθαρά πρακτικό, άρα και πιο εύκολο».

«Εγώ, επειδή συνήθως είμαι αυτός που οδηγώ, όταν οδηγεί κάποιος άλλος δύσκολα θα τον εμπιστευτώ. Έχω άποψη για τη διαδρομή, για την ταχύτητα, για τα πάντα».

«Το κατάλαβα, έχω κι εγώ ακριβώς το ίδιο πρόβλημα».

Ο κύριος επιτέλους χαμογελά, έστω και στο τέλος της διαδρομής.

«Τελικά, μια χαρά είναι και τα στενά πού και πού, κάναμε και ωραία κουβέντα. Ευχαριστώ για τη διαδρομή».

«Κι εγώ για την εμπιστοσύνη», είπα, αλλά από μέσα μου έβραζα.