Περί συναινέσεως και άλλων δαιμονίων

P
Πρόδρομος Πύρρος

Περί συναινέσεως και άλλων δαιμονίων

Reality is that which, when you stop believing in it, doesn’t go away. Αυτή η φράση του Φίλιπ Ντικ μού ήρθε σχεδόν αυτόματα στο μυαλό διαβάζοντας πρόσφατα άλλο ένα άρθρο που μιλά για την ανάγκη συναίνεσης των πολιτικών δυνάμεων εν όψει της πρώτης αξιολόγησης του τρίτου Μνημονίου. Το εντυπωσιακό στην όλη υπόθεση είναι πως αυτή η συζήτηση δεν συντηρείται μόνο από την κυβέρνηση και τους υποστηρικτές της, οι οποίοι βαίνουν ραγδαίως μειούμενοι, αλλά και από ανθρώπους που η προσήλωσή τους στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας δεν μπορεί για κανένα λόγο να αμφισβητηθεί.

Η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται από τους θιασώτες αυτής της άποψης είναι περίπου η εξής: η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να κάνει ό,τι είναι αναγκαίο για να μείνει η χώρα στο ευρώ, αλλά για να ψηφιστούν και να εφαρμοστούν τα απαραίτητα μέτρα χρειάζεται η στήριξη της αντιπολίτευσης. Με δεδομένο μάλιστα ότι τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ ψήφιζαν και εφάρμοζαν Μνημόνια μέχρι πρόσφατα, η άρνησή τους να υπερψηφίσουν τα νομοσχέδια που θα έρθουν (;) ως επιστέγασμα του Μνημονίου Τσίπρα μόνο μικροκομματικές σκοπιμότητες υποκρύπτει.

Είναι πραγματικά σπάνιο ένας συλλογισμός να βασίζεται ταυτόχρονα σε τόσο πολλές λανθασμένες παραδοχές.

Η πεποίθηση ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, έχοντας ξεφορτωθεί το αριστερό ρεύμα και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, βρίσκεται πλέον με την πλευρά του «Ναι» στην Ευρώπη δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο εσφαλμένη. Ο πρωθυπουργός και μέρος της κοινοβουλευτικής ομάδας συμβιβάστηκε με την ιδέα της παραμονής στην Ευρωζώνη μόνο όταν συνειδητοποίησε —αμέσως μετά το δημοψήφισμα— τις τρομακτικές συνέπειες που θα είχε για τους ίδιους προσωπικά η ανθρωπιστική κρίση που θα ακολουθούσε την έξοδο από το ευρώ. Το γεγονός ότι τόσο ο ίδιος όσο και συνεργάτες του αναζητούσαν εναγωνίως «εναλλακτικές λύσεις» στη Ρωσία, στις ΗΠΑ, στην Κίνα και στο… Ιράν είναι ενδεικτικό της σημασίας που απέδιδε το υποτιθέμενο φιλοευρωπαϊκό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ στην παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη. Κι αν όσα συνέβησαν τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αρκούντως πειστικά, ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζονται το ζήτημα της πρώτης αξιολόγησης θα έπρεπε να είναι. Η παραμονή στην Ευρώπη δεν ήταν αποτέλεσμα κάποια ιδεολογικής μεταστροφής: ήταν στην καλύτερη των περιπτώσεων ένας τακτικός ελιγμός, μία αναδίπλωση προκειμένου να διατηρηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ την εξουσία.

Αλλά, ακόμη και αν το παραβλέψουμε αυτό και δεχτούμε ότι η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να καταλήξει σε συμφωνία με την Τρόικα, τίποτε δεν διασφαλίζει ότι ο κίνδυνος έχει αποσοβηθεί. Το μόνο βέβαιο είναι ότι η διαπραγμάτευση από πλευράς κυβέρνησης γίνεται για να προστατευτούν κατά το δυνατόν οι ομάδες συμφερόντων που δρουν εντός η πέριξ του δημοσίου και να επωμιστεί όλο το δημοσιονομικό βάρος η ιδιωτική οικονομία διά της αυξήσεως των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών. Μπορεί βεβαίως κάποιος να αντιτείνει ότι το ίδιο συνέβαινε και επί προηγούμενων κυβερνήσεων· ο βαθμός όμως στον οποίο επιχειρείται αυτή τη φορά δεν έχει προηγούμενο.

Η εμπειρία σχεδόν έξι χρόνων Μνημονίων θα έπρεπε να έχει αποσαφηνίσει και ορισμένα άλλα ζητήματα. Η δημοσιονομική προσαρμογή και ακόμη περισσότερο οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι κάτι που επιτυγχάνεται με την ψήφιση ενός Μνημονίου ή μερικών εφαρμοστικών νόμων. Είναι μία δυναμική διαδικασία στην οποία η εκάστοτε πολιτική ηγεσία έρχεται αντιμέτωπη με τις αρτηριοσκληρωτικές δομές μίας πολλαπλώς προβληματικής δημόσιας διοίκησης, τη διαρκή προσπάθεια ακύρωσης νόμων από προσοδοθηρικές ομάδες που θίγονται, και τις αγκυλώσεις της δικαιοσύνης. Η υλοποίηση, συνεπώς, μίας μεταρρύθμισης προϋποθέτει μία κυβέρνηση πεπεισμένη για την ορθότητα όσων καλείται να εφαρμόσει, προϋποθέτει μία κυβέρνηση που έχει την «ιδιοκτησία» (ownership) του προγράμματος.

Η σημερινή κυβέρνηση διαθέτει τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά από αυτά που απαιτούνται. Οι περισσότεροι υπουργοί είναι σαρξ εκ της σαρκός των πλέον αντιδραστικών συντεχνιών και κανείς τους δεν πιστεύει στην ανάγκη υλοποίησης ακόμη και των πλέον στοιχειωδών μεταρρυθμίσεων. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός υποστήριξε από το βήμα της βουλής ότι «δεν πιστεύει στη συμφωνία αλλά πρέπει να την υλοποιήσει». Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης ζητούσε από τη βουλή να ψηφίσει νόμο διαβεβαιώνοντας ότι δεν πρόκειται να τον εφαρμόσει. Ο υπουργός Εργασίας μόλις χθες ανακοίνωνε ότι αναζητείται τρόπος ώστε να διατηρηθεί με κάποια εναλλακτική μορφή το αγγελιόσημο. Αν στην ιδεολογική ακαμψία και τις εξαρτήσεις από τις διάφορες συντεχνίες προσθέσει κανείς και την ανικανότητα των μελών της κυβέρνησης να φέρουν εις πέρας και τις πιο απλές υποθέσεις, εύκολα γίνεται αντιληπτή η πορεία που προδιαγράφεται για τις επιχειρούμενες αλλαγές.

Ενόσω συμβαίνουν όλα αυτά στο μέτωπο της οικονομίας, ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ συστηματικά αποδομούν το κράτος δικαίου με πρωτοφανείς παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, στις ανεξάρτητες αρχές, στα ΜΜΕ και στη δημόσια διοίκηση. Η επιχείρηση άλωσης του κράτους και η χειραγώγηση κάθε θεσμού που δεν είναι υπό τον έλεγχο του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα παράλληλο ζήτημα, ανεξάρτητο από όσα συμβαίνουν στο μέτωπο της οικονομίας.

Ακόμη και αν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση από την παρούσα κυβέρνηση (κάτι για το οποίο ο γράφων έχει σοβαρές αμφιβολίες), η κατάσταση στην οικονομία δεν πρόκειται να εξομαλυνθεί και ο κίνδυνος εξόδου από την Ευρωζώνη θα εξακολουθεί να επικρέμεται. Και, όσο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ενισχύει την εξουσία της σε κάθε βραχίονα του κράτους, τόσο θα αμβλύνονται οι αναστολές που την οδήγησαν στην περσινή αναδίπλωση.

Λύση στο πρόβλημα που δεν θα περιλαμβάνει την πτώση της σημερινής κυβέρνησης δεν υπάρχει.

Το σύνολο της δημοκρατικής αντιπολίτευσης έχει ηθική υποχρέωση να κάνει ό,τι περνά από το χέρι του ώστε να οδηγηθεί η χώρα το ταχύτερο δυνατόν σε εκλογές.