Πικρό γάλα

L
Μαρίνα Γαλανού

Πικρό γάλα

Από τις αρχές του 2012, όταν σιγά-σιγά αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε πως ο εθνικολαϊκισμός και η εθνοκαπηλία άρχισαν να μετουσιώνονται στην εκλογή του ναζιστικού σχηματισμού στο κοινοβούλιο, είδα αρκετές φίλες και φίλους μου να προσπαθούν να διατυπώσουν τι σημαίνει γι’ αυτούς «πατρίδα» και τι «πατριωτισμός», προσπαθώντας να διαχωρίσουν τις έννοιες, να τις αντιπαραβάλουν με τον εθνικισμό των ναζί. «Αγόραζε μόνο ελληνικά», «Στήριξε την πατρίδα σου», «Αγαπάς την πατρίδα σου; Απόδειξέ το», πολλά, πολλά τέτοια είδαμε να διατυπώνονται μέσα στην Κρίση. Οικονομική ανάγκη; Ένας άλλος «πατριωτισμός»; Τι είναι έθνος; τι εθνικισμός; τι πατριωτισμός; Και, τελικά, στα άγια μάρμαρα τούτης της χώρας πιάνει σκουριά;

Η αλήθεια είναι πως πιάσαμε πολλή σκουριά: κακή και μαύρη. Η αλήθεια είναι, ακόμη, πως αυτός ο εθνικολαϊκισμός δεν μας έπεσε ξαφνικά στο κεφάλι, πως τα άγια τούτα μάρμαρα είχαν πολυμαυρίσει από καιρό και οι εργασίες καθαρισμού δεν προβλέπεται να είναι καθόλου εύκολες, αλλά ίσα-ίσα επίπονες και με πολλά φαντάσματα του παρελθόντος να μας κυνηγούν. Φαντάσματα όλων των αποχρώσεων, μη νομίζεις, γιατί τούτο το γάλα που μας τάισαν δεν ήταν αθώο — και ήταν κοινό, το ίδιο: την ίδια θηλή βυζάξαμε.

Ακούγοντας το τραγούδι σου, «Μάνα μου Ελλάς» —που λέει και το τραγούδι—, κάτι, μα κάτι δεν μου αρέσει. Κάτι δεν μου πάει σ’ αυτόν τον σκοπό. Γιατί δεν νιώθω την ανάγκη να αντιπαραβάλω τον «πατριωτισμό» με τον «εθνικισμό». Γιατί διαισθάνομαι, καταλαβαίνω, πως από τους ίδιους αδένες βγαίνει αυτό το γάλα. Και είναι πικρό. Και κουβαλά όλη σου την παθογένεια, την καλά διαμορφωμένη εδώ και καιρό. Γιατί ξέρω πως, όταν μου μιλάς για «πατριωτισμό», έστω και αν τον διαχωρίζεις από τον εθνικισμό, το μενού είναι ήδη δηλητηριασμένο — και όταν βλέπω πολλές μαζεμένες ελληνικές σημαίες, ως σύμβολο που τάχα μας ενώνει, κάτι αρχίζει και δεν μου αρέσει. Γιατί πίσω του στοιχίζονται καλά εδραιωμένα τείχη ημιμάθειας (αν όχι πλήρους αμάθειας ή διαστρέβλωσης), τείχη μιας κουλτούρας πατριαρχίας και κακοποίησης των γυναικών και των διαφορετικών, μιας κουλτούρας ξενοφοβίας, ομοφοβίας, τρανσφοβίας, κάθε είδους μισαλλοδοξίας, προκειμένου να καθαγιαστεί ή αγία «πατρίδα».

Δεν έχω ανάγκη, λοιπόν, να σου πω τι σημαίνει για μένα «πατρίδα». Δεν θα μπω καν στη συζήτηση να σου εξηγήσω αν μπορώ να την ορίσω ως τον πολιτισμό ή τη γλώσσα μου. Δεν είναι ούτε καν αυτά. Δεν νιώθω την ανάγκη να την ορίσω εξαρχής.

Όταν προετοιμαζόμουν, πριν από δυόμισι περίπου χρόνια, να μιλήσω στην αρμόδια επιτροπή του Κοινοβουλίου αναφορικά με τον αντιρατσιστικό νόμο και την ανάγκη συμπερίληψης των τρανς ανθρώπων σ’ αυτόν, ένας φίλος που εκτιμώ μού πρότεινε να χρησιμοποιήσω το επιχείρημα πως «δεν πρέπει να αφήσουμε την πατρίδα μας πίσω από τις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις στα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά να προχωρήσουμε εμπεδώνοντας τις αρχές αυτές». Ακολούθησα τη συμβουλή του. Και η αλήθεια είναι ότι βουλευτές που μίλησαν μετά από μένα επικρότησαν το επιχείρημα — πέρασε. Όμως, όταν έλεγα αυτά τα λόγια, η καρδιά μου ήταν κάπως σφιγμένη, ήταν μοιρασμένη ανάμεσα στις λέξεις. Έλεγα «πατρίδα», και εμφανίζονταν μπροστά μου σαν έκλαμψη όλα όσα με έκαναν και με κάνουν να υποφέρω. Σαν φλας ήρθε κι έκατσε επάνω μου όλη αυτή η μαύρη εικόνα, η γεύση στο στόμα απ’ αυτό το πικρό γάλα.

Όχι, δεν έχω καμία ανάγκη, λοιπόν. Δεν έχω καμία ανάγκη να σε πείσω χρησιμοποιώντας επιχειρήματα που μπορεί να απευθύνονται στο όποιο θυμικό σου και στην όποια συνείδησή σου, που άλλωστε ποτέ δεν ήταν κοινή. Προτιμώ τον ορθολογισμό.

Γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα ορίζονται από οικουμενικές αξίες, και η εμπέδωσή τους είναι υποχρέωση απέναντι σ’ αυτές. Γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα ορίζονται από την ανθρώπινη αυταξία και όχι από την όποια συλλογική συνείδηση, που ποτέ δεν ήταν μονοδιάστατη.

[ Φωτογραφία: σκηνή από την ταινία «Milk of sorrow» ].