Πληγές και κόκκινα χείλη

L
Νίκος Δασκαλάκης

Πληγές και κόκκινα χείλη

Σήμερα, αποκαταστάθηκε η κεντρική είσοδος της πολυκατοικίας, τα ραγισμένα από τους βανδαλισμούς τζάμια αντικαταστάθηκαν με καινούρια, τα σπασμένα μαρμάρινα σκαλοπάτια απέκτησαν ξανά τις χαμένες τους γωνίες, το χρώμα κάλυψε ξανά την επιφάνεια της πόρτας και εξαφάνισε τα ακατάληπτα συνθήματα του tagging. Ένα σημάδι μόνο παρέμεινε στη θέση του, μια κόκκινη πινελιά πάνω σε ένα κομμάτι τζάμι, σαν κραγιόν από κόκκινα χείλη πάνω σε καλοσιδερωμένο γιακά πουκαμίσου που προδίδει μια υποψία πάθους, όχι όμως ερωτικού αλλά εκδικητικού.

Η πολυκατοικία του γραφείου είναι στα Εξάρχεια, οι πληγές της εισόδου της δεν προέκυψαν στα ξαφνικά, ούτε όλες μαζί, αλλά σιγά-σιγά. Πρώτα ήταν μια πετριά πάνω στο τζάμι της εισόδου, μετά μια δεύτερη, ύστερα μια τρίτη. Το τζάμι άντεξε, ράγισε αλλά δεν έσπασε, έμεινε όμως έτσι για χρόνια, σαν ανθρώπινη πλάτη χαραγμένη από πολλαπλές καμτσικιές μίσους. Οι γωνιές των σκαλοπατιών πάλι έπεσαν θύματα του μαντρακά και της βαριοπούλας, το ακρωτηριασμένο μάρμαρο έγινε πολεμοφόδιο σε χέρια εκσφενδονιστών, όγκος βαρύς — δυνάμει ανθρωποκτόνος. Αφίσες και σπρέι κάλυψαν σχεδόν κάθε διαθέσιμη επιφάνεια της πρόσοψης, εξαφάνισαν κάθε αρμονία και σχεδιασμό, σταδιακά σχηματίστηκε η εικόνα ενός ακαλαίσθητου πολτού, μιας μουτζούρας, μιας καθημερινής ασχήμιας που ταλαιπωρούσε τα μάτια, το μυαλό και τη μνήμη σαν πληγή χαίνουσα.

Η πληγή έκλεισε, γιατρεύτηκε, τουλάχιστον προς το παρόν.

Θέλω να τη φωτογραφίσω για να τη θυμάμαι έτσι όπως είναι τώρα, πριν ανοίξει ξανά, πριν κακοφορμίσει από το μίσος και την ασχήμια των βασανιστών της. Πρόκειται για τους ίδιους βασανιστές που άνοιξαν, για πρώτη φορά, πληγές στους σταθμούς του αθηναϊκού μετρό. Για εμένα, το μετρό της Αθήνας είναι μια υπόγεια —μια άλλη— πόλη, ένας κρυφός κόσμος κάτω από τη μύτη μας που δεν επηρεάζεται από τα βάσανα του πάνω κόσμου, που είναι πάντα καθαρό, ασφαλές και ήσυχο, ένα καταφύγιο με κλασική μουσική και λευκό πλακάκι μπάνιου, ίσως λιγάκι βαρετό αλλά ταυτόχρονα ξεκούραστο για μάτια και αυτιά κουρασμένα από το μπερδεμένο ηχόχρωμα της πόλης. Τώρα, όμως, οι δύο κόσμοι συναντήθηκαν, σαν τον Κολόμβο με τους Ινδιάνους, που οι πληγές τους δεν έκλεισαν ποτέ.

Η πόλη είναι γεμάτη πληγές, μικρές σαν ραγισμένη τζαμαρία, μεγάλες σαν το πυρπολημένο κουφάρι του «Αττικόν». Το μοναδικό αιωνόβιο σινεμά της πόλης, το σπίτι της κινηματογραφικής μας μνήμης, στέκει καπνισμένο για χρόνια τώρα, περιμένοντας τη γραφειοκρατία να κάνει το θαύμα της και να το γιατρέψει, να το επαναφέρει από το κώμα και πάλι στη ζωή, στα φεστιβάλ του, στους ανθρώπους που το αγαπούν. Τα νέα είναι καλά, σε μερικούς μήνες ίσως το δούμε να επανέρχεται στην αρχική του όψη, να γεμίζει και πάλι με φωνές, μυρωδιές, τέχνη και ομορφιά.

Η καταστροφή, όμως, μπορεί να επιστρέψει ξανά, ανά πάσα στιγμή, να κάψει, να σπάσει, ακόμα και να θάψει ανθρώπινες ζωές κάτω από τα ερείπια των εμμονών της. Ύστερα, θα αφήσει πίσω της κάτι, ένα σουβενίρ στη θέση τής άλλοτε πραγματικής αστικής ζωής: θα είναι, ίσως, ένα σύνθημα, ένας μύθος, ένα ψέμα — ή ένα σημάδι από κόκκινα χείλη.