Πληγή

L
Σταύρος Ασθενίδης

Πληγή

Κάτσε λίγο να χαμηλώσω τη φωτιά, θα πάρει την ώρα του να σιγοβράσει το φαγητό, να σου φτιάξω έναν καφέ; καλά έκανες και πέρασες, να κάτσω κι εγώ λίγο, να πούμε δυο κουβέντες, δεν περνάει η ώρα σαν είσαι μόνος σου, παλιότερα —το ξέρεις— σε ένα σπίτι ζούσαν όλοι, μόνος δεν έμενες, τώρα ο καθένας πάει στο δικό του, νά, έτσι εδωνά ήταν όλοι μαζί, παππούδες, γιαγιάδες, μεγάλοι, παιδιά, ζωντανά, όλοι μαζί μεγαλώνανε — και πως μεγαλώνανε τότε, δύσκολες εποχές, δύσκολοι άνθρωποι — άκου μια ιστορία, ο πατέρας σου παιδί, θα ’ταν δε θα ’ταν οχτώ χρονώ, είχανε μείνει στο σπίτι τα παιδιά με τη γιαγιά, οι άλλοι όλοι ήταν στα καπνά ή στα ζώα, και είχε μείνει πίσω η γιαγιά, να μαγειρέψει, να σιάξει το σπίτι, να βρούνε φαγητό και κρεβάτι σα γυρίσουν οι άλλοι από τα χωράφια, δουλειές πολλές βλέπεις, τελειωμό δεν είχαν, και κάπου τα παιδιά πεινάσανε, μωρά ήταν και πήραν να γκρινιάζουν και να μην την αφήνουν σε ησυχία, πάει λοιπόν ο πατέρας σου να της ζητήσει κάτι —«Εκμέκ, γιαγιά»—, η γιαγιά βλέπεις ελληνικά δε μιλούσε, μόνο τούρκικα, μέσα στα νεύρα της του πετάει το μαχαίρι που κρατούσε, πάει αυτό και τόνε παίρνει λίγο στο πόδι, νά τα αίματα, νά τα κλάματα ο πατέρας σου, νά τα κλάματα τα μωρά, νά τα κλάματα κι η γιαγιά, «Γιαβρίμ, κουζούμ, οζούρ ντιλερίμ γιαβρίμ», ε, να μη σ’ τα λέω, αφού με τα πολλά σταμάτησε το αίμα, σταμάτησαν και τα παιδιά να κλαίνε, έβαλε την τηγάνα πάνω στη φωτιά η γιαγιά, ζέστανε το βούτυρο, έριξε λίγο-λίγο το σιμιγδάλι και το χρύσισε, και σαν πήρε και μύρισε το σπίτι από το καβούρδισμα, του έριξε γάλα ζεστό με ζάχαρη που είχε από δίπλα στην τσανάκα, το γύρισε αρκετές φορές με την κουτάλα πάνω στη χαμηλή φωτιά, κι όταν είδε ότι έγινε, τράβηξε την τηγάνα από την φωτιά, τη σκέπασε με μια πετσέτα να κρυώσει για λίγο, πασπάλισε κανέλα και τριμμένο φιστίκι να μυρίσει το σπίτι σαν την παλιά πατρίδα, κι έβαλε στα παιδιά να φάνε. Ξεχάσανε την πείνα τους, ξεχάσανε τα κλάματα, ξέχασε κι ο πατέρας σου τα αίματα, μόνο η πληγή τού έμεινε σημάδι, σ’ την έδειξε ποτέ; Δύσκολες εποχές, δύσκολοι άνθρωποι. Τις είχαν κουβαλήσει από μακριά τις πληγές τους.