Ποια είναι η ερώτηση;

P
Ειρήνη Αγαπηδάκη

Ποια είναι η ερώτηση;

Φημολογείται ότι, λίγο πριν πεθάνει, η Γερτρούδη Στάιν ρώτησε αυτούς που βρισκόταν κοντά της: «Ποια είναι η απάντηση;» Κάποιος υποτίθεται πως απάντησε, «Μα δεν ξέρουμε την ερώτηση, πώς να γνωρίζουμε την απάντηση;» — οπότε εκείνη αποκρίθηκε, «Έστω. Τότε ποια είναι η ερώτηση;» Σε αυτές τις γραμμές συνοψίζεται η σύγχυση στην οποία έχουμε περιπέσει. Βρεθήκαμε το καλοκαίρι να παίρνουμε θέση σε ένα δημοψήφισμα στο ερώτημα του οποίου ο καθένας έδινε και τη δική του εκδοχή της ερμηνείας, παρόλο που τελικώς διαμορφώθηκαν δύο βασικές: η μία αφορούσε την παραμονή ή όχι της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η άλλη την επιβολή ή όχι νέων φόρων και μέτρων. Αν προσπαθήσουμε να συναγάγουμε την ερώτηση από την απάντηση, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι η χώρα παρέμεινε στην Ευρωπαϊκή Ένωση — και ότι επιβλήθηκαν νέοι φόροι. Ποια ήταν λοιπόν η ερώτηση; Πώς επανέρχεται το ίδιο ερώτημα μερικούς μήνες μετά;

Λαμβάνοντας σαν νέο δεδομένο αυτό που διατρέχει οριζόντια την προεκλογική και μετεκλογική στάση του ΣΥΡΙΖΑ —τον εμπαιγμό, την κοροϊδία, την άκρατη υποτίμηση των πολιτών—, ας επιστρέψουμε τώρα στο ερώτημα. Με βάση αυτά τα στοιχεία, λοιπόν, η ερώτηση διαμορφώνεται περίπου ως εξής: «Θα αντέξετε περαιτέρω εξευτελισμό, υποτίμηση, εμπαιγμό;» Αν προσεγγίσουμε το ζήτημα επιχειρώντας μια ψυχαναλυτική ανάγνωση, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν δύο κυρίαρχες τάσεις. Από τη μια, η μερίδα των πολιτών που απαντά ΝΑΙ, ο κύριος εκφραστής της πραγματικότητας, εκείνοι που σέβονται τους κανόνες της αστικής δημοκρατίας και «αντέχουν» τον εμπαιγμό χωρίς να υποτάσσονται σε αυτόν, όντας συμφιλιωμένοι με τη ματαίωση και την απογοήτευση. Ωστόσο, αυτό δεν καταργεί την προσήλωσή τους στις αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος. Έτσι, «αντέχουν» μεν, αλλά δεν δικαιολογούν τον εμπαιγμό, εξ ου και αντιδρούν χρησιμοποιώντας το βασικό μέσο που παρέχει η αστική δημοκρατία: τον λόγο, την πολιτική αντιπαράθεση. Από την άλλη, υπάρχουν βέβαια και οι πολίτες που απαντούν ΟΧΙ και ξεχύνονται στις πλατείες, στους δρόμους και όπου αλλού μπορούν να διατρανώσουν την αντίδρασή τους, απειλώντας, προπηλακίζοντας και ασκώντας βία, αρνούμενοι να εισέλθουν στην προβληματική της πραγματικότητας που υπαγορεύει ότι η χώρα βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού με μια κυβέρνηση που αδυνατεί να χειριστεί τις στοιχειώδεις απαιτήσεις που προβάλλει η συγκυρία. Αυτό που κυρίως τους απασχολεί είναι να απαντήσουν, επιτέλους, ΟΧΙ στην κοροϊδία.

Πολύ πολωτικό για να είναι αληθινό; Πιθανώς. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο εμπαιγμός δεν είναι πια ανεκτός από κανέναν. Ακόμη χειρότερα, παράλληλα με αυτές τις απαντήσεις, αναδύεται σιγά-σιγά και μια τρίτη, μία τάση που θεωρεί πως το ερώτημα δεν έχει σημασία, ότι η χώρα είναι κατεστραμμένη και ότι θα πρέπει να σταματήσουμε να επιδιώκουμε την αναστολή της κατάρρευσης και να την αφήσουμε επιτέλους να καταλήξει.

Αν ο συλλογισμός μου ευσταθεί, οι πολίτες ξέρουν τι δεν θέλουν, χωρίς ωστόσο να μπορούν να διαμορφώσουν το ερώτημα. Και σωστά. Το ερώτημα το θέτει πάντα η πολιτική ηγεσία. Αυτή ακριβώς η ευκαιρία δεν θα πρέπει να μείνει ανεκμετάλλευτη. Είναι επιτακτική ανάγκη ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως επικεφαλής του κύριου ευρωπαϊστικού πόλου, να εξαντλήσει κάθε περιθώριο προκειμένου να μην επικρατήσει η τάση «ας αφεθούμε να καταστραφούμε». (Σημείωση: όσο απρόσμενη ήταν η εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ, άλλο τόσο απίθανο είναι να έχει πάθει μετάλλαξη το σύνολο πολιτικό σύστημα και να προσπαθήσει να εξυπηρετήσει κάτι άλλο από το προσωπικό του συμφέρον. Όμως, ακριβώς επειδή ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν outsider, δείχνει τον δρόμο. Το ρίσκο που ανέλαβε εκτιμήθηκε από τους ψηφοφόρους του κόμματός του, και όχι μόνο, φανερώνοντας μια προσδοκία για αλλαγή σελίδας και στο πολιτικό σκηνικό).

Είναι ίσως η πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική μας ιστορία που οι πολίτες είναι πιο μπροστά από την κυρίαρχη τάση του πολιτικού συστήματος. Ουσιαστικά, οι πολίτες με τη στάση τους, όποια κι αν είναι αυτή, αναγκάζουν το πολιτικό σύστημα να μετατοπιστεί, να αλλάξει θέση και να δει τα πράγματα από μια άλλη σκοπιά. Φαίνεται ότι, ακριβώς γι’ αυτό, το παιχνίδι από εδώ και πέρα θα «παιχτεί» με όρους γνησιότητας και αλήθειας.

[ Εικονογράφηση: Edvard Munch, Απόγευμα στην οδό Karl Johan (1892) ].