Πραγματολογικός έλεγχος

C
Γιάννης Κοτσιφός

Πραγματολογικός έλεγχος

ΚΑΡΤΑ ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ.—Διαβάζω το καινούργιο μυθιστόρημα του Δημήτρη Μίγγα, «Έρως ανίατος» (εκδόσεις «Μεταίχμιο»), προετοιμαζόμενος για τη συνομιλία με τον συγγραφέα στην εκπομπή της Τρίτης 10/11 (το θέμα αγγίζει τον πυρήνα του προβληματισμού που οι τακτικοί ακροατές γνωρίζουν καλά: πόσο κυριαρχικά μπορεί να επιβάλλεται η γραφή στην πραγματικότητα), και, λίγο παιγνιωδώς, λίγο σοβαρά, σκέφτομαι ότι ένα πραγματολογικό στοιχείο που τεκμηριώνει την ελληνική ταυτότητα του βιβλίου είναι το ότι στην πόλη-περιβάλλον της ιστορίας, τη Θεσσαλονίκη, οι ήρωες καπνίζουν στα μπαρ, στα καφέ, στα εστιατόρια — καπνίζουν οπουδήποτε… Στοιχεία που εκατοντάδες συγγραφείς και επιμελητές εκδόσεων αναγκάστηκαν τα τελευταία δέκα-είκοσι χρόνια να ενσωματώσουν λειτουργικά σε σκηνές, ατάκες που μπήκαν στο στόμα ηρώων, σκληρών, μαλθακών, αντρών, γυναικών, για να τους οδηγήσουν (μαζί με την πλοκή) σε εξωτερικό χώρο για να καπνίσουν, κι άλλες που επινοήθηκαν για να αποτυπώσουν την ένταση της στέρησης σε μια κρίσιμη στιγμή που δεν διαδραματίζεται στον καθαρό, παγωμένο ή ζεστό αέρα, είναι ανεκμετάλλευτο υλικό για την εντόπια πεζογραφία. Τυπικά, ένας καλός επιμελητής, αν έπεφτε πάνω σε σκηνή που ο ήρωας «βγαίνει για να καπνίσει», θα την άλλαζε ως μη αληθοφανή. Η αληθοφάνεια, βεβαίως, είναι εξαιρετικά σχετική έννοια. Ας υποθέσουμε τη σκηνή: Νοέμβριος μήνας στην Ουκρανία, δέκα η ώρα το βράδυ, θερμοκρασία κοντά στο μηδέν, σε ένα δωμάτιο τρεις άντρες και μια γυναίκα κοιτούν έναν φορητό υπολογιστή βίντεο, στην οθόνη εικόνες από αυτοσχέδια νοσοκομεία, εν ψυχρώ δολοφονίες από ελεύθερους σκοπευτές, στην οθόνη εικόνες που δεν έφτασαν στα ΜΜΕ από τις ημέρες της Πλατείας Μεϊντάν, στην οθόνη όσα έγιναν στα σημεία που πέρασαν ένα προς ένα τα τέσσερα πρόσωπα μέσα στη μέρα, και κει που είχαν δει τις τρύπες από σφαίρες σε κολόνες βλέπουν τώρα, στην οθόνη, τα σώματα που οι σφαίρες διαπέρασαν να πέφτουν, κοιτούν και οι τέσσερις, οι τρεις υποδεικνύουν στον τέταρτο στοιχεία, όπως το έκαναν από το μεσημέρι στους δρόμους του Κιέβου, περπατούσαν κι έπιναν διαδοχικά energy drinks με αλκοόλ, και τώρα μες στο σκοτεινό μικρό δωμάτιο πίνουν γεωργιανό κρασί, και είναι ο αέρας φορτωμένος ένταση και φρίκη και κούραση, και ο ένας τους —ο Σάσα, ας τον πούμε— τραβάει από το σακάκι του στην πλάτη της καρέκλας το πακέτο με τα τσιγάρα και ήσυχα σηκώνεται και βγαίνει στο μπαλκόνι να καπνίσει, ο Σάσα με το ακόμη ερεθισμένο κόκκινο σημάδι στο ζυγωματικό από τη σφαίρα που είχε περάσει «όχι και τόσο ξώφαλτσα» κάτω από το αριστερό του μάτι, στα επεισόδια έξω από το στάδιο της Ντιναμό Κιέβου. Έχω ακόμη τη φωτογραφία από κείνο το βράδυ στο Κίεβο, με τον Σάσα να μου φοράει ένα αυτοσχέδιο θώρακα, «για να δεις πώς είναι — δεν κάνει κάτι για τις σφαίρες, αλλά προστατεύει λίγο από τα κλομπς», μου εξήγησε χαμογελαστός, και ύστερα βγήκαμε μαζί στο μπαλκόνι για να καπνίσει.