Προς τα πού έφυγε ο Κάτος

C
Γιάννης Κοτσιφός

Προς τα πού έφυγε ο Κάτος

ΚΑΡΤΑ ΕΠΙΒΙΒΑΣΗΣ.—Κάθε χρόνο, στο προοίμιο ας πούμε του καλοκαιριού (συνεπώς, γιατί και τώρα;), θυμάμαι μιαν απειλητικά ζεστή βραδιά στα τραπεζάκια του Ντε Φάκτο, στην Παύλου Μελά, με τον Γιώργο Κάτο και την τακτική τότε παρέα αποδεκατισμένη, ενόψει εξεταστικής περιόδου, όμως εμείς ήμασταν έξω, πέντε ή έξι, και εκτεινόταν εκείνο το βράδυ ριψοκίνδυνα, γιατί, αν και κανείς πλην του Κάτου δεν έπινε (κανείς, κανείς μας δεν έπινε στην πράξη τότε, ήταν περίπου αχρείαστο άλλωστε, όλη μέρα τριγυρνούσαμε σαν μεθυσμένοι από αδημονία να ξετυλίξουμε ένα ακόμα ρολό φωτοσύνθεσης και να διαβάσουμε τα στοιχειοθετημένα ποιήματα σε κάποιον, σε κάποια), είχαμε όλοι παρασυρθεί σε μια βακχεία ατελέσφορη χάρη στις διηγήσεις του, που άλλοτε φωναχτά κι άλλοτε ψιθυριστά διέτρεχαν διαδοχικά πεδία λαγνείας απερίφραστης και λογοτεχνικής μικροϊστορίας, ολοένα πιο ασυγκράτητα, τόσο που πια κανείς μας δεν μπορούσε να διακρίνει πόσο θ’ άντεχε ο καθένας μας δίχως να παρεκτραπεί, ώσπου είπε έξαφνα ήρεμα, πολύ ήρεμα, ο Κάτος: «Δρόσισε…» και σηκώθηκε με μια ελαφράδα ολωσδιόλου απροσδόκητη, μαζί του, πίσω του, κι εμείς, λυτρωμένοι, κι έφτασα στο σπίτι μου ίσα-ίσα τρεις ώρες πριν από την καθορισμένη πρωινή εξέταση για τον Ρομαντισμό και την Αθηναϊκή Σχολή, και όταν κατόπιν κάθισα, την τελευταία στιγμή, στο έδρανο, μ’ έπιασε ζάλη ακατάσχετη, σκοτάδι κάλυψε τα μάτια μου κι εντός του εναλλάσσονταν με αβάσταχτες λάμψεις εικόνες από τα ανατριχιασμένα μπράτσα της Σ. Π., όταν ακούστηκε εκείνο το «Δρόσισε», και από τα πυρετικά μάτια του Γ. Δ ., και τις μηχανικές κινήσεις της Τ. Κ. πριν απ’ το γέλιο, σαν να ήθελε να το καλύψει με το χέρι κι ύστερα μετάνιωνε, και ατέλειωτα μέτρα από διορθωμένα δοκίμια, και κράτησε όλο αυτό δέκα λεπτά τουλάχιστον, κι ύστερα, όπως γλιστράς απ’ τη σωστή πλευρά μιας σκάλας, εκεί όπου κάτι έχει για να κρατηθείς, κοίταξα τις φωτοτυπημένες σελίδες και απάντησα συνοπτικά στις ερωτήσεις, δίχως τις παρεκβάσεις και τις παρενθέσεις που από τότε συνήθιζα, βγήκα από το αμφιθέατρο με βήμα αβέβαιο και πήρε η μέρα τον έλεγχο. Περνώντας σήμερα (όπως σχεδόν κάθε μέρα) μπροστά από το Ντε Φάκτο, είχα ήδη ανακαλέσει την ιστορία αυτή, μα συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι στη νοερή αναπαραγωγή της σκηνής, σταθερά, το πεζοδρόμιο της Παύλου Μελά είναι κατά πολύ φαρδύτερο και ο προσανατολισμός της ανάποδος, σαν να αναπαρίστανται όλ’ αυτά σε κάποιο κάτοπτρο, κι έτσι δεν ξέρω προς τα πού ακριβώς έφυγε ο Κάτος.