Προσωπικές μνήμες, θεσμική αμνησία

L
Μιχάλης Μούτσελος

Προσωπικές μνήμες, θεσμική αμνησία

Καθώς η μυρωδιά του καμένου υποχωρεί στην ανατολική Αττική, αρχίζει να μας ζώνει η υποψία ότι κι αυτό, ακόμη κι αυτό, θα ξεχαστεί. Δεν εννοώ ότι θα ξεχαστούν οι νεκροί ή θα σταματήσει η αναζήτηση ευθυνών. Τα βίντεο, οι εικόνες, οι μαρτυρίες θα αποθηκευθούν ως θλιβερά ενθύμια. Η πολιτική αντιπαράθεση και η ανάγκη για καθαρτικές τιμωρίες θα τακτοποιήσουν κάποιες ευθύνες. Όμως η μνήμη του κατεπείγοντος θα ξεχαστεί. Μαζί της θα υποχωρήσει το αίτημα για να αλλάξει κάτι μακροπρόθεσμα. Η θέληση να μάθουμε από αυτό που συνέβη θα μετριασθεί. Γνωρίζουμε καλά, άλλωστε, τους επαναλαμβανόμενους κύκλους θυμού και απάθειας στην Ελλάδα: Σάμινα, Ηλεία, Μάνδρα.

Ακόμη και η έκρηξη αλληλεγγύης από απλούς πολίτες, στην οποία τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και τα ΜΜΕ σωστά εντόπισαν ένα στοιχείο συλλογικού αναστοχασμού, στην πραγματικότητα δεν εξασφαλίζει μνήμες σε βάθος χρόνου. Η ζωή προχωρά, οι απλοί πολίτες συνεχίζουν την καθημερινότητά τους, ίσως λίγο πιο προσεχτικοί στο επόμενο ψήσιμο με φίλους, στην επόμενη οξυγονοκόλληση, ίσως και όχι. Γι’ αυτό ακριβώς αναθέτουμε τη διατήρηση της μνήμης στους θεσμούς μας. Τα δικαστήρια που θα εντοπίσουν την ευθύνη με βάση τη νομοθεσία, την πολεοδομία που θα αποσυμφορήσει τους δρόμους και τα δάση από τα αυθαίρετα, την αστυνομία, την πυροσβεστική και τις τοπικές Αρχές που θα θυμηθούν να ενημερώσουν τους πολίτες και να καταρτίσουν σχέδιο άμεσης εκκένωσης. Αυτή η θεσμική μνήμη, το σχέδιο δράσης στα κιτάπια, το πλέγμα κανόνων και κινήτρων να προληφθούν οι καταστροφές προτού συμβούν, αποσυμφορεί την προσωπική μνήμη και τελικά τροφοδοτεί τη συλλογική.

Με απλά λόγια, θα έπρεπε μετά από τέτοιες καταστροφές να διαχειριζόμαστε φωτιές όπως οι Γιαπωνέζοι διαχειρίζονται τους σεισμούς ή οι Καναδοί τις χιονοθύελλες. Φυσικά, όλοι ξέρουν ότι στην ημετέρα Εσπερία οι θεσμοί δεν λειτουργούν όπως πρέπει, δεν χτίζουν πάνω σε όσα έχουν μάθει στο παρελθόν, δεν θυμούνται και, εφευρίσκοντας κάθε φορά τον τροχό, δεν προσαρμόζονται. Στην πραγματικότητα, οι δασοκόμοι, πολεοδόμοι, δημοτικοί υπάλληλοι και πυροσβέστες στην Ελλάδα έχουν πολύ περισσότερα κίνητρα να καλλιεργήσουν, όχι υπηρεσιακή μνήμη, αλλά υπηρεσιακή αμνησία. Ο θύτης, όπως αναγνωρίζουν οι περισσότεροι, είναι η πολιτική και οι πολιτικοί: όσοι στελεχώνουν τις υπηρεσίες επιβραβεύονται για την πελατειακή αφοσίωση και την ικανότητα στην προσοδοθηρία, παρά για το πόσο καλά κάνουν τη δουλειά τους.

Το πρόβλημα όμως είναι πιο περίπλοκο από την παραπάνω κοινότοπη διαπίστωση. Διότι όλος ο δυτικός κόσμος αντιμετωπίζει προβλήματα αποδυναμωμένης θεσμικής μνήμης. Οι συχνές εκλογές εναλλάσσουν πολύ γρήγορα τους επικεφαλής των υπηρεσιών. Όσοι παραμένουν στα πόστα τους για μεγάλο διάστημα έχουν να κάνουν με ταχύτατες τεχνολογικές αλλαγές, μηδενικά εργασιακά κίνητρα και έναν ιδιωτικό τομέα που εξελίσσεται χωρίς αυτούς. Αυτό που περιγράφω δεν είναι μια αφηρημένη κοινωνιολογική τάση, όπως πολύ καλά γνωρίζουν οι συγγενείς των αγνοουμένων. «Ποιος είναι υπεύθυνος για τις λίστες;» είναι μια ερώτηση που δεν έχει απαντηθεί επαρκώς, ενώ γράφεται αυτό το κείμενο. Υπάρχει κάποιος που θυμάται ποια υπηρεσία ανέλαβε την εύθυνη την τελευταία φορά που υπήρχαν αγνοούμενοι πυρκαγιάς; Όποιος κι αν είναι, δεν κλήθηκε στην πρώτη γραμμή.

Πώς μπορούμε να λύσουμε το πρόβλημα της θεσμικής μας αμνησίας; Πώς μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι σε καλές και κακές στιγμές, για τα μεγάλα και τα μικρά, υπάρχουν δημόσιοι λειτουργοί που μαθαίνουν, εφαρμόζουν πιστά και, περιστασιακά, επικαιροποιούν τα επιχειρησιακά τους εγχειρίδια; Ναι, η καταπολέμηση της κομματικοκρατίας και η εφαρμογή κινήτρων και ποινών, ο έλεγχος των υπηρεσιακών και πολιτικών υπευθύνων, είναι εύλογες προτάσεις για να έχουν οι δημόσιοι λειτουργοί μας το μυαλό ακονισμένο και τη θεσμική μνήμη σε εγρήγορση. Όμως αρκούν εκσυγχρονιστικά μαστορέματα για να εμπεδωθούν οι καλές πρακτικές;

Νομίζω ότι πρέπει να επανεξετάσουμε την ιδέα του υπηρεσιακού ηθικού στις δημόσιες υπηρεσίες μας, αυτού που οι Γάλλοι ονομάζουν esprit de corps, και δεν έχει ακριβή μετάφραση στα ελληνικά. Πρόκειται, συνοπτικά, για το αίσθημα της υπερηφάνειας και αποστολής που διέπει τους λειτουργούς σε έναν υγιή δημόσιο οργανισμό. Αυτό κάνει πυροσβέστες, υπεύθυνους πολιτικής προστασίας και δημοτικούς υπαλλήλους να σέβονται και να μαθαίνουν από εκείνους που κατείχαν τα πόστα πριν από αυτούς και να μεταλαμπαδεύουν τις μνήμες τους στους νεότερους. Το esprit de corps, όταν δεν είναι πλήρως καταρρακωμένο όπως στην Ελλάδα, προστατεύει τους θεσμούς από όσους τους επιβουλεύονται: την εκάστοτε κυβέρνηση, τους τοπικούς πολιτευτές, τους εραστές της μικροαυθαιρεσίας. Υπηρεσιακό, συλλογικό ηθικό στις δημόσιες υπηρεσίες σημαίνει ότι κάθε ερασιτεχνισμός, αλλά και κάθε προσπάθεια να πληγεί το λειτούργημα ενός υπαλλήλου προσβάλλει αυτόματα όλοκληρη την υπηρεσία.

Το esprit de corps των δημόσιων λειτουργών μας είναι μια ιδέα μάλλον παλιομοδίτικη. Βάλλεται μάλιστα με σφοδρότητα από διάφορες πλευρές. Από «επενδυτές» μικρής και μεγάλης κλίμακας που δεν επιθυμούν κολαούζο. Από πολιτικούς που αντιμετωπίζουν δημόσια πόστα ως εστίες δημοσιοϋπαλληλικού βολέματος. Κι ακόμη, από «προοδευτικούς» λάτρεις της κοινωνίας των πολιτών που ισχυρίζονται ότι οι υπηρεσιακές ιεραρχίες και η στιβαρή δημόσια διοίκηση είναι αντιδραστικά πράγματα.

Στην πραγματικότητα, χρειαζόμαστε στιβαρούς δημόσιους λειτουργούς με αξιοπρέπεια, γερά αντανακλαστικά και πολλή θεσμική μνήμη. Χωρίς αυτούς δεν αρκεί ο τεχνοκρατικός μεταρρυθμισμός που γρήγορα ατόνει, ή η Ευρώπη που με κάποιον τρόπο θα μας κάνει κράτος παρά τη θέλησή μας ή, έστω, το ελληνικό φιλότιμο. Πώς θα αποκτήσουμε λειτουργούς με ακμαίο υπηρεσιακό ηθικό, πλούσια θεσμική μνήμη και αίσθημα της συλλογικής τους αποστολής; Δεν είμαι βέβαιος. Αλλά είμαι βέβαιος ότι τους χρειαζόμαστε. Διαφορετικά, κάθε φορά που βρίσκει ένα κακό τη μικρή ελληνική μας κοινότητα, είμαστε καταδικασμένοι να εφευρίσκουμε τον υπηρεσιακό τροχό και να περιμένουμε, μάταια, κάποιον να θυμηθεί να αναλάβει την ευθύνη.