Ψάχνοντας στα ερείπια

C
Έλενα Χουσνή

Ψάχνοντας στα ερείπια

Το πρώτο μέρος της τριλογίας με τον τίτλο GERMANIA που ουσιαστικά αποτελεί και το πρώτο βιβλίο του Harald Gilbers, του έδωσε το βραβείο Friedrich Glauser και τον καθιέρωσε μεταξύ των πολύ γνωστών συγγραφέων της σύγχρονης γερμανικής λογοτεχνικής σκηνής. Η ιστορία εκτυλίσσεται από τον Μάιο έως τον Ιούνιο του 1944 στο, βομβαρδισμένο και πνέοντα τα λοίσθια της παρελθούσας δόξας του, Βερολίνο. Εκεί που λίγο καιρό πριν οι παρελάσεις νίκης και τα μεγαλεπήβολα ή μεγαλομανή αρχιτεκτονικά σχέδια του Σπέερ σχεδίαζαν ένα μέλλον διαφορετικό από το παρόν μιας πόλης κατεστραμμένης πια και παραδομένης στον καπνό και τα συντρίμμια.

Ο Ρίχαρντ Οπενχάιμερ, πρώην επιθεωρητής της δίωξης κοινού εγκλήματος, είναι σε διαθεσιμότητα, λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, και έχει ήδη διασωθεί χάρη στον «μεικτό γάμο» του με μια «καθαρόαιμη» Γερμανίδα, τη Λίζα. Ωστόσο, θα ανακληθεί στην ενεργό δράση για να βοηθήσει έναν φιλόδοξο Γερμανό λοχαγό των Ες Ες στην εξιχνίαση μιας σειράς φόνων. Τα θύματα είναι γυναίκες ελαφρών ηθών που με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους συνδέονται με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Έχουν θανατωθεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο και έχουν αφεθεί κοντά σε μνημεία πεσόντων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Όσο η υπόθεση εξελίσσεται κι όσο το ένα μετά το άλλο τα θύματα αποκαλύπτουν στοιχεία για τον θύτη, ο Οπενχάιμερ βιώνει ένα διπλό δράμα. Την αγωνία για την εξιχνίαση της υπόθεσης αλλά κυρίως τον φόβο για τη μοίρα του όταν όλα θα έχουν τελειώσει και η ειδική μεταχείριση που βιώνει, παρότι Εβραίος, θα λήξει. Όταν το κίτρινο άστρο θα πρέπει να ξαναραφτεί στο πέτο και να θάψει τα πρόσκαιρα προνόμιά του… και ίσως να θαφτεί και ο ίδιος.

Το τελετουργικό των φόνων και η σύνδεση των θυμάτων με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δίνουν την ευκαιρία στον συγγραφέα να κάνει αναφορά σε όλο το διάστημα από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα «Σκατόχρονα» όπως τον ονομάζουν οι Γερμανοί, στη μετέπειτα άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και στην τρέχουσα κατάσταση της επερχόμενης ήττας το 1944. Είναι ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς την εξέλιξη του πολέμου μέσα από τα μάτια των Γερμανών, φιλοναζιστών και αντιφρονούντων, γιατί ρίχνει φως με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο στο πώς αυτός βιώνεται από τους επιτιθέμενους και μάλιστα στην πιο δύσκολη στιγμή, όταν συνειδητοποιούν ότι το οικοδόμημα του εθνικοσοσιαλισμού καταρρέει με πάταγο.

Στο βιβλίο περιγράφονται δύο παράλληλες πραγματικότητες. Η αστυνομική έρευνα και ο πόλεμος. Μοιάζει σχεδόν σουρεαλιστική η προσπάθεια να βρεθεί ένας δολοφόνος γυναικών σε ένα σκηνικό όπου η αξία της ανθρώπινης ζωής μοιάζει να μην έχει καμία σημασία. Σαν δύο παράλληλα χρηματιστήρια αξιών. Η εξατομίκευση και οι μαζικοί θάνατοι. Οι γυναίκες-θύματα, για τις οποίες ενεργοποιείται ένας ολόκληρος γραφειοκρατικός μηχανισμός, και οι μαζικές εξοντώσεις των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αλλά και των Βερολινέζων από τους συνεχείς βομβαρδισμούς των συμμάχων.

Πίσω από την αστυνομική έρευνα διαγράφονται με σαφήνεια στοιχεία που κινούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Το Βερολίνο που χάνει το λούστρο του σταδιακά και μετατρέπεται σε πόλη ερειπίων. Τα άλλοτε μεγαλεπήβολα σχέδια του αρχιτέκτονα Σπέερ, ενσάρκωση της ματαιοδοξίας του Χίτλερ, που τώρα αφήνουν κληρονομιά τους τσιμεντένιους κύβους ή χαλάσματα. Οι θηριώδεις κατασκευές που χάσκουν σαν κακότροπες φιγούρες. Η καθημερινή αγωνία της επιβίωσης. Κυρίως, όμως, η φρίκη του πολέμου. Σε ένα καθεστώς παράνοιας που παράγεται από τη συνεχή αγωνία και τις κακουχίες, ο σπόρος της τρέλας μοιάζει να ευδοκιμεί με ευκολία. Γυναίκες που μολύνουν το Ράιχ. Κέντρα αναπαραγωγής Αρίων. Άλλες γυναίκες που γίνονται μηχανές παραγωγής μελλοντικών στρατευσίμων. Πειράματα με παιδιά από τις ανατολικές χώρες που θεωρούνται «αριοποιήσιμα».

Από την άλλη, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, η ανάγκη να κερδηθεί η κανονικότητα έστω και στα συντρίμμια, περίπατοι μέσα στα χαλάσματα και τα μπάζα προς απόλαυση του χειμωνιάτικου ήλιου. Όλα μαζί συνθέτουν ένα σκηνικό γκροτέσκο και βαθιά ανθρώπινο.

Όμως σε όλο το βιβλίο αυτό που κυριαρχεί είναι η πρόκληση των αισθήσεων. Η μυρωδιά των καμένων πτωμάτων σού καίει τα ρουθούνια. Ο θρήνος της μάνας που χάνει το παιδί της κάνει τα αυτιά σου να πονούν και τα μάτια σου θολώνουν από τη σκόνη και τις στάχτες που αφήνουν πίσω τους οι βόμβες:

Άλλοι κάθονταν έξω από τα κατεστραμμένα σπίτια τους κι ένιωθαν τυχεροί που ζούσαν ακόμη, ενώ ακριβώς δίπλα τους ανήλικα παιδιά της Χιτλερικής Νεολαίας προσπαθούσαν να μαζέψουν τα πτώματα σε τσίγκινες σκάφες. Ένας άντρας με καμένους τους βολβούς των ματιών του τρέκλιζε μπροστά τους. […] Μια μητέρα που έβαζε το καρβουνιασμένο παιδί της μέσα σε μια βαλίτσα για να το πάρει μαζί της, το κομματιασμένο κορμί, από το οποίο εξείχε μόνο ένα κομμάτι από τη σπονδυλική στήλη, το υπόλοιπο θαμμένο μέσα στη λιωμένη άσφαλτο. […] Καψαλισμένα ανθρώπινα σώματα, που κοίταζαν τους ζωντανούς μέσα από τις άδειες κόγχες των ματιών τους, η καφετιά κρούστα του δέρματος σκασμένη εδώ κι εκεί, το στόμα ανοιγμένο σε μια βουβή κραυγή, που δεν μπορούσε να καλύψει τη μάνητα της φωτιάς.

Και ανάμεσα σε αυτά η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει καλό και κακό στον πόλεμο. Από ένα σημείο και μετά, η αγριότητα γίνεται ο απόλυτος κανόνας:

Συνειδητοποίησε με οδύνη ότι και οι ίδιοι οι αντίπαλοι του Χίτλερ ήταν πρόθυμοι να θυσιάσουν τα υψηλά ιδανικά τους στον βωμό μιας κυνικής λογικής. Οι βόμβες τους σκότωναν αδιάκριτα ναζί και αντικαθεστωτικούς, πόσο μάλλον Γερμανούς που δεν ανήκαν σε καμιά από τις δύο αυτές κατηγορίες. Και επιπλέον, το αν όλοι οι άνθρωποι ήταν ίσοι ενώπιον του Θεού ήταν κάτι που σήκωνε συζήτηση, σε σχέση όμως με τις βόμβες δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία: έσπερναν αδιακρίτως τον θάνατο. Το ερώτημα πόσο κακοί μπορούσαν να γίνουν οι καλοί στον πόλεμό τους εναντίον του κακού δεν υφίσταται πια. Η απάντηση στην τρομοκρατία ήταν η ωμή τρομοκρατία.

Εν κατακλείδι:

Απόλαυσε τον πόλεμο όσο υπάρχει, φιλαράκι! Η ειρήνη θα είναι μια φρίκη!

Εξαιρετική, όπως πάντα, η μετάφραση του Βασίλη Τσαλή. Η Τριλογία κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.