Σαν εκείνο τον αυλό, το νέι

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Σαν εκείνο τον αυλό, το νέι

Κάποιος είχε πει πως η ποίηση σε σχέση με την πρόζα είναι ό,τι ο χορός σε σχέση με το περπάτημα. Προσωπικά, ποτέ δεν τα πήγα καλά με τον χορό, και η σχέση μου με την ποίηση ήταν πάντα ιδιόμορφη: τη φοβάμαι. Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, πάλι, είχε γράψει πως «η ποίηση είναι σκέψεις που αναπνέουν, και λέξεις που καίνε». Αυτή ακριβώς η φωτιά είναι που με κρατάει σε απόσταση. Ίσως γιατί αγάπησα την ποίηση όταν ακόμα ήμουν πολύ νέα· όταν, για μυστήριους λόγους, ντρεπόμουν να το παραδεχτώ. Ντρεπόμουν να δείχνω τους στίχους που σκάρωνα, ένιωθα άβολα, διάφανη, τρωτή. Ένιωθα λες και στεκόμουν απόλυτα γυμνή, εκτεθειμένη, στο μπαλκόνι της ζωής μου. Δεν το ξεπέρασα ποτέ. Παρότι πάντα συνεχίζω να διαβάζω ποίηση, σπάνια θα σχολιάσω στίχους. Θεωρώ πως οι στίχοι μιλάνε στον καθένα από εμάς με διαφορετικό τρόπο και πως δεν χωράνε συζητήσεις γύρω τους. Δεν χωράει καμιά ανάλυση. Μπορούμε μόνο να μοιραστούμε τα διαφορετικά μυστικά που λέει στον καθένα μας. Κι αυτό ακόμα, όμως, συνηθίζω να το αποφεύγω.

Τι μ’ έκανε λοιπόν σήμερα να θέλω να μιλήσω για τον «Ερωτευμένο»; Αναφέρομαι στο βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Στερέωμα με ποιήματα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, επιλεγμένα και μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα από τη Σοφία Διονυσοπούλου. Τι με παρακινεί να σχολιάσω αυτό το βιβλίο;

Κατ’ αρχήν το εξώφυλλο. Λατρεύω την καλαισθησία της ισλαμικής διακοσμητικής τέχνης, και το πανέμορφο σχέδιο που επέλεξαν οι υπεύθυνοι των Εκδόσεων Στερέωμα για το εξώφυλλο του βιβλίου με συγκίνησε ιδιαίτερα. Πρόκειται για μια λεπτομέρεια από την τουρά· την επίσημη, δηλαδή, και άκρως καλλίτεχνη υπογραφή του Σουλτάνου — το μονόγραμμά του, αν θέλετε. Κυρίως όμως, θέλω να αναφερθώ σε αυτό το βιβλίο γιατί ο μεγαλοπρεπής Σουλτάνος, ο πολεμοχαρής, έτσι όπως τον γνωρίσαμε μέσα από τα βιβλία της ιστορίας, δεν μπορεί εύκολα να ταυτιστεί με το ευαίσθητο ερωτοχτυπημένο αηδόνι όπως παρουσιάζεται εδώ, στην έμμετρη και τόσο λυρική κατάθεσή του, την ποίησή του, τον ύμνο στον έρωτα και την ομορφιά.

Μπορεί λοιπόν το πάθος του πολέμου να συνυπάρξει στην ψυχή του ίδιου ανθρώπου μαζί με το πάθος που γεννά τον έρωτα;

Ο «Ερωτευμένος» Σουλτάνος, είναι ο πιο επιφανής άρχοντας που είδε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο άνθρωπος που «κληρονόμησε μια επικράτεια έξι εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων και την έκανε δεκατέσσερα, εδραιώνοντας για σαράντα έξι χρόνια μια από τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες αυτοκρατορίες», όπως σημειώνει η Σοφία Διονυσοπούλου στην εισαγωγή που παρατίθεται στο βιβλίο, εισαγωγή που μας βοηθά να παρακολουθήσουμε πιο εύκολα τους χτύπους της καρδιάς του ποιητή. Με αυτήν ακριβώς την αντιπαράθεση μεταξύ έρωτα και πολέμου, με ένα συνταραχτικό τετράστιχο, ξεκινάει και η ανθολογία:

Στου έρωτα τη μάχη ο εραστής

πρέπει να παραδίδει πρώτα το κεφάλι

Όποιος δεν αψηφάει τη ζωή του

για έρωτα δεν πρέπει να μιλάει

Δεν τον γνωρίσαμε εμείς οι Κύπριοι τον Σουλεΐμάν τον Μεγαλοπρεπή. Παρά τον διακαή του πόθο να τουρκέψει την Κύπρο, αυτό δεν θα γινόταν στις μέρες του. Η Κύπρος θα έπεφτε στα χέρια των Οθωμανών πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, όταν Σουλτάνος θα αναλάμβανε ο γιος του, ο Σελίμ. (Αυτόν που οι κακές γλώσσες θα τον έλεγαν μέθυσο κι έτσι θα τον κατέγραφε και η άκαρδη η ιστορία…) Για τον Σελίμ δεν κρατήσαμε τίποτα καλό, κι ας ήταν κι ο ίδιος ποιητής. Μας πλήγωσε θανάσιμα κι αυτό δεν το συγχωρέσαμε. Νά όμως που με το βιβλίο αυτό ερχόμαστε να γνωρίσουμε τον πατέρα του κάτω από έναν τόσο διαφορετικό μανδύα.

Στου έρωτα τη μάχη…

Όχι, δεν είναι μόνο μάχη ο έρωτας. Είναι ντέρτι και καημός, βάσανο και σκληράδα, στοργή και πίστη, απλοχεριά και χάρη, θα γράψει στην αγαπημένη του ο Μουχιμπί. Αυτό το ψευδώνυμο θα επιλέξει ο μεγάλος Σουλτάνος για να επικοινωνεί με την αρχόντισσά του. Μουχιμπί θα πει ερωτευμένος, εραστής, πιστός φίλος, μυημένος στη φιλοσοφία των δερβίσηδων. Όλα αυτά μαζί. Θα αποκαλέσει ακόμα τον εαυτό του έρημο, κουρέλι, παγωμένο· […] θλιμμένο αηδόνι που κλαίει με μαύρο δάκρυ, φλογέρα που στενάζει μέρα-νύχτα, νυχτοπούλι που βογκάει ως την αυγή, νύχτα τη νύχτα. Για την αγάπη της, είναι έτοιμος να ακουμπήσει τα πάντα στα πόδια της, να γίνει θυσία:

Κύπελλο πάρε χρυσαφί και στο ροδώνα πιες κρασί

Και για τα μάτια σου εγώ, το ίδιο το αίμα μου θα πιω.

Άτι σαν καβαλήσεις και στους αγρούς καλπάσεις

Πέτρα για τη σφεντόνα σου ας γίνει η κεφαλή μου.

Σε άλλο ποίημα θα μονολογήσει:

Κι ας είσαι κοσμοκράτορας, σ’ εκείνη πάντα να εμφανίζεσαι ως δούλος.

Κι αλλού:

Όχι μια, χίλιες δυο ζωές στην αγάπη χαρίζω.

Ο Σουλεϊμάν είναι βαθιά ερωτευμένος με τη Χιουρρέμ, την κόρη ενός ορθόδοξου Γάλλου ιερέα από τη Ρουθηνία (για όσους αναρωτιόνται, η Ρουθηνία βρίσκεται στη σημερινή δυτική περιοχή της Ουκρανίας). Πώς βρέθηκε στο χαρέμι του, ένας Αλλάχ μόνο το ξέρει. Θα καταλήξει πάντως να γίνει η αγαπημένη του Σουλτάνα. Ο έρωτάς του είναι μέθη:

Είμαι ο Σουλτάνος του Έρωτα, ποτήρι του κρασιού μού πρέπει αντί για Στέμμα

Φρουροί μου ας γίνουν πια οι στρατιές του φλογερού του Δράκου.

Είναι ο λόγος της ύπαρξής του:

Αίμα τα μάτια σου αν γεννούν και θέλουν να με πνίξουν

Ας είναι, το μαρτύριο αυτό ποθώ, μα τον Θεό.

Θα καταθέσει τον σπαραγμό του με μοναδική ευαισθησία:

Στη χαίτη σου σαν μπλέχτηκε η καρδιά μου, πάθος πλημμύρισε και οίστρο

Άνυδρος έγινα σαν έρημος στεγνός, στον έρωτα είσαι πάντα μοναχός.

Δεν θα διστάσει για χάρη της να φτάσει τη σκέψη του εκεί όπου οι λέξεις κινδυνεύουν να ακουστούν βλάσφημες:

Η Κάαμπα είν’ το σπίτι σου, θα ’ρθω να σε υμνήσω

Μα κάλλιο πάνω στο βωμό ν’ αφήσω την καρδιά μου

Η Κάαμπα στη Μέκκα, θυμίζουμε, είναι ο ιερότερος τόπος του Ισλάμ.

Μέσα από τα gazel, όπως μας εξηγεί η Διονυσοπούλου ότι ονομάζονται τα γραμμένα σε αυστηρό μέτρο δίστιχα,  θα μας μιλήσει για έναν έρωτα δυνατό, μια αγάπη που φλέγεται από πάθος:

Τα δάκρυά μου άλλαξα σε αθανασίας ελιξίριο

Μες στην Παράδεισο του κάλλους της να μπω.

Κι ενώ η ασπλαχνία της Χιουρρέμ υπογραμμίζεται συνεχώς στους στίχους των ποιημάτων όπως διαδέχεται το ένα το άλλο, θα φτάσουμε στην τελευταία σελίδα, όπου η ψυχή μας θα βρει τη γαλήνη με το τελευταίο πια ποίημα, ένα ποίημα που γράφει και απευθύνει η ίδια στον Σουλτάνο: 

…Αγιάτρευτο είναι το ντέρτι της, θα πρέπει να το μάθεις […]

Λείπεις και μαραζώνει, και σαν εκείνο τον αυλό, το νέι, κλαίει.

Ο Σουλεΐμάν ο Μεγαλοπρεπής και σε αυτήν, την άγνωστη μέχρι τώρα σε μας μάχη, είναι νικητής.