Σίμπολεθ

C
Χρήστος Γραμματίδης

Σίμπολεθ

Νομίζω ότι το «Fargo» είναι η κορωνίδα τής μέχρι σήμερα φιλμογραφίας των αδελφών Κοέν. Ένα (ή και μισό) σκαλί πιο κάτω είναι το «No Country for Old Men», το «The Big Lebowski», το «A Serious Man» και το «Barton Fink», ο Χρυσός τους Φοίνικας. Και μόνο αυτές τις ταινίες να είχαν κάνει (χωρίς να υποτιμώ τις άλλες), οι αδελφοί Κοέν θα δικαιούντο να προβάλλουν αξιώσεις για τον τίτλο των ευφυέστερων Αμερικανών κινηματογραφιστών. Η λέξη «έξυπνος» είναι η πιο ταιριαστή, μάλλον, και για τους ίδιους τους Κοέν και για τις ταινίες τους.

Ιδίως το «Barton Fink» έρχεται αμέσως στο μυαλό καθώς παρακολουθεί κανείς την τελευταία τους ταινία «Χαίρε, Καίσαρ!» («Hail, Caesar!»): και πάλι οι Κοέν σατιρίζουν το Χόλυγουντ, απλώς στο παλαιότερο φιλμ τοποθετούσαν τη δράση στην περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (και οι Κοέν είχαν πολλά να πουν για τον ναζισμό), ενώ τώρα η ταινία τους τοποθετείται την εποχή του μακαρθισμού και της μαύρης λίστας. Στο «Barton Fink» ένας συγγραφέας με writer’s block ερχόταν αντιμέτωπος με τα στούντιο. Στο «Χαίρε, Καίσαρ!» οι κομουνιστές που κυνηγάει ο γερουσιαστής Μακάρθι κηρύσσουν πόλεμο στο Εργοστάσιο Ονείρων, απάγουν έναν σταρ (Τζορτζ Κλούνεϊ) από τα γυρίσματα του ομότιτλου της ταινίας φιλμ και, προκειμένου να εντοπιστεί, αναλαμβάνει δράση ο fixer, ο άνθρωπος που έχει το στούντιο για να λύνει τα προβλήματα που δημιουργούν οι σταρ (Τζος Μπρόλιν). Ο Μπρόλιν πρέπει να αντιμετωπίσει κι άλλα μύρια όσα πέρα από την απαγωγή (π.χ., να κρύψει την εγκυμοσύνη της ανύπαντρης σταρ που παίζει η Σκάρλετ Τζοχάνσον), ενώ παλεύει με τη βαθιά χριστιανική του συνείδηση και με τη σκιά του αόρατου αφεντικού του στούντιο (ο απών Γιαχβέ;).

Η ταινία είναι προφανώς έξυπνη, είναι προφανώς καλογραμμένη και καλογυρισμένη και αναβιώνει το Χόλιγουντ του ’50 για να το σατιρίσει. Και γουέστερν και Μπεν Χουρ και μιούζικαλ με ναύτες και όλα τα καλά έχει ο χολιγουντιανός μπαξές. Αλλά δεν υπάρχει εδώ αυτό το je ne sais quoi που έκανε το «Barton Fink» τόσο σπουδαίο. Δεν είναι μόνο ότι η σάτιρα του Χόλιγουντ έχει γίνει δεκάδες φορές (φανταστείτε στην Ελλάδα να ξαναβγεί μια ταινία που θα σατιρίζει τον Φίνο μετά το «Κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο» — πόσα αστεία να σκεφτεί κανείς πια;). Είναι ότι οι Κοέν μοιάζουν εδώ να κάνουν πλάκα για την πλάκα. Στο «Barton Fink» ασχολήθηκαν σοβαρά με τον ναζισμό, εδώ αγγίζουν το θέμα του κομουνισμού και του μακαρθισμού, αλλά δεν θέλουν να βγάλουν το νυστέρι τους. Δικαίωμά τους, αλλά η επιλογή τους αυτή έχει το τίμημα ότι το φιλμ ξεθυμαίνει γρήγορα — χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχει τα καλά του: η μικρή σκηνή, π.χ., με τους τέσσερις ιερείς (καθολικό, προτεστάντη, ορθόδοξο και ραβίνο) που συζητούν για το αν η απεικόνιση του Χριστού στο φιλμ είναι αντάξια των Μόντι Πάιθον.

Το καστ είναι ονόματα μεγατόνων (ποιος δεν θέλει να δουλέψει με τους Κοέν;) και είναι προφανώς αξιοπρεπέστατο: είναι υπέροχο να ακούς τη φωνή του αφηγητή Μάικλ Γκαμπόν, αυτού του σπουδαίου Άγγλου ηθοποιού (ο Ντάμπλντορ στα φιλμ του Χάρι Πότερ). Έχει ενδιαφέρον μία σύγκριση με το επίσης φετινό φιλμ «Trumbo»: εκεί οι ηθοποιοί υποδύονται τα πραγματικά πρόσωπα της ίδιας περιόδου, εδώ υποδύονται φανταστικά πρόσωπα που πατάνε πάνω σε πραγματικά και τα σατιρίζουν. Πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικές μεθόδους προσέγγισης, αλλά στο «Trumbo» (παρά τα «μικρότερα» ονόματα) η ηθοποιία ήταν καλύτερη. Ακόμη πιο περίεργο, από όλο το λαμπερό καστ του «Χαίρε, Καίσαρ!» εγώ βρήκα ακαταμάχητο τον νεαρούλη που παίζει τον ηλίθιο ομορφούλη σταρ ταινιών γουέστερν που τον βάζουν να παίξει σε σοβαρό δράμα υπό την καθοδήγηση Βρετανού οτέρ (τον οποίο δίνει απολαυστικά ο Ρέιφ Φάινς). Ο πρωταγωνιστής Τζος Μπρόλιν είναι ομολογουμένως πολύ καλός ηθοποιός, αλλά εδώ δεν κάνει αυτό που θα λέγαμε σπουδαία ερμηνεία (όπως, ας πούμε, ο Τζον Τορτούρο στο «Barton Fink»), είναι απλά επαρκής.

Αν δούμε το έργο των Κοέν, από το «Blood Simple» μέχρι σήμερα, υπό το πρίσμα δύο βασικών εννοιών του Ρώσου θεωρητικού Μιχαήλ Μπαχτίν, της «διακειμενικότητας» και του «καρναβαλιού», θα μπορούσαμε να πούμε, πρώτον, ότι οι ταινίες τους δεν αναφέρονται στο παρελθόν με συντηρητικό, νοσταλγικό τρόπο, αλλά ότι οικειοποιούνται παλαιότερες εικόνες και φόρμες με όρους προοδευτικής ανανέωσης, επανερμηνείας και επανανοηματοδότησης· δεύτερον, ότι το «καρναβάλι» δίνει στους Κοέν (τουλάχιστον στις καλύτερες στιγμές τους που θυμίζουν κάτι μεταξύ Χίτσκοκ και Ραμπελέ) τη δυνατότητα να αποδομήσουν μεγάλους δασκάλους (τον Πολάνσκι και τον Κιούμπρικ στο «Barton Fink», τον Ρέιμοντ Τσάντλερ στο «The Big Lebowski»), ανακατεύοντας το χιούμορ με τον τρόμο και το φως με το σκοτάδι. Το «Χαίρε, Καίσαρ!», ένα εξαιρετικά ευχάριστο φιλμ, δεν παίζει σε αυτήν την κατηγορία, αλλά μάλλον πιο κοντά στο «Raising Arizona» ή το «Burn After Reading»: αξιοπρεπής, φροντισμένη διασκέδαση.

Παρότι η εβραϊκότητα στο έργο των Εβραίων δημιουργών είναι μεγάλη συζήτηση (έχει νόημα να τη συζητάμε; από ποιο σημείο και έπειτα περισσότερο βαραίνει το έργο αντί να το φωτίζει;), εντούτοις στην περίπτωση των Κοέν αξίζει μια στάση, καθώς την έχουν υπερτονίσει οι ίδιοι (βλ. το αριστούργημα «A Serious Man»). Στο βιβλίο των Κριτών στην παλαιά Διαθήκη περιλαμβάνεται και η ιστορία του Ιεφθάε και των Εφραιμιτών. Τον καιρό που ο Ιεφθάε και οι συμπατριώτες του από το Γαλαάδ πολεμούσαν τους Αμμωνίτες, οι Εφραιμίτες αρνήθηκαν να τον βοηθήσουν. Όταν ο Ιεφθάε νίκησε, οι άνδρες του κατέλαβαν τα σημεία όπου μπορούσε να περάσει κανείς στην άλλη πλευρά του ποταμού Ιορδάνη, στη χώρα Εφραίμ. Οι επιζήσαντες της μάχης Εφραιμίτες προσπαθούσαν να περάσουν στην πατρίδα τους, αλλά μόλις έφταναν στο ποτάμι οι Γαλααδίτες του Ιεφθάε ρωτούσαν τον καθένα τους: «Μήπως είσαι Εφραιμίτης;» Εκείνος αρνιόταν την καταγωγή του και τότε οι στρατιώτες του έλεγαν: «Πες σίμπολεθ» (στα εβραϊκά σήμαινε το στάχυ). Κανείς όμως από τους Εφραιμίτες δεν μπορούσε να πει τη λέξη με τη σωστή εβραϊκή προφορά και έτσι οι άνδρες του Ιεφθάε τούς αναγνώριζαν και τους σκότωναν.

Η λέξη σίμπολεθ σημαίνει λοιπόν ένα σύνθημα, έναν τρόπο, μια λέξη, μια χειρονομία ή ένα σημάδι που βοηθά να αναγνωρίσουμε κάποιον ως δικό μας, ως μέλος μιας κλειστής ομάδας, μιας κάστας ή μιας οικογένειας. Βλέποντας το «Χαίρε, Καίσαρ!» ένιωσα πολλές φορές ότι δεν ξέρω να προφέρω το σίμπολεθ στη χολιγουντιανή γλώσσα. Αυτό που με εμπόδιζε ήταν ότι δεν ξέρω τόσο καλά τη βιομηχανία και την ιστορία της, δεν ξέρω όλα τα πρόσωπα, όλες τις ιστορίες, όλες τις φήμες ώστε να μπορέσω να διαβάσω όλα τα puns και τις συμπαραδηλώσεις. Οι Κοέν απευθύνονται περισσότερο στους insiders, σ’ αυτούς που γνωρίζουν αρκετά καλά την ιστορία ώστε να πιάσουν όλα τα υπονοούμενα. Μπορεί για αυτούς που ξέρουν το φιλμ να ήταν ξεκαρδιστικά αστείο. Για μένα που δεν ξέρω όλα τα μυστικά του Χόλυγουντ του ’50, ήταν μερικές στιγμές όπως όταν βρίσκεσαι με μια παρέα που λέει αστεία ακατανόητα σε σένα, μιας και δεν ανήκεις στον κύκλο των ανθρώπων που τα μοιράζονται.

Ορισμένες από τις σάτιρες του παλιού (αλλά και του σύγχρονου) Χόλιγουντ είναι πραγματικά σπουδαίες ταινίες, καθεμιά με τον τρόπο της: το «The Player» του Ρόμπερτ Άλτμαν, το «Mulholland Drive» του Ντέιβιντ Λιντς, το «Barton Fink» των ίδιων των Κοέν. Το «Χαίρε, Καίσαρ!» είναι μάλλον ένα (προφανώς ευφυέστερο) «Wag the Dog», απλώς είναι πιο κλασάτο και πιο ευχάριστο λόγω του υψηλότατου IQ των δαιμόνιων δημιουργών του.