Σπίτι σου είναι εκεί όπου βρίσκονται τα βιβλία σου

L
Γρηγόρης Φαρμάκης

Σπίτι σου είναι εκεί όπου βρίσκονται τα βιβλία σου

Σε αυτές τις γιορτές είναι πολύ πιθανό να πήρατε δώρο ένα βιβλίο. Να το πήρατε δηλαδή σε κάποιον ή να το πήρατε από κάποιον: πάντα με διασκέδαζε αυτή η αμφισημία του ρήματος «παίρνω». Ως δώρο το βιβλίο είναι γεμάτο νόημα. Η επιλογή του και μόνο σημαίνει πολλά. Για εσάς που το διαλέξατε, για αυτόν στον οποίο το χαρίσατε. Αλλά και για το ποιος είναι αυτός στον οποίο το χαρίσατε για εσάς που το διαλέξατε. Γι’ αυτό και το να διαλέξεις ένα βιβλίο για δώρο είναι δύσκολη και σοβαρή δουλειά. Μόνο το να διαλέξεις για δώρο μια γραβάτα συγκρίνεται σε δυσκολία. Βέβαια αμφιβάλλω αν το κάνατε με ένα ηλεκτρονικό βιβλίο. Και μόνο η φράση «ηλεκτρονικό βιβλίο» είναι αντίφαση εν τοις όροις ή έστω ένας αμήχανος ευφημισμός. Το e-book είναι ένα συνεχές αδιαμόρφωτο κείμενο, προσαρμοζόμενο στη συσκευή που το προβάλλει και στις προτιμήσεις του αναγνώστη και προβάλλεται προσωρινά και μόνο για να διαβαστεί. Είναι δηλαδή εμπειρία, όπως είναι μια βόλτα, ένα δείπνο, μία ταινία στο σινεμά, αλλά δεν είναι αντικείμενο. Δεν είναι φυσικά κακό να είναι κάτι εμπειρία και όχι αντικείμενο. Αλλά η εμπειρία είναι διαφορετικό πράγμα. Ή μάλλον, δεν είναι πράγμα.

Στα δέκα χρόνια από το 2010 στο 2019 πουλήθηκαν στις ΗΠΑ, σύμφωνα με την NPD Bookscan (που διεξάγει έρευνες για την αγορά των εκδόσεων) 6,5 δισ. πραγματικά, τυπωμένα, χάρτινα βιβλία και μόλις 1,8 δισ. τίτλοι αυτών των άθλιων, ακριβών, ψηφιακών υποκατάστατων που θέλουν να τα αποκαλούμε e-books. Ο μέσος όρος δεκαετίας κρύβει τη μακροπρόθεσμη τάση. Στην αρχή της δεκαετίας οι προβλέψεις των «ειδικών» —ουσιαστικά δηλαδή των ζηλωτών προφητών μιας μεταφυσικής θεολογικής πίστης σε μια τεχνολογική νομοτέλεια, στην οποία θα υποκύπτουν τάχα πάντα αναγκαστικά οι προτιμήσεις των ανθρώπων— αλλά και των πιστών αυτής της θρησκείας που δίνει στην «καινοτομία» υπόσταση ιερού τοτέμ ήταν ότι μέσα στη δεκαετία τα πραγματικά βιβλία θα είχαν εκλείψει. Ωστόσο, μετά από το ανώτατο σημείο πωλήσεων που έφτασαν το 2013, η ersatz τυπογραφία χάνει κάθε χρόνο μερίδιο αγοράς σε σχέση με την πραγματική. Η λέξη ersatz είναι μάλιστα η κατάλληλη. Στα γερμανικά δεν σημαίνει απλά το υποκατάστατο, αλλά ένα φτηνότερο, χειρότερο υποκατάστατο, κάτι στο οποίο αρκείσαι όταν δεν μπορείς να έχεις το πραγματικό.

Από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν (και ήμουν από τους πρώτους που τα δοκίμασαν αγοράζοντας ένα Kindle για να το θάψω σε ένα συρτάρι πολύ γρήγορα και μετά να το χαρίσω) προτίμησα να εμπιστευτώ τον Umberto Eco που είχε πει ότι το βιβλίο είναι σαν τον τροχό — ένα αντικείμενο τόσο τέλειο που δεν χρειάζεται καμιά καινοτομία. Και για έναν πρόσθετο λόγο: τα βιβλία είναι προσωπικά αντικείμενα, και ως τέτοια δίνουν νόημα αυτά καθ’ εαυτά και πέρα από το περιεχόμενό τους ή τη χρηστικότητά τους. Τα κατέχεις, και όλα τα πράγματα που κατέχουμε, εκτός από τα εφήμερα, ξορκίζουν τη φθαρτότητα και τη θνητότητά μας. Γι' αυτό κάποτε έθαβαν τους ανθρώπους με τα όπλα ή τα κοσμήματά τους. Έχουμε την αίσθηση ότι τα προσωπικά μας αντικείμενα θα μιλούν για εμάς —ακόμα και μόνο με το τι λέει για εμάς η επιλογή αυτού του συγκεκριμένου βιβλίου, ή ρολογιού, ή κοσμήματος, και όχι κάποιου άλλου— όταν εμείς δεν θα είμαστε πια εδώ. Και δεν υπάρχει αναγνώστης που να μη νοιάζεται για το τι θα απογίνουν τα βιβλία του όταν θα βρεθούν αναγκαστικά στα χέρια των επιγόνων του.

Τα e-books αντιθέτως δεν είναι αντικείμενα, είναι εμπειρίες, και αυτή είναι μια πολύ βαθιά διάκριση που χαρακτηρίζει την εποχή μας γενικότερα. Δεν είναι μόνο η άθλια αισθητικά τυπογραφία και η αλληλεπίδραση μαζί τους μόνο μέσω μιας συμβολικής γλώσσας εικονιδίων, μενού επιλογών και λέξεων-κλειδιών. Δεν μπορείς να τα ξεφυλλίσεις για να βρεις αυτό που ψάχνεις αν θυμάσαι που περίπου το είχες δει, δεν έχεις αίσθηση όγκου ή χώρου, σε ποιο σημείο είσαι δηλαδή στην εξέλιξη της ιστορίας ή της συζήτησης και πόσο απομένει ακόμη —αίσθηση, όχι πληροφορία—, δεν τα στοιβάζεις σε ένα τραπέζι για να σου θυμίσουν καθώς περνάς ότι περιμένουν να τα διαβάσεις χωρίς να ρωτήσεις ένα πρόγραμμα σε μία συσκευή. Δεν τα περιεργάζονται οι φίλοι σου όταν τα βρίσκουν στο γραφείο σου ή στη βιβλιοθήκη του σπιτιού σου. Δεν έχεις καμιά πληροφορία για αυτούς που κατοικούν σε ένα σπίτι από τα ηλεκτρονικά βιβλία τους όπως έχεις από τη βιβλιοθήκη και από τα βιβλία που περιφέρονται σε τραπέζια και καναπέδες. Δεν τα δανείζεσαι για να μην τα επιστρέψεις ποτέ και δεν τα «βουτάς» —to steal a book is an elegant offense—, δεν τα ανακαλύπτεις με τις χειρόγραφες αφιερώσεις τους και τις σημειώσεις τους σε μαγαζιά με second hand βιβλία. Και δεν τα δωρίζεις. Είναι απλά μια εμπειρία πρόσβασης σε ένα κείμενο (ούτε καν ανάγνωσης, γιατί η ανάγνωση είναι μια πιο μεστή νοήματος διαδικασία). Μια περιοριστικά προσωπική, μη μεταβιβάσιμη εμπειρία.

Στην εποχή μας αντικαθιστούμε όλο και περισσότερα τα αντικείμενα με εμπειρίες. Ποστάρουμε σέλφι στο Instagram από τα ταξίδια μας και φωτογραφίες από την κουζίνα που δοκιμάζουμε για να πιστοποιήσουμε τις εμπειρίες, που ως εμπειρίες είναι αυτό που στη Χημεία λέμε πτητικές, εξατμίζονται δηλαδή γρήγορα. Αλλά μετατρέψαμε και τις φωτογραφίες από υλικά αντικείμενα σε εμπειρίες εικόνας. Αναρωτιέμαι πόσοι έχουν πια τυπωμένες φωτογραφίες αγαπημένων προσώπων στο πορτοφόλι τους και πόσες από τις φωτογραφίες που έχουν στο κινητό τους ή αποθηκευμένες σε λογαριασμούς κοινωνικών μέσων θα επιβιώσουν για να ανακαλυφθούν τυχαία από κάποιον όταν αυτοί δεν θα είναι πια μαζί μας. Κάποιοι λένε, ακόμα, ότι θα μετακινούμαστε πληρώνοντας τη χρήση ενός αυτοκατευθυνόμενου οχήματος που θα ανήκει σε έναν στόλο ομοιόμορφων οχημάτων της «οικονομίας του διαμοιρασμού». Δεν θα κατέχουμε αυτοκίνητα-αντικείμενα, θα πληρώνουμε για μια εμπειρία μετακίνησης.

Καθώς ο υλικός μας πολιτισμός γίνεται ψηφιακός, όλο και περισσότερο γίνεται ένας πολιτισμός εμπειριών που το πολύ-πολύ να αφήνουν ψηφιακά χνάρια και όχι αντικειμένων. Και τα αντικείμενά μας είναι και αυτά φτηνά, εφήμερα και προσωρινής χρήσης. Πολλά υπάρχουν μόνο για να διαμεσολαβούν εμπειρίες. Λίγα έχουν μείνει για να ξορκίζουν τη φθαρτότητα και τη θνητότητά μας. Όταν πεθάνω, η κόρη μου μπορεί να έχει το καλό μου ρολόι. Το φοράω κι ας κοιτάω σπάνια την ώρα σε αυτό· τις περισσότερες φορές κοιτάω το κινητό μου. Μπορεί να το βάλει σε ένα συρτάρι για να με θυμάται ή να το χαρίσει σε έναν ξεχωριστό άνθρωπο που θα αγαπά για να το βλέπει στο χέρι του. Θα είναι όμως ανόητο να του χαρίσει το κινητό μου που δεν θα λειτουργεί πια. Και ελπίζω να κρατήσει κάποια από τα βιβλία μου. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, καθώς ξεπέρασα τη δυσκολία που είχα να σημειώνω και να υπογραμμίζω τα βιβλία μου —αλλά το κάνω πάντα με μολύβι και μικρά προσεκτικά γράμματα στα περιθώρια· marginalia τα λένε, και τα ψηφιακά τους υποκατάστατα είναι σκέτη βαρβαρότητα—, σκέφτομαι ότι δικαιούμαι να σημειώνω μόνο πράγματα που θα έχουν νόημα για κάποιον που θα πάρει το βιβλίο στα χέρια του μετά από μένα. Είναι μια παιδιάστικη ανόητη σκέψη, αλλά δεν μπορώ να την κάνω για ένα e-book.

Σε αυτόν τον πολιτισμό εμπειριών, θα κινδυνεύουμε να είμαστε ψηφιακοί νομάδες με ελάχιστα υπάρχοντα. Αλλά όπως λένε, home is where your books are.

[ Εικ.: Edvard Munch, Moonlight. Night in St. Cloud, 1895, λεπτ. ]