«Star Wars: The Force Awakens»

C
Χρήστος Γραμματίδης

«Star Wars: The Force Awakens»

Το πρώτο Star Wars εμφανίστηκε το 1977: a long time ago, in a galaxy far, far away. Η βασική του εμφανής επιρροή (τουλάχιστον αισθητικά) ήταν το «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος» του Κιούμπρικ. Αλλά ο Τζoρτζ Λούκας δεν είναι ένας απλός φιλμοκατασκευαστής και το Star Wars δεν ήταν απλώς μία ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ήταν ένα αστρικό παραμύθι και ταυτόχρονα ήταν γουέστερν, ήταν μελόδραμα, ήταν ταινία καταδίωξης, ήταν πολεμικό φιλμ, ήταν γκανγκστερικό φιλμ. Ο Λούκας, στην ταινία αυτή, δεν ήταν απλώς σκηνοθέτης: ήταν παραμυθάς μεγάλης κλάσης. Ένας τρίτος αδελφός Γκριμ του σύγχρονου κόσμου. Τα υπόλοιπα (οι συνέχειες, τα πρίκουελ, τα κινούμενα σχέδια, τα βιβλία, τα κουκλάκια) είναι εμπόριο και άρα εξόχως αντιαισθητική υπόθεση. Αλλά ο Λούκας είναι παραμυθάς, και μάλιστα από τους σπουδαιότερους του παγκόσμιου σινεμά. Οι ιδέες του για τα φιλμ Star Wars και Indiana Jones το αποδεικνύουν. Και αυτό που έκανε στο Star Wars ήταν ένας σημειωτικός άθλος.

Ο Λούκας ανακάτεψε το γουέστερν, το φιλμ νουάρ, τη σαπουνόπερα, τους τρόπους του ιαπωνικού σινεμά (Κουροσάβα), τον Σαίξπηρ, την αρχαία τραγωδία, τα ομηρικά έπη, τους μεσαιωνικούς θρύλους, στοιχεία, μοτίβα και κώδικες από την όπερα, το Bildungsroman, την καμπάλα και την ιδεολογία της Americana για να φτιάξει έναν αρχετυπικό μύθο πάνω στη σύγκρουση του καλού με το κακό, ένα μύθο υπόδειγμα κυκλικότητας: στο σύμπαν του Star Wars κάθε ιστορία τελειώνει με τη νίκη του καλού, αλλά αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος ανόδου και φαινομενικής παντοδυναμίας του κακού. Η σκοτεινή πλευρά της Δύναμης ηττάται — αλλά δεν εξαφανίζεται. Παρά την αδυναμία των διαλόγων (οι οποίοι, όπως έγραψε ο Β. Ραφαηλίδης για το πρώτο Star Wars, «δεν είναι κυρίως ειπείν λόγος, λειτουργούν όπως τα συννεφάκια με τους διαλόγους στα κόμικ»), η δομή της αφήγησης είναι σοφή (ξαναγράφω τη λέξη για να τονίσω τη σπουδαιότητά της: σοφή), όπως ακριβώς και στα πετυχημένα παραμύθια (γι’ αυτό λέω τον Λούκας μεγάλο παραμυθά). Ο Λούκας υπήρξε δημιουργός έστω για μια φορά στη ζωή του, κι αυτό είναι μεγάλη και σπάνια υπόθεση. Δεν περνά κάτι τυχαία στο συλλογικό υποσυνείδητο της ανθρωπότητας. 

Το πρώτο Star Wars εμφανίστηκε, όπως είπαμε, το 1977 και ήταν ένα φιλμ που συντονίστηκε με την τότε ιδεολογική στροφή που αποτυπώθηκε στις δυτικές κοινωνίες με τις εκλογικές νίκες της Μάργκαρετ Θάτσερ και του Ρόναλντ Ρίγκαν. Είναι σαφές: η Αυτοκρατορία ήταν το Κράτος, το κακό Κράτος, και η Επαναστατική Συμμαχία ήταν μάλλον φιλελέδες. Αν ζούσε σήμερα ο Λουκ Σκάιγουοκερ, μπορεί και να ψήφιζε Tea Party. Ας είναι — ούτως ή άλλως, στα φιλμ είμαστε με τους Σιθ, όχι με τους φλώρους Τζεντάι.

Το Star Wars (τουλάχιστον η αρχική τριλογία) ήταν ένα υπέροχο επίτευγμα και σκηνοθετικά. Όλη η ιστορία του παγκόσμιου σινεμά περνά από τα καρέ του: από τον Γκρίφιθ και τον Αϊζενστάιν μέχρι τις φόρμες της νουβέλ βαγκ. Προϊόν μαζικής κατανάλωσης, κομμάτι της ποπ κουλτούρας, το Star Wars ήταν ένα τεχνούργημα, ένα αρτεφάκτ «αυτοτελές»: πλήρες, σε ταυτότητα με τον εαυτό του, ένα έργο τέχνης με εντέλεια, ολότητα. Η κληρονομιά του ήταν τόσο βαριά που ο δημιουργός του δεν έκανε τίποτε άλλο στη ζωή του (κι ας είχε τα χρήματα να κάνει ό,τι ήθελε). Τέχνη δεν είναι μόνο η σοβαρή, υπάρχει και η «μικρή» τέχνη. Και είναι εξίσου όμορφη, απολαυστική, βοηθητική, οριστική της ύπαρξής μας. Η κινηματογραφική αξία της αρχικής τριλογίας (και ειδικά του πρώτου φιλμ) δεν συζητιέται. Τρομερά μαστόρικο πράγμα: είναι η Ιλιαδο-οδύσσεια του μεταμοντερνισμού η saga αυτή — και before it was cool να είσαι μεταμοντέρνος. Ο Λούκας έκανε κάτι σαν αυτό που έκαναν οι Μπιτλς: έφτιαξε μια εσπεράντο της πολιτισμικής μας όσμωσης, ένα σύμπαν στο οποίο μπορούμε να ανταμώσουμε, να βρεθούμε. Είναι πολύ σπουδαίο αυτό.

Το έβδομο φιλμ που είδαμε χτες το βράδυ στην πρώτη παγκόσμια προβολή του είναι 100% γνήσιο Star Wars. Είναι ό,τι ακριβώς θα ήθελε να δει ένας φαν της saga και άρα απολύτως αδιάφορο για όποιον δεν είναι μέλος αυτός της αίρεσης, της παγκόσμιας κοινότητας των geeks που ξέρουμε απέξω τις ατάκες του Πάλπατιν και ανατριχιάζουμε με την ανάσα του Βέιντερ. Ο Τζέι Τζέι Άμπραμς (ας είναι καλά) έφτιαξε ένα απόλυτα, αναντίρρητα, αδιαμφισβήτητα άπαιχτο sequel, ένα φιλμ με τον Χαν Σόλο, την πριγκίπισσα Λεία, τα λέιζερ, τα φωτόσπαθα, τις μουσικές του Τζον Γουίλιαμς, τα σημεία και τα σημαίνοντα της διαλέκτου Star Wars, της γλώσσας αυτής που έχει πια καταγραφεί στο συλλογικό μας πολιτισμικό υποσυνείδητο. Ο Άμπραμς θαυμάζει τον Λούκας, αλλά θαυμάζει πιο πολύ τον Σπίλμπεργκ (και καλά κάνει): το «Star Wars: The Force Awakens» δεν θέλει να ανανεώσει τη saga, θέλει να ξυπνήσει τη νοσταλγία μας — δεν θέλει να κάνει καινοτομίες και πράγματα ρηξικέλευθα, θέλει να μας θυμίσει πώς νιώσαμε όταν πρωτοείδαμε το Death Star και τα καταδιωκτικά των Επαναστατών να πετούν. Και πολύ καλά κάνει: η νοσταλγία είναι κακός πολιτικός σύμβουλος, αλλά είναι άψογη επιλογή όταν γράφεις παραμύθια.

Το φιλμ «Star Wars: The Force Awakens» είχε μπροστά του (τουλάχιστον για τα εκατοντάδες εκατομμύρια φανατικούς φίλους του saga) τον υψηλότερο πήχη που τέθηκε ίσως ποτέ στην ιστορία του κινηματογράφου: κατάφερε και πέρασε από πάνω του. Είναι ό,τι ακριβώς ελπίζαμε ότι θα ήταν όσοι αγαπάμε τα φωτόσπαθα.

May the Force be with us!