Συμμαχίες και σενάρια

D
Μιχάλης Μούτσελος

Συμμαχίες και σενάρια

Κάτι λιγότερο από 170 μέρες κράτησαν οι διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης στη Γερμανία. Πρόκειται για αριθμό-ρεκόρ στη μεταπολεμική ιστορία της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, και αποτυπώνει τα νέα δεδομένα της πολυδιάσπασης της πολιτικής σκηνής.

Ποτέ, μεταπολεμικά, κυβερνητικά κόμματα δεν είδαν τα ποσοστά τους να μειώνονται τόσο πολύ εν καιρώ οικονομικής ανάπτυξης, ποτέ έβδομο κόμμα δεν είχε εισέλθει στη Γερμανική Βουλή, ποτέ οι Σοσιαλδημοκράτες δεν ήταν τόσο αδύναμοι, ποτέ διαβουλεύσεις για σχηματισμό κυβέρνησης δεν είχαν καταρρεύσει, όπως έγινε με τους Πρασίνους και τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες. Η νέα κυβέρνηση έχει μόλις τριάμισι χρόνια να υπερκεράσει τις τεκτονικές αυτές αλλαγές, με πιθανή μια πιο πρώιμη ημερομηνία λήξης, όταν δρομολογηθούν οι διαδικασίες διαδοχής της Άνγκελα Μέρκελ στην ηγεσία των Χριστιανοδημοκρατών.

Την περασμένη Τετάρτη, σε κοινή συνέντευξη Τύπου, Μέρκελ, Ζέεχοφερ (ο αρχηγός των Χριστιανοικοινωνιστών) και ο σοσιαλδημοκράτης Σολτζ, ο διάδοχος του Βολφγκανγκ Σόιμπλε στο Υπουργείο Οικονομικών, δήλωσαν ότι τους περιμένει πολλή δουλειά. Και ότι ελπίζουν να φέρουν σε πέρας την περισσότερη. Πράγματι, ένα νέο δίπολο αναδύεται στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας. Από τη μια, οι πραγματιστές κεντρώοι που με επιμονή, μέθοδο και τεχνοκρατική ακρίβεια διαμοιράζουν τα οφέλη της οικονομικής ανάπτυξης. «Βγάζουν δουλειά» λίγο από εδώ, λίγο από εκεί, αυξάνοντας το ένα επίδομα κατά 2%-3%, μειώνοντας τον χρόνο αναμονής για ένα άλλο κατά 1,5% κ.ο.κ. Το 180 σελίδων «συμβόλαιο συνεργασίας» αποτυπώνει (μονότονα, είναι αλήθεια) την απόφαση συναινετικής, βαθμιαίας προσαρμογής, προκειμένου να μείνει η Γερμανία στην ευμάρεια του σήμερα. Και από την άλλη, φυσικά, οι όλο και πιο δημοφιλείς ριζοσπάστες (Δεξιάς, Κέντρου και Αριστεράς), η μέριμνα των οποίων είναι να αποκτήσουν το πολιτικό κεφάλαιο του νέου, άφθαρτου και ασυμβίβαστου, για να το αξιοποιήσουν στο μέλλον. Οι πολιτικοί της κορόνας και της καλλιέργειας πιστού ακροατηρίου θα κάνουν δυναμική και μετωπική αντιπολίτευση στο Bundestag. Αυτούς δεν τους ενδιαφέρει να «βγει δουλειά», να παραχθεί πολιτική σε αυτή τη φάση, παρά να σταματηθεί και «να φύγει το παλιό». Όσο περισσότερο δεν τιμωρούνται εκλογικά για τον βερμπαλισμό τους, τόσο θα επιμένουν.

Χρειάζεται η γερμανική κυβέρνηση ένα μεγάλο αφήγημα έναντι των επίδοξων διαδόχων; Ή μπορεί να πορευτεί λίγο-πολύ στον αυτόματο πιλότο, εκμεταλλευόμενη τη δυναμική της οικονομίας και τη συνέχεια των κρατικών δομών; Δύο σενάρια διαφαίνονται.

Το πρώτο είναι να καταφέρει ο Μεγάλος Συνασπισμός να βρει όντως το μεγάλο αφήγημα και να εμπνεύσει. Το άλμα προς τα εμπρός μπορεί να επιτευχθεί στην ευρωπαϊκή πολιτική, και την ώθηση μπορεί να τη δώσει (όπως τόσες φορές στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) η γαλλογερμανική συμμαχία. Τους 6 αυτούς μήνες, ο ρόλος του πολιτικού μπροστάρη είχε παραδοθεί στον Πρόεδρο Μακρόν, όμως τις τελευταίες μέρες Γερμανοί πολιτικοί δείχνουν έτοιμοι να λάβουν τη σκυτάλη. Αν μάλιστα το Brexit πραγματοποιηθεί ομαλά, η Γερμανία έχει πολλά να κερδίσει από τη μεταφορά οικονομικής δραστηριότητας στο έδαφός της. Βαθύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν σημαίνει απαραίτητα, βέβαια, και φιλελεύθερη κατεύθυνση. Υπάρχουν σημάδια ότι ο Συνασπισμός σκληραίνει τη στάση του στο μεταναστευτικό/προσφυγικό, και οι Βαυαροί Χριστιανοκοινωνιστές λαμβάνουν θέσεις για ένα Kulturkampf, για να επαναπατρίσουν ψηφοφόρους του AfD και να ευχαριστήσουν Αυστρία και Ανατολική Ευρώπη.

Το δεύτερο σενάριο είναι να μην αναγεννηθεί ο Μεγάλος Συνασπισμός μέσα από κάποιο ηγεμονικό αφήγημα και να συνεχιστεί η φθορά των κομμάτων εξουσίας. Ο Συνασπισμός έχει άλλωστε εγγενείς φυγόκεντρες τάσεις, καθώς το SPD και οι Χριστιανοκοινωνιστές είναι υποχρεωμένοι να εκτοξεύουν κατά διαστήματα αντιπολιτευτικά πυροτεχνήματα, με το βλέμμα στα δημοσκοπικά ποσοστά τους. Το σενάριο αυτό είναι και το πιο πιθανό, καθώς –ιδίως– οι Σοσιαλδημοκράτες ενδιαφέρονται λιγότερο για την ισχυροποίηση και νοηματοδότηση ενός αφηγήματος του «Νέου Κέντρου» και περισσότερο για την πιθανότητα να γίνουν ξανά πρώτο κόμμα, ανανεώνοντας την ηγεσία τους.

Και τα δύο σενάρια ενέχουν βέβαια υψηλό ρίσκο για τους Σοσιαλδημοκράτες. Το πρώτο σημαίνει απορρόφησή τους από αυτό που μπορούμε να αποκαλέσουμε Συνασπισμένο Φιλοευρωπαϊκό Κέντρο. Το δεύτερο τους φέρνει προ των αντιφάσεών τους: γιατί επέλεξαν να συγκυβερνήσουν, ενώ θέλουν να ανανεωθούν απολαμβάνοντας το ακαταλόγιστο της αντιπολίτευσης; Θα καταλάβουν οι ψηφοφόροι τη διαφορά ανάμεσα στο κόμμα στην κυβέρνηση (εκπροσωπούμενο από τους Σοσιαλδημοκράτες υπουργούς) και την ηγεσία των κομματικών μηχανισμών (εκπροσωπούμενο από τη νέα, φέρελπι αρχηγό, Andrea Nahles);

Δύσκολοι καιροί για τους «Συντρόφους»…

[ Εικονογράφηση: Daniel Richter, «Phienox», 2000 ].