Το σύνορο

P
Δημήτρης Ζεγγίνης

Το σύνορο

Αυτό που απασχολεί τον δημόσιο διάλογο, τόσο στη χώρα μας όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, είναι μια γραμμή στο χάρτη, το σύνορο, και ποιος έχει το δικαίωμα να το διαβεί. Με άλλα λόγια, τι ορίζει τις δύο πλευρές του συνόρου. Το δικό μας και το άλλο.

Η έννοια του συνόρου εικονογραφείται κατά τον καλύτερο τρόπο στη γνωστή σκηνή από την ταινία του Αγγελόπουλου «Το μετέωρο βήμα του πελαργού». Είναι τότε που ο αξιωματικός κρατάει το πόδι του μετέωρο πάνω από τη γραμμή του συνόρου και λέει, «Αν κάνω ένα βήμα, είμαι αλλού». Αυτό που συμβολίζει καθαρά η σκηνή είναι πως είναι αδύνατον να σταθείς στο σύνορο. Υπάρχεις όταν είσαι στη μια ή στην άλλη πλευρά. Στο σύνορο δεν υπάρχεις. Το σύνορο είναι η άρνηση της ύπαρξης. Νομίζω πως με αυτό τον τρόπο μάς δίνεται να καταλάβουμε καλύτερα από τα εγχειρίδια Διεθνούς Δικαίου η σύγχρονη έννοια του συνόρου. Και λέω σύγχρονη γιατί με αυτή την έννοια αντιλαμβανόμαστε το σύνορο από περίπου τον 18ο αιώνα.

Βλέπετε, το σύνορο είναι συνυφασμένο με την ύπαρξη του έθνους-κράτους. Πριν δεν υπήρχε το σύνορο σαν μια γραμμή στον χάρτη, σαν μια γραμμή που χωρίζει τη μια πραγματικότητα, τη μια ύπαρξη, από την άλλη — που χωρίζει το ένα έθνος-κράτος από το άλλο. Ακόμα και γλωσσολογικά είναι διαφορετική η περιγραφή του συνόρου. Στον Μεσαίωνα δεν υπάρχει η λέξη σύνορο για να σηματοδοτήσει το όριο ανάμεσα σε δύο πολιτικές ενότητες. Υπάρχουν οι λέξεις mark (άκρη, περιθώριο) και forst (δάσος) για να σηματοδοτήσουν στον ύστερο Μεσαίωνα ένα ιδιότυπο συνοριακό καθεστώς. Για παράδειγμα, τα δουκάτα και οι κομητείες αποτελούνταν από έναν πυρήνα εξουσίας, που συμβολίζεται από τη μεσαιωνική πόλη, περικυκλωμένου από μία ευρεία φτωχή περιφέρεια. Με αυτή την έννοια, τα πρώτα βασίλεια της Ευρώπης είχαν γύρω τους μιαν ευμεγέθη αφιλόξενη ζώνη (no man’s land).

Στα καθ’ ημάς, οι περίφημοι Ακρίτες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατοικούσαν σε έναν αντίστοιχο χώρο που ξεχώριζε το Βυζάντιο από το Ισλάμ. Έτσι, η σχέση ανάμεσα στις δύο πολιτικές ενότητες είναι αυτή της αντίθεσης. Η μία είναι απλώς διαφορετική από την άλλη, χωρίς να επηρεάζει η ύπαρξη της μιας την άλλη. Η έννοια του ανταγωνισμού αρχίζει να εισάγεται με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (το Χαλιφάτο) και οριστικοποιείται με τη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης από τους Οθωμανούς. Ο ανταγωνισμός σημαίνει πως η ύπαρξη του άλλου επηρεάζει τη δική μου ύπαρξη — και την ορίζει. Έτσι, η ανάγκη να αντισταθούν στους Οθωμανούς αποτελεί την κύρια νομιμοποίηση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων.

Έχουμε πλέον εισέλθει στον Διαφωτισμό, οπότε διαμορφώνονται τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη και σχηματοποιούνται οι πολιτικές ενότητες που αποτελούν τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη. Τότε διαμορφώνεται η έννοια του συνόρου σαν μια γραμμή στον χάρτη. Αυτά όμως ισχύουν για την Ευρώπη. Στον υπόλοιπο κόσμο, στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, που περιελάμβανε τον μουσουλμανικό κόσμο, η έννοια του συνόρου και του άλλου, του εκτός συνόρων, παραμένει εν πολλοίς προνεωτερική. Τα όρια του κόσμου για τον μουσουλμάνο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα και την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι ασαφή. Ο κόσμος του είναι το Χαλιφάτο. Ό,τι κείται εκτός αυτού είναι χωρίς σημασία για την ύπαρξή του. Ιδίως η Ευρώπη.

Στις αρχές του 20ού αιώνα όμως, η Ευρώπη —τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη— χαράζει γραμμές στον χάρτη και ορίζει τα σύνορα των κρατών της Μέσης Ανατολής, αλλά και όλων των πρώην αποικιών. Αυθαίρετα, εν πολλοίς. Με τη χάραξη των συνόρων, εισάγονται βίαια στη νεωτερικότητα και αυτοί οι πληθυσμοί. Μια διαδικασία διαμόρφωσης εθνικών ταυτοτήτων που στην Ευρώπη κράτησε δύο και περισσότερο αιώνες, στη Μέση Ανατολή έγινε βίαια, και γι’ αυτό τεχνητά, μέσα σε μια γενιά. Και είναι καιρός πλέον να παραδεχτούμε πως η εφαρμογή του ευρωπαϊκού μοντέλου του έθνους-κράτους στους λαούς της Μέσης Ανατολής απέτυχε. Την αποτυχία αυτή βιώνουμε τα τελευταία 20 χρόνια με το Αφγανιστάν, το Ιράκ, την τρομοκρατία, και τώρα με τη Συρία και τον ISIS. Πρέπει επίσης να παραδεχτούμε πως, όσο στις χώρες αυτές κυριαρχούσαν αυταρχικά καθεστώτα, το μοντέλο έφερνε μια κάποια ισορροπία: μέχρι δηλαδή τον καιρό που η πολιτική ορθότητα κυριάρχησε επί της realpolitik, και η Δύση αποφάσισε, εκατό χρόνια μετά τη βίαιη εγκαθίδρυση του έθνους-κράτους, να εγκαταστήσει και δυτικούς, φιλελεύθερους θεσμούς. Και το έκανε αυτό ξεριζώνοντας, όπου μπόρεσε και βρήκε αφορμή, τις δικτατορίες. Το αποτέλεσμα όμως δεν είναι ο εκσυγχρονισμός των χωρών αυτών, αλλά πόλεμοι — και μετακινήσεις πληθυσμών.

Αυτοί λοιπόν οι πληθυσμοί άρχισαν να φτάνουν στο σύνορο. Και το βρήκαν ανοιχτό. Το άνοιξε η δική μας κυβέρνηση. Αυτό όμως που έκανε στην ιδεοληψία της ήταν να μεταφέρει το σύνορο από το Αιγαίο στην Ειδομένη. Και τώρα βρίσκουν το καινούριο σύνορο εντός της Ευρώπης κλειστό. Φτάνουν εδώ για να διεκδικήσουν τον εκσυγχρονισμό που η Δύση τούς υποσχέθηκε πως θα έρθει στις χώρες τους. Τώρα μάλιστα τον απαιτούν σχεδόν. Και εκσυγχρονισμός είναι τα 370 ευρώ μηνιαίο επίδομα σε κάθε οικογένεια προσφύγων, συν δωρεάν στέγαση, που δίνει η γερμανική κυβέρνηση. Μπόνους, η πιθανότητα εργασίας. Με άλλα λόγια, λένε, «Ερχόμαστε στο σπίτι σας για να γίνουμε Ευρωπαίοι. Αυτό δεν μας ζητούσατε όταν χαράζατε τις γραμμές στον χάρτη και ρίχνατε τις δικτατορίες;» Έτσι, πάνω στο σύνορο της Ειδομένης, εν προκειμένω, προβάλλεται το άλλο, ο άλλος τρόπος ζωής που απαιτούν.

Όμως ο εργάτης του Ρουρ, ο χρηματιστής του Σίτι, ο αγρότης της Κρακοβίας και ο υπάλληλος της Λιουμπλιάνας δεν νοιάζονται αν στη Δαμασκό, στη Βαγδάτη ή στην Καμπούλ θα έχουν δυτικούς θεσμούς ή όχι. Αυτούς τούς νοιάζει να έχουν ψωμί στο τραπέζι και την ελευθερία να δημιουργούν στη χώρα τους και στην Ενωμένη Ευρώπη. Επιβάλλουν, έτσι, το κλείσιμο των συνόρων. Και είναι αμείλικτοι σε αυτό.

Τώρα πια η εικόνα του άλλου που προβάλλεται πάνω στο σύνορο στην Ειδομένη ξεθωριάζει: δεν υπάρχει. Όπως δεν υπάρχει και η από εδώ μεριά του συνόρου. Δεν υπάρχει η Δαμασκός, η Βαγδάτη και η Καμπούλ που ήξεραν αυτοί οι άνθρωποι. Μένουν λοιπόν μετέωροι μπροστά σε μία γραμμή. Το σύνορο δεν είναι πλέον η προβολή του άλλου, αλλά παίρνει τη διάσταση που το σύνορο, όπως προείπαμε, έχει στη στενή του έννοια: γίνεται το χάος, η άρνηση της ύπαρξης.

Και τώρα όλη η χώρα γίναμε δυστυχώς το σύνορο. Άσχετα με το τι θα αποφασιστεί την Πέμπτη στην ΕΕ, άσχετα με το τι θα κάνει η Μέρκελ, εμείς είμαστε πλέον το σύμβολο του ανύπαρκτου. Μαζί με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, είμαστε κι εμείς εγκλωβισμένοι. Το κατάφερε αυτό η χειρότερη κυβέρνηση που θα μπορούσαμε να έχουμε και με τις χειρότερες οικονομικές συνθήκες. Μας κυβερνά μία ομάδα απαίδευτων, ανίκανων ανθρώπων, που δεν ξέρουν πού βρίσκονται και τι να κάνουν. Ας μη γελιόμαστε. Αυτοί, ο Τσίπρας και οι γύρω του, μας μετέτρεψαν στη νεκρή ζώνη της Ευρώπης: στο σημείο του αδύνατου — του χάους.