Τα ανυπεράσπιστα πλάσματα

C
Σαπφώ Καρδιακού

Τα ανυπεράσπιστα πλάσματα

Εγώ γράφω γιατί ο μπαμπάς μου διάβαζε.

Αυτό τον τρόπο βρήκε ο ήρωας του βιβλίου για να κερδίσει την προσοχή του πατέρα του. Αφού ο μπαμπάς διαβάζει, και πρέπει όλοι να κάνουμε ησυχία όταν διαβάζει, ο αφηγητής καταγίνεται με τη συγγραφή. Εφόσον ο μπαμπάς θεωρεί τα βιβλία που διαβάζει με τόση προσήλωση σημαντικότερα από τον γιο του, τότε ο γιος θα τον κερδίσει μέσα από αυτά. Ή, τουλάχιστον, έχει αυτή την πεποίθηση. Γιατί ο αφηγητής της ιστορίας δεν έχει μόνο έλλειψη από την τρυφερότητα του πατέρα. Του λείπουν αρκετά ώστε να προκαλεί την ανησυχία της μητέρας του και την αμηχανία των άλλων.

Ήμουν ένα παιδί γεμάτο τρύπες, όχι όπως έχουν όλοι εδώ κι εκεί, στο σώμα τους, αλλά μαύρες τρύπες, όπως αυτές που λένε ότι έχει το σύμπαν και καταβροχθίζουν όποιον πλησιάζει, ακόμη και το ίδιο το φως.

Μέχρι τα δώδεκα —όταν τον γνωρίζουμε— φαίνεται να έχει «ακουμπήσει» τη ζωή του κάπου και να την έχει ξεχάσει. Βρέχει ακόμα το κρεβάτι του, αφαιρείται εύκολα, έχει περιορισμένες ικανότητες επικοινωνίας. Αλλά μια μέρα όλα ανατρέπονται.

Η ζωή είναι καθαρή τύχη. Το πρωί βρίσκεις μια μπίλια στην αυλή του σχολείου και το βράδυ είσαι δολοφόνος.

Προκαλεί ένα δυστύχημα που κοστίζει τις ζωές των μελών μιας οικογένειας και την αναπηρία της κόρης που επέζησε. Εννοείται ότι δεν το ομολογεί, αλλιώς τι νόημα θα είχε το βιβλίο; Θα αποτυπώσει στο χαρτί τα γεγονότα εκείνης της hμέρας αμέτρητες φορές, θα τα διαγράψει, θα τα σκίσει μέχρι να γίνουν το βιβλίο που θα θέλει να διαβάσει ο πατέρας. Θα παρακολουθεί την κοπέλα μέχρι να της μιλήσει και να γνωριστούν, όμηρος μιας εμμονής που δεν μας προκαλεί εντύπωση όσο τον γνωρίζουμε καλύτερα.

Ο Χουάν Χοσέ Μιγιάς ανήκει, λίγο-πολύ, στο «κατεστημένο» της ισπανικής λογοτεχνίας. Literary και «εμπορικός», λογοτέχνης και δημοσιογράφος, σκεπτικιστής και αισιόδοξος. Στα έργα του βασίζεται στον σουρεαλισμό, στην υποδόρια σάτιρα και στην αλληγορία για να γράψει για πάρα πολύ σοβαρά θέματα. Ούτε σε αυτό το βιβλίο θα δούμε τον Μιγιάς να υποκύπτει σε ευκολίες. Γνωρίζουμε τον δολοφόνο, δεν παίζει το παιχνίδι της γάτας και του ποντικού, δεν αγωνιούμε αν θα αποκαλυφθεί, αν θα λογοδοτήσει. Μπολιάζει με το στοιχείο του παραλόγου μια ιστορία που δεν θα είχε λόγο να γραφτεί σε αυτό το ύφος, αν δεν την έγραφε ο συγκεκριμένος συγγραφέας.

Το θέμα του βιβλίου αποτελεί «μαγιά» για ψυχολογικό θρίλερ, με stalker και ατιμώρητο έγκλημα. Ο συγγραφέας, όμως, δεν μεταπηδά σε αυτό το genre παρά σκιαγραφεί έναν ανήλικο δολοφόνο με δυσκολίες προσαρμογής, που εσωτερικεύει τις τύψεις μέχρι να γίνουν η νέα του προσωπικότητα.

Δεν ήμουν έξυπνο παιδί, δεν είχα τέτοια αναλυτική ικανότητα, ήμουν μάλλον λίγο χαζός, χαζός με την έννοια ότι μου έλειπαν κάποιοι σύνδεσμοι που ενώνουν τα άτομα με την πραγματικότητα. Δεν ξέρω αν είχαν κοπεί την ώρα που άφησα την μπίλια να πέσει πάνω στα αυτοκίνητα ή αν είχα αφήσει την μπίλια να πέσει ακριβώς γιατί ήταν ήδη κομμένοι. Υποπτεύομαι, δεδομένου ότι έβρεχα το κρεβάτι, πως έτσι είχα γεννηθεί.

Δεν μας ζητείται σε καμία πρόταση, σε καμία σελίδα να συμπαθήσουμε ή να καταδικάσουμε τον κεντρικό χαρακτήρα. Ο ίδιος δεν βρίσκει πειστική αιτιολογία για τις πράξεις του. Μόνο μάρτυρες της παράδοσής του στον μαζοχισμό μπορούμε να σταθούμε και, ταυτόχρονα, να θυμηθούμε ότι ο ήρωας είναι έφηβος. Περπατάει προς την ενηλικίωση χωρίς οδηγό, ο πατέρας είναι απών, η μητέρα παρούσα από ανάγκη, η καθοδήγηση δεν έρχεται από κανέναν έμπειρο ενήλικο, δεν έχει καμία συναναστροφή με συνομηλίκους. Λείπουν οι γονείς, λείπουν οι φίλοι, λείπουν τα βιβλία. Ο ήρωας δεν διαβάζει, όπως παραδέχεται, άρα αποκλείει τα ερεθίσματα της εφηβικής και μη λογοτεχνίας που θα συντελούσαν στη συνειδητοποίηση του κόσμου και του εαυτού. Μόνο γράφει, σκίζει, ξαναγράφει. Και παλεύει με τους δαίμονες που στοιχειώνουν τα μερόνυχτα της ζωής του και ενσαρκώνονται στην ανάπηρη κοπέλα. Κατά έναν τρόπο, ο Μιγιάς έγραψε ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, ένα βιβλίο για τη σκοτεινή όψη της εφηβείας, δίνοντας έμφαση στην απομόνωση που βιώνει ο πρωταγωνιστής από την οικογένεια και την κοινωνία.

Ο νεαρός κατά-τύχη-δολοφόνος δεν ομολογεί το έγκλημα μεγαλόφωνα, δεν λυτρώνεται από την παραδοχή της ενοχής. Αυτοτιμωρείται με την ποινή της συνεχούς αποτύπωσης του δυστυχήματος σε χαρτιά που πετάει έπειτα, ένας αυτοβασανιζόμενος που δεν προσδοκά την εξιλέωση και την αγνότητα.

Ο Μιγιάς «φυτεύει» μέσα στον ήρωα του βιβλίου έναν σπόρο Ρασκόλνικοφ, αλλά δεν τον ποτίζει με το αίσθημα δικαιοσύνης που δρομολόγησε την ομολογία του δεύτερου. Κρατά την παλινδρόμηση μεταξύ παραδοχής και συγκάλυψης της ενοχής που ταλαιπωρεί τους δύο ήρωες, αλλά στο δικό του βιβλίο επικρατεί η δεύτερη. Στη «Δική μου ιστορία» ο ήρωας ασφυκτιά με το μυστικό, τον πνίγει η κρυψίνοια, απομονώνεται από τους γονείς του — αν και εδώ, σε αντίθεση με το «Έγκλημα και Τιμωρία», δεν τίθεται θέμα οικογένειας, επειδή η αδιαφορία του πατέρα «εμπνέει» τις αυτοκτονικές τάσεις του παιδιού και η μητέρα καταλήγει να εκδηλώνει την αποστροφή που συγκαλύπτει χάριν της μητρότητας. Δεν είναι τυχαίο, δε, που ο συγγραφέας ξεχωρίζει ακόμα ένα έργο του Ντοστογιέφσκι, από τη βιβλιοθήκη του πατέρα. «Ο Ηλίθιος» αναρωτιέται, ανάμεσα στις ηθικές θεματικές που απασχολούσαν τον Ρώσο λογοτέχνη, και για το δίπολο ενοχής-αθωότητας, μιας αθωότητας που γυρεύει να μείνει στην επιφάνεια όσο η ηθική ενοχή την τραβάει στον βυθό.

Οι αναγνώστες ίσως διχαστούν μεταξύ της αθωότητας που εμπνέει αυθόρμητα ένας άνθρωπος με αδυναμία προσαρμογής, όπως ο ήρωας, και της ενοχής που παίρνει υπόσταση όσο το αγόρι μεγαλώνει με τη συναίσθηση του εγκλήματος και την εσκεμμένη απόκρυψη της δικής του υπαιτιότητας. Μπορεί, επίσης, να επιμείνουν στην υπόνοια της ψυχασθένειας που χαρακτηρίζει την εμμονή και την εμπλοκή του με την κοπέλα που επέζησε αντί να σταθούν στην εκδοχή της άρρητης ανάγκης για αποδοχή από τους γονείς. Πώς αλλιώς θα αιτιολογούσαμε τον μονόδρομο στην επιτυχία μέσω της έγκρισης του πατέρα; Για τον πρωταγωνιστή, η επιτυχία είναι συνυφασμένη με την πατρική αποδοχή: την αγκαλιά που δεν ένιωσε σαν γιος θα κοπιάσει να την κερδίσει σαν συγγραφέας. Επιδιώκει εκείνο που ανέλυσε ο Γιουνγκ σχετικά με τη δόμηση της ταυτότητας ενός παιδιού μέσω του πατέρα. Όσο οι γονείς του ήρωα τον αντιμετώπιζαν με υπερπροστασία σαν αυτοσκοπό (μητέρα) και με αδιαφορία (πατέρας), η persona του παρέμενε ασχημάτιστη. Μόλις ανακάλυψε πως το «ατύχημα» ξαναμοίρασε την τράπουλα των συναισθημάτων —η μητέρα έγινε επιφυλακτική εξαιτίας των υποψιών, ο πατέρας προσβάσιμος με τις απόπειρες συγγραφής—, πήρε την πρώτη ώθηση για την κοινωνικοποίηση και τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης —στα δικά του μέτρα— ταυτότητας.

Όπως όλοι οι έφηβοι, το αγόρι ζητά να τον αναγνωρίζουν και να τον αποδέχονται. Η αντίληψη και, ειδικότερα, η αυτοαντίληψη στρεβλώνονται στην εφηβεία, κυριαρχεί το Εγώ την ίδια στιγμή που θεωρείται αόρατο, τα συναισθήματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά οπερετική υπερβολή, οι σκέψεις καλύπτονται από συννεφιά, αυτοκαταστροφή και νιχιλισμό. Η προσωπικότητα του εφήβου είναι πλαστελίνη που παίρνει σχήμα όταν πλάθεται από την οικογένεια, για αρχή. Πώς γίνεται, όμως, να ζητήσουμε από τον πρωταγωνιστή μας να εμπιστευτεί τους μεγάλους και να ανδρωθεί στα χέρια τους;

Τότε ήταν, λοιπόν, έτσι νομίζω, ναι, τότε ήταν, έπειτα από εκείνη τη σύντομη στιχομυθία στην κουζίνα, που κατάλαβα πρακτικά αυτό που αναμφίβολα είχα ήδη υποπτευθεί θεωρητικά: πως οι μεγάλοι ήταν κι αυτοί παιδιά, ανυπεράσπιστα πλάσματα, που αντιμετώπιζαν τις επιθέσεις της πραγματικότητας όχι τόσο όπως έπρεπε αλλά όπως μπορούσαν. Κι ύστερα τα βόλευαν έτσι ώστε να μετατρέψουν αυτό που μπορούσαν να κάνουν σε αυτό που έπρεπε να κάνουν.

Η διαπίστωση αυτή είναι σαν το βιβλίο — διαχρονική· όπως είναι ο ιδεασμός των εφήβων με το δραματικό, το ζοφερό, το νοσώδες. Όπως η αποτύπωση της άχαρης μύησης στην ενηλικίωση στην παγκόσμια λογοτεχνία, από τον Σάλιντζερ στον Μπέρτζες, στον Μακ Γιούαν, στον Μιγιάς.

[ Πηγή εικονογράφησης ]