Τα όρια της πλειοψηφίας
Αυτή την Τρίτη αφήνουμε για λίγο την έρευνα στα ξένα και πιάνουμε μια συζήτηση στην οποία πολύ σύντομα θα επανέλθουμε με τις διεθνείς της διαστάσεις — αλλά η αφορμή αυτή τη φορά προέρχεται καθαρά από την εσωτερική ειδησεογραφία της εβδομάδας που πέρασε.
Μιλάμε για δύο γεγονότα τα οποία, μολονότι η συζήτηση του προϋπολογισμού και το προσφυγικό κυριαρχούσαν στην επικαιρότητα, δεν πέρασαν απαρατήρητα από όσους ενδιαφέρονται για τα ατομικά δικαιώματα στη χώρα μας και αλλού. Το ένα είναι οι δηλώσεις του συντρόφου του Μηνά Χατζησάββα στην κηδεία του — μας θύμισαν για άλλη μία φορά ότι το κριτήριο της Πολιτείας για να αναγνωρίσει μία οικογένεια δεν είναι η πρόθεση αυτών που τη συγκροτούν για κοινωνία βίου, δεν είναι η αγάπη και η συντροφικότητά τους, αλλά η συμβατότητα με ένα μοντέλο που έχει στηθεί πάνω σε θρησκευτικές, μεταφυσικές αντιλήψεις. Το δεύτερο γεγονός είναι η δίκη, στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου, του Χάιντς Ρίχτερ, διαπρεπούς Γερμανού ιστορικού. Η δίκη αυτή μάς θυμίζει πως η ελληνική Πολιτεία έχει θεσπίσει νομοθεσία με την οποία καθιερώνει επίσημα ιστορικά γεγονότα και επίσημες απόψεις, απειλώντας με ποινικές κυρώσεις για όποιον διαφωνεί δημοσίως με αυτές.
Το ζήτημα της ισότητας στον γάμο και, γενικότερα, του αποκλεισμού των ομοφύλων από δικαιώματα που ισχύουν για τα ετερόφυλα ζευγάρια έχει απασχολήσει πολλάκις τα Δικαστήρια στο εξωτερικό. Το ίδιο και η ελευθερία της έκφρασης, ειδικότερα η ελευθερία να εκφράζονται αντιδημοφιλείς απόψεις — πολύ περισσότερο, όταν οι απόψεις αυτές εκφράζονται στο πλαίσιο της επιστημονικής έρευνας. Και στις δύο περιπτώσεις, η αυτονόητη ισότητα και η αυτονόητη ελευθερία της έκφρασης αποκαταστάθηκαν μέσα από δικαστικές αποφάσεις. Η ανισότητα, όμως, είχε επιβληθεί ή είχε διατηρηθεί από νομοθετικά σώματα που είχαν δημοκρατική νομιμοποίηση. Ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα που κλήθηκαν να επιλύσουν τα Δικαστήρια, όταν είχαν τέτοιες υποθέσεις ενώπιόν τους, ήταν εάν νομιμοποιούνται να ακυρώσουν τη βούληση του δημοκρατικά εκλεγμένου νομοθετικού σώματος: τη βούληση της πλειοψηφίας.
Πολλά είναι τα παραδείγματα, όπου η πλειοψηφία έχει παραβιάσει ατομικά δικαιώματα τα οποία τελικώς τα προστάτευσαν τα Δικαστήρια. Βέβαια, οι περισσότερες δημοκρατίες είναι σχετικά νέες και τους είχε ξεμείνει αρκετή νομοθεσία από προηγούμενα αυταρχικά καθεστώτα, ή δεν έχουν παράδοση ατομικών δικαιωμάτων. Όμως δεν πρέπει να παραβλέψουμε και ότι πολλές δημοκρατίες, μολονότι πέρασαν στάδια μεγάλου σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων, επιστρέφουν σε αυταρχικές πρακτικές. Επίσης, αυταρχικοί κυβερνήτες έχουν πολύ συχνά τη νομιμοποίηση που προέρχεται από την εκπεφρασμένη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Η δημοκρατική διαδικασία, εάν περιοριζόταν μόνο στην αρχή της πλειοψηφίας, δεν θα μπορούσε να διασφαλίσει τον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων, ακόμη και αυτών που σήμερα αναγνωρίζονται ως θεμελιώδη και που θεωρούνται αυτονόητα.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή η πλειοψηφία πολλές φορές επιδιώκει να επιβάλει την επικρατούσα ηθική στο σύνολο της κοινωνίας μέσω της νομοθετικής λειτουργίας. Άλλες φορές, η νομοθετική λειτουργία είναι έρμαιο διαφόρων ισχυρών συντεχνιών, που καταφέρνουν να επιβάλουν νομοθετικές ρυθμίσεις, με τις οποίες τούς παραχωρούνται προνόμια εις βάρος όλων των άλλων. Ειδικότερα στην Ελλάδα, μάλιστα, έχουμε δει πάρα πολλές φορές την κοινοβουλευτική πλειοψηφία να υποτάσσεται στην εκάστοτε κρατούσα εθνικιστική υστερία, με αποτελέσματα δυσμενή για την ελευθερία του λόγου.
Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, λοιπόν, ότι η αρχή της πλειοψηφίας από μόνη της, ανέλεγκτη, μπορεί να οδηγήσει στον ολοκληρωτισμό. Ολοκληρωτισμός υπάρχει όταν στο κάθε άτομο, στον κάθε πολίτη (ή και μη-πολίτη), δεν καταλείπεται το περιθώριο για να αναπτύξει την ατομικότητά του —να εκφράζεται, να δημιουργεί, να ερευνά, να πιστεύει ή να λατρεύει, να ερωτεύεται, να δημιουργεί οικογένεια—, αλλά όταν οι πολίτες ζουν τη ζωή τους και διαμορφώνουν τις βασικές επιλογές τους κατά τρόπο κεντρικά επιβεβλημένο. Όταν το περιθώριο της ατομικότητας αφαιρεθεί, ακόμη και εάν αυτό γίνει σε ένα κατ’ όνομα δημοκρατικό καθεστώς με ετυμηγορία της πλειοψηφίας και όχι με απόφαση ενός τυράννου, μοιραία θα εκπέσουν και τα επιφανειακά χαρακτηριστικά που προσέδιδαν στο καθεστώς αυτό μιαν επίφαση δημοκρατίας. Ανάμεσα στα άλλα, και ο διάλογος, και η πληροφόρηση, και η ανταλλαγή ιδεών —βασικές προϋποθέσεις για την επιλογή και την εκλογή— θα εκλείψουν, και η οργανωμένη έκφραση της πλειοψηφίας θα είναι ένα πρόσχημα για μεγαλύτερο έλεγχο στη ζωή των πολιτών. Αυτό δεν είναι θεωρία, είναι ιστορία — και είναι και κάτι που βλέπουμε στο παρόν: βλέπουμε τον αυταρχικό κατήφορο της Ρωσίας και της Τουρκίας με ηγέτες που υποστηρίζονται ενθουσιωδώς από τη μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.
Εξ ου και η πραγματική δημοκρατία δεν χαρακτηρίζεται μόνο από την αρχή της πλειοψηφίας — έχει όρια. Και διαθέτει θεσμούς, όπως τα ατομικά δικαιώματα, που καθιερώνονται με συνταγματικές διατάξεις, και μηχανισμούς, όπως τα Δικαστήρια, που εξασφαλίζουν τα δικαιώματα αυτά ακόμη και σε αντίθεση με τη λαϊκή ψήφο. Η λαϊκή κυριαρχία θέτει όρια στον εαυτό της: τα όρια που θα επιτρέψουν τη διατήρηση, κατά το δυνατόν, της δυνατότητάς της να εκφράζεται ελεύθερα και ανόθευτα και στο μέλλον. Οι δυνάμεις του λαϊκισμού κατηγορούν συχνά αυτά τα όρια, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι είναι όρια που λειτουργούν εις βάρος του λαού, εις βάρος της δημοκρατικής έκφρασής του, παρασιωπώντας βέβαια το γεγονός ότι καθιερώθηκαν για να λειτουργούν υπέρ του. Στην Ελλάδα, όπου κρατεί ο λαϊκισμός, ποτέ δεν έχουμε κάνει αυτόν τον διάλογο, τον διάλογο περί ορίων. Από το «ένας είναι ο θεσμός, ο κυρίαρχος λαός» περασμένων δεκαετιών, μέχρι τη νομιμοποίηση οποιασδήποτε εκτροπής στα πανεπιστήμια, εάν μπορούσε αυτή να συσχετισθεί με κάποια πρόσκαιρη πλειοψηφία (συνήθως τεχνητή), αλλά και με την πλήρη αμφισβήτηση της νομιμότητας ως αξίας και τον υποβιβασμό της αρχής του κράτους Δικαίου από θεμέλιο του πολιτεύματος σε ένα ακόμη σχετικιστικό επιχείρημα, δεν έχουμε δεχτεί καν ότι υπάρχουν όρια στο τι μπορεί να αξιώσει ή να επιβάλει το κράτος.
Αποτέλεσμα: στην Ελλάδα η επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια θα γίνει μόνον εάν οι εκλογικοί συσχετισμοί φανούν ευνοϊκοί προς τούτο, παρά την καταδίκη της χώρας μας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η ελευθερία της επιστημονικής έρευνας δεν αντιμετωπίζεται ως αυτονόητο δικαίωμα, αλλά μπαίνει στη ζυγαριά με το πληγωμένο φιλότιμο του (κρητικού, εν προκειμένω) λαού — χωρίς μάλιστα στη ζυγαριά αυτή να παίζει κάποιο ρόλο η ίδια η αλήθεια. Η αφαίρεση της δήλωσης για τις μεταφυσικές πεποιθήσεις ενός πολίτη από βασικά διοικητικά έγγραφα δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη στην πράξη, ενώ η αφαίρεσή της από την αστυνομική ταυτότητα κατέστη δυνατή χάρη στη συγκυριακή, τότε, κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Ένας αγώνας που δεν έχουν κερδίσει ακόμη οι φιλελεύθερες δυνάμεις στη χώρα είναι ο αγώνας για τα όρια της πλειοψηφίας. Δεν τον έχουμε κερδίσει, επειδή δεν έχουμε καταφέρει να πείσουμε ότι τα όρια στην αρχή της πλειοψηφίας, τα ατομικά δικαιώματα και το κράτος δικαίου, δεν είναι όρια στη δημοκρατία, αλλά συστατικά της.