Τα τείχη

L
Ρηγούλα Γεωργιάδου

Τα τείχη

Ο βλοσυρός άντρας με το πηλήκιο κοίταξε για δέκατη φορά τη φωτογραφία του διαβατηρίου και μετά πάλι το πρόσωπο του οδηγού. Αυτή τη φορά το βλέμμα του σταμάτησε σε άλλο σημείο του προσώπου, κάπου ανάμεσα στα φρύδια και τη γραμμή των μαλλιών, σαν να συνέκρινε τα βιομετρικά χαρακτηριστικά της φάτσας στο χαρτί με εκείνην που είχε μπροστά του. Ήταν μια διαδικασία που κατόπιν θα επαναλάμβανε και για τους άλλους τρεις επιβάτες του άσπρου Όπελ. Τελικά τα μάτια του σταμάτησαν στα μάτια του οδηγού. Έμειναν εκεί για ένα δευτερόλεπτο, το πιο ψαρωτικό, γιατί η οπτική επαφή το έχει αυτό, και κατόπιν ρώτησε: «Από το προηγούμενο φυλάκιο ελέγχου ώς εδώ, η διαδρομή διαρκεί συγκεκριμένη ώρα. Εσείς κάνατε τρία τέταρτα περισσότερο. Πού ήσασταν όλο αυτό το διάστημα; Παρεκκλίνατε από την πορεία σας;» Ο οδηγός, είτε επειδή δεν είχε μάθει ποτέ να λέει ψέματα είτε επειδή θεώρησε ότι τώρα δεν ήταν η ώρα που έπρεπε να μάθει, είπε την αλήθεια: «Σταματήσαμε στο δάσος για να ξεκουραστούμε και να απολαύσουμε το τοπίο». Μπορεί και να αιφνιδιάστηκε απλώς. Όμως ούτε στιγμή δεν του πέρασε από το μυαλό —ή μάλλον του πέρασε, αλλά πολύ αργότερα, όταν θα διηγούνταν την περιπέτεια της Ανατολικής Γερμανίας μαζί με τις υπόλοιπες ταξιδιωτικές τους εντυπώσεις— ότι στη συγκεκριμένη χώρα θα μπορούσαν να ακολουθήσουν ερωτήσεις του στιλ, «Και πού αλλού πήγατε; Ποιους συναντήσατε; Με ποιους μιλήσατε; Τι είπατε;» και ό,τι αυτές οι ερωτήσεις ίσως συνεπάγονταν. Άγνοια κινδύνου; Ενδεχομένως. Αφέλεια; Κι αυτό. Ειδικά όταν η χρονιά ήταν το 1971 και πίσω στην πατρίδα του οδηγού κυβερνούσε χούντα, κι ακόμα περισσότερο όταν δίπλα του, στη θέση του συνοδηγού, καθόταν η σύζυγός του: Γερμανίδα με εβραϊκές και ρώσικες ρίζες, από εκείνα τα χώματα που άλλαζαν συχνά-πυκνά χέρια και σημαίες και ονόματα. Που μερικά χρόνια νωρίτερα είχε επισκεφτεί την Κρήτη ως τουρίστρια και είχε ερωτευτεί πρώτα τον τόπο και μετά τη γλώσσα και στο τέλος τον νεαρό που μιλούσε άπταιστα τη δική της γλώσσα γιατί είχε σπουδάσει σε μια πόλη της δικής της πατρίδας. Και που τώρα κάθονταν δίπλα-δίπλα, στεφανωμένοι δόξη και τιμή, κι εκείνη είχε μέσα της το παιδί του. Ο βλοσυρός άντρας με το πηλήκιο έδωσε πίσω το διαβατήριο στον οδηγό, επανέλαβε την ψαρωτική διαδικασία για τους υπόλοιπους τρεις επιβάτες — τη νονά Ρενάτε που καθόταν στη θέση του συνοδηγού και το άλλο ζευγάρι που καθόταν στο πίσω κάθισμα και όλη εκείνη την ώρα παρακολουθούσε σιωπηλό. «Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που περάσαμε το Τείχος του Αίσχους», είπε αργότερα η μητέρα, αφού είχαν πια επιστρέψει και μας είχαν μοιράσει περιχαρείς τα καλούδια της Ευρώπης, και ήταν η πρώτη φορά που άκουγα εκείνη τη φράση από τα χείλη της. Κι ο πατέρας έβγαλε κι ακούμπησε στο τραπέζι το μόνο σουβενίρ που είχαν πάρει μαζί τους από εκείνη τη χώρα εκτός από τις εντυπώσεις (όχι φωτογραφίες, όχι…) και τις μνήμες: έναν μικρό κόκκινο σουγιά-απομίμηση του ελβετικού με τα δεκάδες μαραφέτια, που φάνταζε θλιβερός και αξιοθρήνητος ανάμεσα στους θησαυρούς από τις άλλες χώρες· την Αυστρία, τη Δυτική Γερμανία και την Ιταλία, τη θρυλική διαδρομή μέσω παραλίων Γιουγκοσλαβίας που αποτέλεσε το μόνον της ζωής των ταξείδιον στο εξωτερικό. Κάπου είναι ακόμα καταχωνιασμένος μαζί με άλλα κειμήλια της εποχής. Όσο για το Τείχος του Αίσχους, μπορεί να γκρεμίστηκε, μπορεί οι άνεμοι της αλλαγής να σάρωσαν την εκστασιασμένη από τη μέθη της ελευθερίας ήπειρο, όμως φαίνεται πως η ανθρώπινη κατάσταση θα αποζητά και θα χτίζει τείχη μέχρι νεωτέρας και θα τα μετατοπίζει κατά τις γεωπολιτικές ανάγκες όσο υπάρχουν κάποιοι που τα χρειάζονται για να νιώθουν ασφαλείς. Κι όσο θα υπάρχουν άλλοι που δεν θα διστάζουν να τα αψηφούν επί ποινή θανάτου, επειδή πιστεύουν πως από την άλλη μεριά είναι καλύτερα.