Το τέλος της μικρής μας πόλης

C
Χρήστος Γραμματίδης

Το τέλος της μικρής μας πόλης

Ο κινηματογράφος αγαπά τη δημοσιογραφία, και πιο πολύ αγαπά να παίρνει τον τρομερό ιδρώτα και τον αδιανόητο κόπο των εργατών του Τύπου και να τον παρουσιάζει σαν μια σχετικά γρήγορη, εντυπωσιακή δουλειά. Το πρώτο που ξεχωρίζει στο «Spotlight» —η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας δημοσιογραφικής ομάδας της εφημερίδας Boston Globe που προσπαθεί να αποκαλύψει το σκάνδαλο παιδικών κακοποιήσεων στην Καθολική Εκκλησία της Μασαχουσέτης— είναι ότι αφηγείται τον θρίαμβο ως αποτέλεσμα μόχθου και την αποτελεσματικότητα ως κάτι που κατακτάται.

Η Βοστόνη είναι μία πόλη πλειοψηφικά Καθολική και, ως γνωστόν, όχι ιδιαίτερα φιλική στους outsiders (οι Αμερικανοί λένε πολλά ανέκδοτα για το πόσο τοπικιστές είναι οι Βοστονέζοι). Στο βάθος, η Βοστόνη είναι πάντα μια «μικρή πόλη». Η ομάδα του Spotlight είναι σαρξ εκ της σαρκός της πόλης αυτής, με επικεφαλής τον Ρόμπι Ρόμπινσον (Μάικλ Κίτον, σε μια σπουδαία εσωστρεφή ερμηνεία). Όμως το αναγνωστικό κοινό της εφημερίδας είναι σε κατακόρυφη πτώση και η ιδιοκτησία στέλνει νέο αρχισυντάκτη, τον Μάρτι Μπάρον (Λιβ Σράιμπερ): ένας ξένος, μάλλον όχι καλοδεχούμενος, «ένας ανύπαντρος Εβραίος από τη Φλόριντα που μισεί το μπέιζμπολ».

Η προτροπή του Μπάρον να καταγγελθεί η αρχιεπισκοπή της Βοστόνης για την κάλυψη που προσέφερε στους παιδεραστές ιερείς γίνεται, απρόθυμα αλλά με αποφασιστικότητα, μια ηθική δέσμευση για την ομάδα του Spotlight, ένα κουαρτέτο Καθολικών στην καταγωγή αν και όχι θρήσκων. Ο Ρόμπι και η ομάδα του —ο Μάικλ Ρεζέντες (Μαρκ Ράφαλο), ο Ματ Κάρολ (Μπράιαν Ντ’Άρσι Τζέιμς) και η Σάσα Φάιφερ (Ρέιτσελ Μακάνταμς)— μελετούν νομικούς φακέλους και αρχεία, συναντούν δικηγόρους ποικίλων ηθικών διαθέσεων (ο Στάνλεϊ Τούτσι και ο Μπίλι Κράνταπ πρώτοι μεταξύ ίσων στο καστ) και μιλούν με τα θύματα — που τους υποδέχονται άλλοτε με κλειστές πόρτες αλλά πιο συχνά με ειλικρινείς εξομολογήσεις.

Το σενάριο της ταινίας είναι πολύ δυνατό (με τα απαραίτητα κλισέ, αλλά Χόλιγουντ βλέπουμε — και τα κλισέ χρειάζονται για να απευθυνθείς σε δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους), οι ηθοποιοί είναι όλοι εξαιρετικοί, ακόμη και στα πολύ μικρά ρολάκια (η ταινία είναι η καλύτερη απόδειξη του πόσο σημαντικό είναι το κάστινγκ σε μια ταινία: να βρεις την κατάλληλη φάτσα για τον κάθε χαρακτήρα). Η σκηνοθεσία του Τομ Μακάρθι είναι θεατρική — δεν το λέω υποτιμητικά, εννοώ ότι έχει να κάνει μόνο με τη διδασκαλία των ηθοποιών. Σε ό,τι αφορά την εικονοποιία, το στήσιμο του κάδρου και τις κινήσεις της κάμερας, η παρουσία του σκηνοθέτη είναι μάλλον διεκπεραιωτική και ολίγον παραπάνω από όσο πρέπει εμπνευσμένη από το «All the President’s Men». (Μια εξαίρεση: το ξεπερασμένο Τογιότα του Ράφαλο παρκάρει δίπλα στο μοντέρνο Τογιότα του Κίτον μέσα σε ένα μισοάδειο πάρκινγκ — ο νεαρός μαθητής με το σαράβαλο και ο μεσήλικας μέντορας με το καινούριο αμάξι. Μου άρεσε).

Μια ταινία όπως αυτή, που πρέπει (λόγω Όσκαρ) να καταφέρει να βγάλει feelgood ψυχολογία από μια τρομακτική και απάνθρωπη πραγματικότητα, αναγκαστικά πρέπει να βάλει την παιδική κακοποίηση και τα αποτελέσματά της στο περιθώριο: μαθαίνουμε απέξω-απέξω ότι ένας ιερέας ζήτησε στοματικό σεξ από ένα αγόρι και ότι κάποια θύματα αυτοκτόνησαν, αλλά οι ηθικές ανησυχίες της έρευνας (και κατ’ επέκταση της ταινίας) δεν έχουν τόσο να κάνουν με τα θύματα και τη ζωή τους όσο με τη συστημική διαφθορά και τη συνενοχή της πόλης. Λογικό από μία πλευρά: ο δημοσιογράφος θέλει να βγάλει το ρεπορτάζ και να καταγγείλει, δεν είναι κοινωνικός λειτουργός. Κι όμως: η καρδιά της ταινίας χτυπά στις σύντομες σκηνές όπου βλέπουμε τα θύματα. Μια άλλη ταινία θα τους έδινε περισσότερο χρόνο. Αλλά αυτή θα ήταν μια άλλη ταινία.

Η συγκεκριμένη επιλογή (να ειπωθεί η ιστορία από τη σκοπιά του δημοσιογράφου) αναγκάζει το «Spotlight» να έχει ένα μάλλον δικονομικό ύφος και μια αυτάρεσκη ηθική βεβαιότητα: «Εμείς είμαστε οι καλοί και η Εκκλησία είναι η κακιά». Δεν υπάρχουν γκρίζες περιοχές στο ηθικό σύμπαν μιας τέτοιας ταινίας (και δεν φταίνε οι δημιουργοί, είναι το είδος του φιλμ που το υπαγορεύει). Ο έντιμος Ρόμπι και ο καλόψυχος Ρεζέντες απέναντι στον διαβολικό καρδινάλιο και τους υποτακτικούς του. Βέβαια, η Καθολική Εκκλησία της Μασαχουσέτης πιθανόν να έχει και κάποιες χιλιάδες πάστορες ή καλογριές που δεν είχαν ιδέα για τους βιασμούς και επίσης μπορεί να υπήρχαν καρδινάλιοι και επίσκοποι που προσπάθησαν να βοηθήσουν στην κάθαρση, αλλά αυτό θα μας αφορούσε στην πραγματική ζωή, όχι στο σινεμά — όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να το διαβάσει στο εξαίρετο βιβλίο «Betrayal: The Crisis in the Catholic Church» που είναι η επίσημη έκδοση της Boston Globe, όπου συγκεντρώνονται τα 600 άρθρα τους για το θέμα. Η μόνη μου ένσταση με τον Μακάρθι είναι ότι επιτρέπει στο φιλμ του και στην ιστορία του όλες τις ευκολίες και απλοποιήσεις που η ηρωική ομάδα του Spotlight θα έβρισκε ευχάριστες μεν για το αναγνωστικό κοινό, αλλά τελικά ανάξιες για τη θαρραλέα δημοσιογραφία που κερδίζει το Πούλιτζερ.

Αλλά, είπαμε, εδώ είναι σινεμά. Και ωραίο σινεμά for that matter.