Θα προλάβουμε; Όχι!

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Θα προλάβουμε; Όχι!

Ορισμένοι επιβάτες έχουν πολύ κακή σχέση με τον χρόνο. Επίσης, Οι περισσότεροι από αυτούς δεν ενημερώνονται για τα καθημερινά εμπόδια στην κίνηση της πόλης. Παρ’ όλα αυτά, απαιτούν να είναι στην ώρα τους στον προορισμό τους και δυσανασχετούν όταν τους απαντώ πως, όχι, δεν θα το προλάβουν το ραντεβού τους.

 

Ακαδημίας, καθημερινή, πλησιάζει μεσημέρι και οι γύρω δρόμοι σιγά-σιγά κλείνουν, κάποια πορεία ξεκινά σε λίγο, συνηθισμένα πράγματα. Ο επιβάτης που μπαίνει φουριόζος θέλει να είναι σε δεκαπέντε λεπτά στον Παράδεισο. Δεν ξέρω με τι να πρωτοαστειευτώ, με τον χρόνο που έχουμε στη διάθεσή μας ή με τη διατύπωση της επιθυμίας του, αλλά δεν σχολιάζω καθόλου, απλώς χαμογελώ και ξεκινώ. Φυσικά και μέσα στα επόμενα δεκαπέντε λεπτά δεν έχουμε διανύσει ούτε τη μισή διαδρομή μέχρι το Μαρούσι. Παρά ταύτα, ο κύριος διαβεβαιώνει κάποιον στο τηλέφωνο ότι σε τρία λεπτά είναι εκεί.

«Χαμός γίνεται! Δεν το περίμενα ότι θα συναντούσαμε τόση κίνηση και είναι τόσο σημαντικό το ραντεβού μου, το έχω κλείσει εδώ και καιρό…»

Ε ναι, πού να φανταστεί κανείς ότι θα έχει κίνηση και πορεία στην Αθήνα, δεν συμβαίνει και ποτέ. Εκτός αυτού, είναι πολύ λογικό να ξεκινά κανείς δεκαπέντε λεπτά πριν από ένα σημαντικό και από καιρό καθορισμένο ραντεβού.

Έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι με την ανευθυνότητα του κυρίου, με έχει αγχώσει κιόλας, προσπαθώ να κινηθώ όσο πιο γρήγορα μπορώ.
«Θα προλάβουμε;»

«Όχι!»

 

Η επιβάτιδα με καλεί από κάποιο από τα θαυμάσια στενά του Μετς. Εγώ μόλις έχω βγει με μεγάλη δυσκολία από το κέντρο, φυσικά και είναι κλειστό το Σύνταγμα, γιατί να μην είναι;

«Καλημέρα, να σας πω, έπρεπε να είμαι στη δουλειά μου πριν από δέκα λεπτά, μπορούμε να κάνουμε κάτι για αυτό;»

«Έτσι όπως είναι το κέντρο αυτή τη στιγμή, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα ούτε για το μετά από δέκα λεπτά. Το Σύνταγμα είναι κλειστό, ο μόνος τρόπος να φτάσουμε στα Εξάρχεια είναι να μπούμε από Κολωνάκι».

«Άπαπα, μεγάλος κύκλος, πηγαίνετε κανονικά από Αμαλίας κι όποτε φτάσουμε».

Στο φανάρι της Αρδηττού, το οποίο το βλέπουμε να γίνεται από κόκκινο πράσινο χωρίς να κινούμαστε, ακούω την κοπέλα να μου λέει:

«Τελικά γίνεται χαμός, δεν θα φτάσουμε ποτέ, μήπως να μπούμε από Κολωνάκι;»

«Ναι, βεβαίως», της απαντώ αναστενάζοντας και σκέφτομαι πως κάπως έτσι θερίζουν τα εγκεφαλικά λίγο μετά τα σαράντα.

Μετά από δέκα λεπτά, ακίνητοι μπροστά στο Στάδιο, με ρωτά:

«Θα προλάβουμε;;»

«Όχι!»

 

Η επιβάτιδα που μόλις μπήκε έχει χιούμορ και φαντασία, καθώς θέλει να είναι από τον Χολαργό στην Ευελπίδων σε δέκα, το πολύ δώδεκα λεπτάκια, όπως μου είπε, αλλά δεν έχει καθόλου τρόπους. Μιλά ακατάπαυστα και δυνατά στο κινητό της και, παρόλο που μου έχει πει ότι θα μου υποδείξει τη διαδρομή για να αποφύγουμε την κίνηση, θυμάται πού πρέπει να στρίψουμε αφού έχουμε περάσει το στενό.

«Πήγαινε από δω, είναι καλύτερα, κόβουμε δρόμο», και, πριν τελειώσει τη φράση της, βλέπουμε μπροστά μας το σκουπιδιάρικο και άλλα δύο αυτοκίνητα που έχουν στρίψει πίσω μας. «Τώρα τι θα γίνει, έτσι θα κάθεσαι και θα το κοιτάς;»

«Τι προτείνετε, να κατεβώ να βοηθήσω;»

«Να βρεις έναν τρόπο να φύγουμε».

«Το συγκεκριμένο μοντέλο δεν πάει προς τα πάνω, λυπάμαι».

Η κοπέλα πρέπει να είπε διάφορα λόγια αγάπης για τους προγόνους μου, από μέσα της τέλος πάντων, κι ευτυχώς αρχίσαμε να κινούμαστε γιατί δεν ξέρω τι θα άλλο θα άκουγα κι εγώ.

«Κοίτα εδώ τι περνάω σήμερα! Μα θα σταματήσεις σε όλα τα φανάρια;»

Όχι, διαλέξτε ένα να πιστολιάσουμε κι όλα θα έρθουν αγγελικά.

«Πάντως αυτό το πορτοκαλί θα μπορούσες να το είχες περάσει».

«Όταν οδηγείτε εσείς, έτσι να κάνετε και θα προκόψετε. Τώρα οδηγώ εγώ!»

Η κοπέλα συνεχίζει να μιλά στο τηλέφωνο και να λέει τι κακό τη βρήκε πρωί-πρωί και πως θα μου δείξει αυτή και επιτέλους φτάνουμε μπροστά στα δικαστήρια.

«Σταμάτα εδώ!»

«Θα σταματήσω στα τριάντα μέτρα που έχει άνοιγμα. Αφού μπορώ να μην εμποδίσω την κυκλοφορία, δεν θα την εμποδίσω!»

Πληρώνει και φεύγει πολύ εκνευρισμένη, εγώ λέω όσες βρισιές ξέρω και λίγες ακόμη που εμπνεύστηκα μόλις, παρκάρω παρακάτω και βγαίνω να κάνω ένα τσιγάρο.

Βιαστικός κύριος με πλησιάζει και με ρωτάει:

«Πρέπει να είμαι σε είκοσι λεπτά Πειραιά. Θα προλάβουμε;»

«Όχι!»