Τι κάνουν οι ντετέκτιβ όταν δεν κάνουν έρευνες;

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Τι κάνουν οι ντετέκτιβ όταν δεν κάνουν έρευνες;

«Οι ντετέκτιβ ανήκουν στα μυθιστορήματα. Όταν δραπετεύουν από αυτά, είναι καρικατούρες που πλανιούνται σαν φαντάσματα στην πόλη, δίχως να ξέρουν τι να κάνουν τα απογεύματα με αεράκι». — Paco Ignacio Taibo II.

Ό,τι ισχύει για τον καθένα από εμάς, ισχύει, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό μάλιστα, και για τους ντετέκτιβ των αστυνομικών μυθιστορημάτων, όποια κι αν είναι η ακριβής ιδιότητά τους: ιδιωτικοί ντετέκτιβ, επιθεωρητές της αστυνομίας, ανήσυχοι ιατροδικαστές, δημοσιογράφοι του αστυνομικού ρεπορτάζ, ερασιτέχνες ερευνητές, δραστήριοι εισαγγελείς, άτυχοι αυτόπτες μάρτυρες, φιλόδοξοι υπαστυνόμοι — έχει ο καθένας από αυτούς ένα-δυο αναγνωρίσιμα και ξεχωριστά χαρακτηριστικά, κάποιες εκκεντρικές συνήθεις ή απλώς έμμονες συμπεριφορές που τους βοηθούν (μαζί με το αλκοόλ στις περισσότερες περιπτώσεις) να τα βγάζουν πέρα με το ιδιαίτερο επιτήδευμα που ασκούν, την εξιχνίαση εγκληματικών ενεργειών, και με το βαρύ φορτίο του χρόνου που λυγίζει τους ώμους των θνητών.

Ο Σέρλοκ Χολμς (του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ), για να ξεκινήσουμε από αυτόν, παίζει βιολί και κάνει χρήση μορφίνης, ενώ, όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, αφοσιώθηκε στη μελέτη και στη μελισσοκομία (η ενασχόληση με τα έντομα είναι, επίσης, όχι τυχαία, μεγάλο πάθος και του Γκιλ Γκρίσομ, του επικεφαλής της ομάδας CSI του Las Vegas). Όταν προσπαθεί να συνδυάσει με τον σωστό τρόπο τα δεδομένα κάποιου αστυνομικού προβλήματος που έχει αναλάβει να λύσει, κάθεται στην πολυθρόνα του ή βηματίζει νευρικά μπροστά στο τζάκι και γρατζουνάει με το δοξάρι του τις χορδές του βιολιού του, ενοχλώντας μεν το σύμπαν αλλά βάζοντας σε τάξη τις σκέψεις του.

Οι ικανότητές του στο βιολί [λέει γι’ αυτόν ο Γουάτσον] ήταν αξιοθαύμαστες, αλλά εξίσου εκκεντρικές όπως όλα τα άλλα επιτεύγματά του. Το γεγονός ότι ήξερε να παίζει κομμάτια, και μάλιστα κλασικά κομμάτια, το γνώριζα καλά, γιατί ύστερα από παράκλησή μου είχε παίξει Μέντελσον και άλλους αγαπημένους μου συνθέτες. Όταν όμως ήταν μόνος, σπάνια έπαιζε κάποιο συγκεκριμένο κομμάτι. Γέρνοντας πίσω στην πολυθρόνα του τα βράδια, έκλεινε τα μάτια και γρατζούνιζε αδιάφορα το βιολί, που ήταν ακουμπισμένο πάνω στο γόνατό του. Μερικές φορές οι νότες ήταν δυνατές και μελαγχολικές. Άλλοτε, φανταστικές και χαρούμενες. Σίγουρα ανταποκρίνονταν στις σκέψεις του, αλλά μου ήταν αδύνατον να ξεκαθαρίσω αν η μουσική βοηθούσε αυτές τις σκέψεις ή αν το παίξιμό του ήταν απλώς αποτέλεσμα κάποιας παραξενιάς ή επιθυμίας του.

Ο αστυνόμος Κώστας Χαρίτος (του Πέτρου Μάρκαρη) έχει ως μοναδικό του χόμπι τα κάθε είδους λεξικά της ελληνικής που αρέσκεται να μελετά, και μόνο τότε που βρέθηκε σοβαρά τραυματισμένος στο νοσοκομείο επεκτάθηκε το αναγνωστικό του ενδιαφέρον και στις εφημερίδες. Έτσι λοιπόν τα απογεύματα απομονώνεται στην κρεβατοκάμαρα και ανοίγει τα βαριά λεξικά του: το «Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης» των Λίντελ-Σκοτ, το «Λεξικόν Ορθογραφικόν και Ερμηνευτικόν της Νεοελληνικής Γλώσσης» του Δημητράκου, το «Αντιλεξικόν ή Ονομαστικόν της Νεοελληνικής Γλώσσης» του Βοσταντζόγλου, το «Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής» του Ν.Π. Ανδριώτη και το «Ελληνικό Λεξικό» των Τεγόπουλου-Φυτράκη. «Αυτό είναι το μόνο χόμπι που έχω — τα λεξικά. Ούτε γήπεδα, ούτε μαστορέματα, τίποτα», ομολογεί, λησμονώντας επίτηδες τα παραδοσιακά φαγητά που του μαγειρεύει η Αδριανή, η γυναίκα του, τα οποία δεν είναι απλώς για χόρταση, αλλά, όπως κάθε ανθρώπινη δημιουργία, αποτελούν έναν σαφή κώδικα επικοινωνίας:

Το τραπέζι της κουζίνας είναι στολισμένο με μια πιατέλα γεμιστά. Παίρνω αμέσως το μήνυμα. Είναι ο τρόπος της Αδριανής για να μου πει ότι ήρθε η ώρα ν’ αγαπήσουμε.

Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο (του Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν) είναι εξίσου καλός μάγειρας με την Αδριανή, αλλά απείρως πιο ευφάνταστος και τολμηρός. Και έχει πλήρη γνώση και συνείδηση της αξίας που έχει η μαγειρική ως δημιουργική πράξη και ως μεταφορά του πολιτισμού, γι’ αυτό υποστηρίζει πως «κάθε ανθρώπινο ον θα έπρεπε να μπορεί ν’ αποκτήσει ένα παιδί, να γράψει ένα βιβλίο, να φυτέψει ένα δέντρο και να επινοήσει μια συνταγή για κοτόπουλο με σάλτσα». Αλλά επίσης χρησιμοποιεί τη μαγειρική ως εκτόνωση και πρόφαση για επικοινωνία:

Ο Καρβάλιο μαγειρεύει παρακινημένος από μια νευρωτική παρόρμηση, όταν είναι μελαγχολικός ή τσατισμένος, και σχεδόν πάντοτε αναζητά κάποιους «συνενόχους» που θα φάνε μαζί του αυτό που μαγείρεψε, προκειμένου να αποφύγει την αυνανιστική ικανοποίηση του μοναχικού φαγητού και να επικοινωνήσει.

Συχνά ωστόσο συνδυάζει τη μαγειρική με άλλη μια δραστηριότητα (την οποία βέβαια εξασκεί και όταν δεν ετοιμάζει ο ίδιος το φαγητό της ημέρας αλλά ο βοηθός του), το κάψιμο των βιβλίων. Παραδείγματος χάριν:

Μπήκε στο σπίτι του έχοντας ήδη ετοιμάσει το πρόγραμμα: να πάρει μερικές σαφρακιασμένες μελιτζάνες, να φτιάξει μουσακά και να βρει στη βιβλιοθήκη τον «Αλέξη Ζορμπά» και τους «Τέσσερις ιππότες της Αποκάλυψης» για να τα κάψει.

Άλλοτε ψάχνει ανάμεσα στις σελίδες των βιβλίων τις αιτίες που θα του αρκούσαν για να τα κάψει, άλλοτε τα καίει επειδή δεν του χρειάζονται πια ή επειδή δεν τον δίδαξαν πώς να ζει όσο καλά ζουν οι υπερβολικά πλούσιοι πελάτες του. Κι άλλοτε απλώς τα καίει:

«Είναι η διαστροφή μου. Καίω βιβλία».

«Πώς είναι δυνατόν; Πώς μπορεί κανείς να κάψει ένα βιβλίο;»

«Πρώτα το σκίζω κι έπειτα το καίω».

Και φυσικά ο Πέπε Καρβάλιο πίνει περισσότερο από τους περισσότερους ανθρώπους που πίνουν. Ίσως ο μόνος που τον συναγωνίζεται σε αυτό να είναι ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου (του Ρέιμοντ Τσάντλερ), τον οποίο το πολύ ουίσκι (το μόνο ουίσκι που αξίζει να πιεις, σύμφωνα με τους ειδικούς) τον βοηθά να κοιμάται τα βράδια και να μένει ξύπνιος τα πρωινά στο δίχως πελάτες γραφείο του, να αντέχει τις πολύωρες παρακολουθήσεις, να διατηρεί ζεστό τον οργανισμό του και το ενδιαφέρον του για τις υποθέσεις που αναλαμβάνει και, τέλος, να ερωτεύεται πάντα τις λάθος γυναίκες και να μένει μόνος:

Ανέβηκα τα σκαλιά και ξεκλείδωσα την πόρτα. Όλα μέσα ήταν ίδια. Το δωμάτιο μου φάνηκε πνιγηρό και απρόσωπο όπως πάντα. Άνοιξα καναδυό παράθυρα και πήγα στην κουζίνα και έφτιαξα ένα ποτό. Κάθισα στον καναπέ και βάλθηκα να παρατηρώ τον τοίχο. Όπου κι αν πήγαινα, ό,τι κι αν έκανα, εδώ γύριζα ξανά στο τέλος. Στο νεκρό δωμάτιο ενός νεκρού σπιτιού με άδειους τοίχους.

Δεν είναι εντελώς μόνος, ωστόσο. Γιατί, μόλις ο Φίλιπ Μάρλοου γυρίσει στο διαμέρισμά του, φοράει τις πιζάμες του, σερβίρεται ένα ακόμη ουίσκι και κάθεται μπροστά στη σκακιέρα του. Απέναντί του βρίσκεται συνήθως ο Χοσέ Ραούλ Καπαμπλάνκα, ο μεγάλος Κουβανός σκακιστής, τις παρτίδες του οποίου (αλλά όχι μόνο αυτού) συνηθίζει ο σκληροτράχηλος ντετέκτιβ να παίζει τα βράδια στο δωμάτιό του. Μόνο που στη θέση του Καπαμπλάνκα δεν υπάρχει παρά ένα βιβλιαράκι με τις καλύτερες παρτίδες του.

Εντελώς διαφορετικός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο επιθεωρητής Μονταλμπάνο (του Αντρέα Καμιλέρι) προσπαθεί να εξιχνιάσει τις εγκληματικές ενέργειες που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του ή να εκτονώσει την οργή και την απελπισία του για τη σήψη της ιταλικής κοινωνίας, για το βαρύ φορτίο του χρόνου και για τα πάθη του έρωτα. Ο Μονταλμπάνο συνηθίζει να τρώει, στο σπίτι του ή σε μικρά εστιατόρια, εξαιρετικά σε ποιότητα και εξωφρενικά σε ποσότητα και ποικιλία γεύματα, να κάνει μεγάλους περιπάτους περισυλλογής στον μόλο και, καμιά φορά, να γράφει επιστολές στον εαυτό του, γιατί δεν του αρέσει καθόλου να κρατά σημειώσεις με τα δεδομένα των υποθέσεων που έχει αναλάβει. Κυρίως όμως κολυμπάει στην παγωμένη θάλασσα:

Έτρεξε προς την ακροθαλασσιά, γδύθηκε, άφησε για αρκετή ώρα τον κρύο βραδινό αέρα να παγώσει το κορμί του και ύστερα άρχισε να προχωράει αργά προς τα βαθιά. Σε κάθε βήμα ένιωθε το σώμα του να παγώνει περισσότερο, αλλά είχε ανάγκη να καθαρίσει το δέρμα του, τη σάρκα, τα οστά του και, ακόμη πιο μέσα, τα βάθη της ψυχής του.

Ο επιθεωρητής Ρέμπους (του Ίαν Ράνκιν), από την άλλη, που δεν μπορεί να δοκιμάσει τα παγωμένα νερά της νότιας Ευρώπης και δεν ενδιαφέρεται αν το φαγητό του είναι μαγειρεμένο με ελαιόλαδο ή όχι, δυσκολεύεται να καθαρίσει το μυαλό του και την ψυχή του από όσα τον κατατρώνε: από τα πτώματα και τους δολοφόνους, από τους βιασμούς και τις απαγωγές, από τους απελπισμένους και τις σκοτεινές ιστορίες τους.

Δεν είχε χόμπι [λέει γι’ αυτόν η συνάδελφός του], δεν ασχολιόταν με κάποιο σπορ, δεν πήγαινε διακοπές. Αν έπαιρνε μια-δυο βδομάδες άδεια, συνήθως τον έβρισκε κανείς στο Oxford Bar, να παριστάνει ότι διαβάζει εφημερίδα σε μια γωνιά ή να παρακολουθεί πρωινές εκπομπές.

Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι, εκτός από το ποτό και το Oxford Bar, ο επιθεωρητής Ρέμπους έχει δυο τρόπους ακόμα να πολεμάει τη μελαγχολία του: τις νυχτερινές, άλλοτε νηφάλιες και συχνότερα μεθυσμένες, βόλτες στους δρόμους του Εδιμβούργου και τη ροκ μουσική που εμμονικά ακούει: Rolling Stones, The Who, Van Morrison, Pink Floyd — ο κατάλογος δεν έχει τέλος.

Ο επιθεωρητής Μαιγκρέ (του Ζορζ Σιμενόν) δεν φαίνεται να έχει κάποια αξιοσημείωτη συνήθεια ή κάποια ιδιαίτερη μέθοδο για να εξιχνιάζει τα μυστήρια με τα οποία η δουλειά του και η ζωή τον φέρνουν συνεχώς αντιμέτωπο. Απλώς βάζει το μυαλό του να δουλεύει· στη διάρκεια της ημέρας πίνει τα ποτά του στα πλησιέστερα στον τόπο του εγκλήματος μπιστρό και τα βράδια γυρίζει στο σπίτι του και τρώει το φαγητό που μαγειρεύει εκεί η κυρία Μαιγκρέ χωρίς, ούτε στιγμή, να σταματά να σκέφτεται την τρέχουσα υπόθεσή του μέχρι να αποκαλυφθεί μπροστά του η λύση της:

Έχεις αντιληφθεί» [τον ρωτά η γυναίκα του ενώ τρώνε] «ότι από τη στιγμή που κάθισες στο τραπέζι δεν έχεις πει κουβέντα;»

Όχι δεν το είχε αντιληφθεί.

«Θα μπορούσες να πεις τι έφαγες;»

«Νεφράκια αρνίσια», απάντησε δήθεν μουτρωμένος.

«Και πριν;»

«Σούπα».

«Τι σούπα;»

«Δεν ξέρω. Μάλλον λαχανικών».

Στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού —και ακόμη περισσότερο στη συνείδηση των ανθρώπων που σπανίως διαβάζουν αστυνομικά μυθιστορήματα— ο πιο εκκεντρικός από τους ντετέκτιβ είναι πάντως ο Ηρακλής Πουαρό (της Άγκαθα Κρίστι). Και όμως οι παράξενες μέθοδοι εξιχνίασης και οι προσωπικές παραξενιές του Βέλγου ντετέκτιβ δεν είναι στην πραγματικότητα και τόσο αλλόκοτες. Ξέρουμε γι’ αυτόν ότι διατηρεί και περιποιείται με μεγάλη επιμέλεια το μουστάκι του, ότι τρελαίνεται για τίλιο, ότι κρυώνει εύκολα με το ελαφρύ αεράκι, ότι διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα (αν και σπανίως φτάνει ως την τελευταία σελίδα τους, αφού έχει βρει τη λύση πολύ νωρίτερα) και ότι συλλέγει σπάνια χειρόγραφα. Κυρίως όμως αυτό που τον ξεχωρίζει από τους περισσότερους αστυνομικούς είναι η επιμονή του να αρκείται αποκλειστικά στα φαιά κύτταρα του εγκεφάλου του για να βρίσκει τις απαντήσεις που γυρεύει:

Είναι δυνατόν [υποστηρίζει] να ξαπλώσει κανείς αναπαυτικά στην πολυθρόνα του, να σκεφτεί καλά όλα τα δεδομένα και να βρει την απάντηση. Είναι εντελώς περιττό να ρωτάει τον κόσμο και να ψάχνει για ίχνη.

Ίδια με του Πουαρό είναι και η μέθοδος του ιδιωτικού ντετέκτιβ Νίρο Γουόλφ (του Ρεξ Στάουτ), με τη διαφορά ότι ο Αμερικανός την έχει προεκτείνει στα άκρα: ο Γουόλφ σπανίως βγαίνει από το σπίτι του και ακόμη σπανιότερα βγαίνει από το σπίτι του για δουλειά. Κατοικεί μαζί με τους τρεις βοηθούς του σε ένα πέτρινο σπίτι στη Δυτική 35η οδό, στην ταράτσα του οποίου έχει εγκαταστήσει θερμοκήπια όπου καλλιεργεί τις ορχιδέες του, με τις οποίες ασχολείται οπωσδήποτε δύο ώρες κάθε απόγευμα: από τις τέσσερις μέχρι τις έξι. Η αρμοδιότητά του στο πλαίσιο των ερευνών του γραφείου του είναι να σκέφτεται και να καθοδηγεί από την πολυθρόνα του τους βοηθούς του: «Δακτυλικά αποτυπώματα, εξαντλητικές ανακρίσεις, παρακολουθήσεις και άλλα παρόμοια δεν είναι του χαρακτήρος μου», δηλώνει. Μεταξύ άλλων πιστεύει ότι όλες οι μηχανές —των αυτοκινήτων συμπεριλαμβανομένων— συνωμοτούν εναντίον του, εξαγριώνεται όταν τον διακόπτουν την ώρα που τρώει, ταράζεται από το γυναικείο κλάμα, δεν υποφέρει τις γυναίκες που μιλούν πάντα εμφαντικά και αντιπαθεί να παρουσιάζεται στο δικαστήριο ως μάρτυρας.

Ίσως ο μοναδικός ντετέκτιβ που είναι πιο αλλόκοτος από τον Νίρο Γουόλφ να είναι ο Έκτορ Μπελασκοαράν Σάυν (του Paco Ignacio Taibo II). Καταρχάς, για να ξεκινήσουμε από αυτό, στην τελευταία σελίδα του πρώτου βιβλίου όπου εμφανίζεται πέφτει νεκρός σε μια λιμνούλα με βρόμικο νερό και με το σώμα του γεμάτο σφαίρες, γεγονός που δεν τον εμποδίζει να εμφανιστεί στο επόμενο βιβλίο ζωντανός χωρίς καμία εξήγηση και με πάντα παρούσα μέσα του στο εξής την αίσθηση του θανάτου. (Ο επιμελής αναγνώστης θα θυμάται ίσως ότι και ο Σέρλοκ Χολμς είχε επίσης σκοτωθεί σε μια από τις περιπέτειές του, αλλά πολύ γρήγορα αναγκάστηκε να επιστρέψει στο φως και να ξαναπιάσει το βιολί του. Ο Άρθουρ Κόναν Ντόιλ ωστόσο φρόντισε να δικαιολογήσει σχετικά πειστικά την επανεμφάνιση του θρυλικού ντετέκτιβ — ο Paco Ignacio Taibo II δεν αισθάνθηκε καμία τέτοια υποχρέωση, για να γίνει έτσι φανερή η διαφορά τής πάλαι ποτέ Μεγάλης Βρετανίας από το σύγχρονο Μεξικό). Επίσης ο ντετέκτιβ Σάυν καταναλώνει απίστευτες ποσότητες κόκα κόλας (και πέπσι ορισμένες φορές), με λεμόνι (μια φορά και με ζάχαρη για να απολαύσει τον ωραίο πηχτό αφρό που δημιουργήθηκε στο ποτήρι του), καθώς και χυμούς πορτοκάλι, γκρέιπ φρουτ και άλλους — ποτέ όμως αλκοόλ:

«Μέθυσα».

«Με δουλεύεις; Αφού δεν πίνεις».

«Δεν πίνω, και όμως μεθάω».

«Για επαγγελματικούς λόγους;»

«Το βρήκες».

Μοιράζεται το ίδιο γραφείο και παρόμοιες αντιλήψεις για τη ζωή, τον κόσμο και την Πόλη του Μεξικού με έναν ταπετσιέρη, έναν υδραυλικό και έναν μηχανικό ειδικευμένο στις αποφράξεις μεγάλου βάθους. Και, τέλος, είναι μονόφθαλμος, χαρακτηριστικό που αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα για το σημάδι με το όπλο, καθώς σκοπεύει χωρίς να χρειάζεται να κλείνει το ένα του μάτι, αλλά μειονέκτημα για τις παρακολουθήσεις, αφού με το δερμάτινο κάλυμμα στο μάτι του αναπόφευκτα ξεχωρίζει μες στο πλήθος.

 

Υπήρξε μια εποχή που τα αστυνομικά μυθιστορήματα ήταν απλώς αστυνομικά μυθιστορήματα, μυστήρια που αναζητούσαν κάποια λύση δηλαδή, ή παιχνίδια λογικής γεμάτα παγίδες, κρυμμένα στοιχεία και αναπάντεχα ευρήματα. Δεν είναι έτσι πια· ήδη όμως από εκείνη την εποχή κάποιοι δεν καταδεχόμασταν να διαβάσουμε ένα βιβλίο μόνο και μόνο επειδή είχε έξυπνη πλοκή και ενδιαφέρουσα υπόθεση. Θέλω να πω ότι ποτέ δεν διαβάσαμε Ρέιμοντ Τσάντλερ, Άρθουρ Κόναν Ντόιλ ή Ζορζ Σιμενόν απλώς επειδή μας άρεσε η υπόθεση των βιβλίων τους. Οι ιδιορρυθμίες της προσωπικότητας των ντετέκτιβ που ερευνούν τις υποθέσεις στα περισσότερα αστυνομικά μυθιστορήματα είναι ένα μόνο —αλλά πόσο σημαντικό— από τα στοιχεία που αγαπάμε σε αυτά. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο μπορούμε να διαβάζουμε και να ξαναδιαβάζουμε τα ίδια αυτά βιβλία μια ζωή ολόκληρη — κι ας ξέρουμε πια καλά και το θύμα και τον δολοφόνο του και τα κίνητρά του και τις μεταμφιέσεις του και τις ατάκες του όλες.

[ Εικονογράφηση: ο Μαιγκρέ, έργο του Michael Haslam ].