Τι σημαίνει χούντα

P
Ξένια Κουναλάκη

Τι σημαίνει χούντα

 

Λίγες σκέψεις, όπως τις διατύπωσα χθες στην παρουσίαση του βιβλίου του Κωστή Κορνέτη, «Τα παιδιά της δικτατορίας», που κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες από τις Εκδόσεις Πόλις.

Θέλω να πω δυο λόγια καταρχάς για το πώς γνώρισα τον Κωστή, γιατί είναι λίγο μυθιστορηματική η συνάντησή μας. Έκανα ένα road trip στη Νέα Αγγλία τον Νοέμβριο του 2010 και πόσταρα φωτογραφίες στο Facebook. Ενώ βρισκόμουν λοιπόν κάπου στο Μόχοκ Τρέιλ, ακούγοντας Ντίλαν και Γκρέιτφουλ Ντεντ, μου στέλνει ένα μήνυμα ο Ηλίας Μαγκλίνης: «Δεν έρχεσαι στο Πρόβιντενς μεθαύριο που θα δώσω μια διάλεξη στο Μπράουν για την “Ανάκριση”;» Έτσι έγινε και έκανα μια παράκαμψη και βρέθηκα στο Ροντ Άιλαντ κι ένα παγωμένο απόγευμα άκουσα την ντροπαλή Πατρίσια, που μετέφρασε την «Ανάκριση» στα αγγλικά, να απαγγέλλει ίσως το πιο προκλητικό εδάφιο του βιβλίου του Ηλία, όπου η κόρη-σαδομαζοχίστρια καλλιτέχνις προσπαθεί να εκμαιεύσει από τον πατέρα της την πληροφορία για το εάν υπέστη σοδομισμό στη διάρκεια των ανακρίσεών του στα κρατητήρια της ΕΣΑ. Όλα αυτά σε μια μεγαλοπρεπή αίθουσα του Πανεπιστημίου, με διάφορα πορτρέτα πρυτάνεων και δωρητών στους τοίχους και μια έκδηλη αμηχανία ανάμεσα στους φιλέλληνες πιτσιρικάδες φοιτητές και τους καθωσπρέπει καθηγητές του Ivy League ιδρύματος να προσπαθούν να κρύψουν το σοκ τους. Και τον ίδιο τον συγγραφέα να υπομειδιά πονηρά. Κάπως έτσι το θυμάμαι. Νομίζω, χωρίς να το ξέρω σίγουρα, ότι υπήρξε στην επιλογή του κομματιού μια συνωμοσία προβοκατόρων, του Μαγκλίνη και του Κορνέτη, που δίδασκε τότε στο τμήμα Ιστορίας του Μπράουν. Μετά πήγαμε όλοι μαζί και φάγαμε και έπαθα αμέσως αυτό που, χωρίς να ξέρω έναν άνθρωπο, μου φάνηκε τόσο οικείος, τόσο ιδεολογικά συγγενής, που ήταν σαν να τον ήξερα από πάντα, σαν να είχαμε τις ίδιες καταβολές, λες και μας κοίμιζαν οι γονείς μας με τα ίδια αριστερά ανέκδοτα και τις αφηγήσεις για τη χούντα και τον αντιδικτατορικό αγώνα. Το ίδιο έπαθα και με το βιβλίο του, λοιπόν.

Πρώτον, γιατί η κριτική του ματιά είναι η προσέγγιση ενός ανθρώπου που διαπιστώνει τη φαιδρότητα ορισμένων πτυχών της ελληνικής Αριστεράς και στη συγκεκριμένη περίπτωση των παράνομων αριστερών οργανώσεων, του ντόπιου, ελαφρώς επαρχιώτικου, κακέκτυπου Μάη· το κάνει όμως με τρυφερότητα, χωρίς να έχει το Schadenfreude των αντικομουνιστών θεωρητικών, του αντίπαλου στρατοπέδου.

Δεύτερον, γιατί από αυτό το πόνημα λείπει η σοβαροφάνεια του ακαδημαϊκού λόγου, ίσως επειδή σε μεγάλο βαθμό βασίζεται σε προφορικές συνεντεύξεις. Σε κάποια σημεία μάλιστα θα έλεγα ότι —εντάξει, με μια δόση υπερβολής— πρόκειται για ένα Hello της ελληνικής Αριστεράς, που μας θυμίζει ότι κάποτε, σε μια παλιά-παλιά εποχή, η Όλγα Τρέμη, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης και ο Πέτρος Ευθυμίου υπήρξαν επαναστατημένα νιάτα, που έσκαγαν μύτη στις συνεδριάσεις με γούνα ή έβαζαν βόμβες.

Τρίτον, γιατί το βιβλίο με μετέφερε σε μια εποχή που η Αριστερά ήταν σέξι, την οποία δεν πρόλαβα, αφού μετά τη Μεταπολίτευση οι πιο όμορφοι φοιτητές, τα πιο κουλ πάρτι, όλα τα ωραία ήταν πάντα δεξιά. Στα δικά μου εφηβικά 80s και 90s η φοιτητική Αριστερά ήταν συνώνυμη της ανοργασμικής πλήξης, των αέναων συνεδριάσεων, της παντελούς έλλειψης χιούμορ.

Τέταρτον, γιατί μου ήρθαν στο μυαλό μνήμες από διάφορα πράγματα που είτε είχα ζήσει είτε είχα ακούσει. Π.χ., ο Μιχάλης Σαμπατάκης ήταν ο πρώτος μου οδοντίατρος, το Pop Eleven το θυμάμαι, όπως θυμάμαι και τον Σαββόπουλο, αν και όχι στο Κύτταρο, αλλά στο Ζυγό, λίγο μετά τη δικτατορία. Τις πειραγμένες εκδοχές δημοτικών από την Ελληνίδα Τζάνις Μαρίζα Κωχ τις ακούγαμε στο σπίτι, όπως και τη «Ρεζέρβα». Από την άλλη, θυμάμαι, ας πούμε, τον πατέρα μου να αφηγείται τα στιχάκια που σκάρωνε στη διάρκεια της δικτατορίας ο Τίτος Πατρίκιος στο Παρίσι («Και το βράδυ φλιπεράκι παίζαμε με τον Μπριλάκη») ή πόσο της καρπαζιάς είχαν τότε διάφορους μετέπειτα υπουργούς του ΠΑΣΟΚ, λέγε με Άκη Τσοχατζόπουλο.

Πέμπτον, και σημαντικότερο νομίζω, είναι πως, όσο κι αν υπάρχει μια ελαφρότητα στην αφήγηση και μια έμφαση στην ποπ κουλτούρα της εποχής, ο Κορνέτης καταλύει την αριστερή εμμονή περί «χούντας που δεν τελείωσε το ’73», γιατί περιγράφει το κλίμα φόβου και την αίσθηση πραγματικής ανελευθερίας. Αποκαθιστά δηλαδή την αλήθεια, χωρίς να δραματοποιεί μεν τη χούντα, η οποία άλλωστε έχαιρε μιας σιωπηρής ανοχής, όπως επισημαίνει και ο Κορνέτης, αλλά ταυτόχρονα αναλύοντας διεξοδικά τι σημαίνει δικτατορία: διώξεις, λογοκρισία, βασανιστήρια και, εντέλει, αιματοκύλισμα.