Τρία δημοψηφίσματα

P
Αθανάσιος Τσιούρας

Τρία δημοψηφίσματα

Η συζήτηση για την αναγκαιότητα ή μη ενός δημοψηφίσματος δοκιμάζει τα όρια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, σε ορισμένες δε περιπτώσεις ακόμη και αυτής τής ίδιας τής δημοκρατίας. Σήμερα θα αναφερθούμε σε τρία δημοψηφίσματα που έγιναν τα τελευταία χρόνια. Ένα που κακώς, κάκιστα έγινε. Ένα που, μολονότι όλα τα ένστικτά μου λένε ότι δεν έπρεπε να είχε γίνει, χάρηκα που έγινε. Και ένα που καλώς έγινε, κι ας μη μου άρεσε καθόλου το αποτέλεσμα.

1. Ελληνικό δημοψήφισμα, 5 Ιουλίου 2015

Δεν έχει νόημα καν να γράψω το θέμα του δημοψηφίσματος, να αντιγράψω το απαράδεκτο ερώτημα που περιείχε. Ένα δημοψήφισμα που οργανώθηκε σε δέκα ημέρες, με πράξη νομοθετικού περιεχομένου που άλλαζε στοιχεία της διαδικασίας του. Το ερώτημα αφορούσε την αποδοχή ή απόρριψη δύο κειμένων. Το ένα κείμενο περιείχε μέτρα, δημοσιονομικής κυρίως φύσεως, και ως εκ τούτου δεν μπορούσε, κατά το Σύνταγμα, να τεθεί υπό την κρίση του εκλογικού σώματος διαμέσου δημοψηφίσματος. Το δεύτερο περιείχε μια αξιολόγηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους — ζητήθηκε δηλαδή από το εκλογικό σώμα να αξιολογήσει τις τεχνικές κρίσεις των κλιμακίων των δανειστών…

Ήδη με την αναγγελία του δημοψηφίσματος, οι δανειστές της χώρας είχαν δηλώσει ότι το κείμενο με τα μέτρα αποσυρόταν ως πρόταση. Έτσι, στην πραγματικότητα το δημοψήφισμα δεν είχε νόημα. Αυτό προέκυψε και από τη συνέχεια, όταν μετά και παρά τον θρίαμβο του «ΟΧΙ» η κυβέρνηση προχώρησε σε συμφωνία με επαχθέστερα μέτρα από τα απορριφθέντα και 240 περίπου από τους 300 βουλευτές την υπερψήφισαν. Επίσης, ο αιφνιδιαστικός χαρακτήρας της προκήρυξης και της διεξαγωγής του, το ελάχιστο χρονικό διάστημα, σε συνδυασμό με την έλλειψη ουσιαστικού αντικειμένου, κατέστησαν την όλη διαδικασία μία φρικτή παρωδία δημοκρατίας.

Με λίγα λόγια, ο λαός κλήθηκε στις κάλπες χωρίς λόγο, οπωσδήποτε όχι με σκοπό να λάβει κάποια ουσιαστική απόφαση. Το ερώτημα υποκαταστάθηκε, στην πράξη, από ένα άλλο: «Επιθυμείτε την παραμονή στην Ευρωζώνη, ακόμη και εάν για αυτήν απαιτούνται επαχθή μέτρα, ή προτιμάτε την έξοδο από την Ευρωζώνη, προκειμένου να αποφύγετε τόσο επαχθή μέτρα;» Τονίζω ξανά ότι δεν είναι σαφές ποια ήταν αυτά τα επαχθή μέτρα (δεδομένου ότι οι δανειστές τα είχαν αποσύρει ως πρόταση), οπότε ο καθένας μπορούσε να βάλει ό,τι ήθελε στον νου του και, αντιστοίχως, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος να μη δεσμεύει, εν τοις πράγμασι, προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Εξ ου και η ευκολία με την οποία η ίδια η κυβέρνηση που προκήρυξε και υποστήριξε το δημοψήφισμα, όταν η αντιπολίτευση την καλούσε να το ακυρώσει, εντέλει έπραξε το αντίθετο από αυτό που (φαίνεται ότι) επιθυμούσε η πλειοψηφία των πολιτών: προχώρησε σε επώδυνο συμβιβασμό με τους δανειστές.

Για τους λόγους αυτούς, ήταν άκαιρη κάθε συζήτηση για τα προτερήματα ή τα μειονεκτήματα της άμεσης δημοκρατίας σε σχέση με την αντιπροσωπευτική, ενόψει της διαδικασίας της 5ης Ιουλίου 2015. Η αντίδραση προς την ίδια τη διεξαγωγή του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος που πολλοί εξέφρασαν δεν προερχόταν από την αμφισβήτηση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας ούτε από μία καταρχήν αντίθεση στην ιδέα του δημοψηφίσματος, μολονότι ήταν σοβαρό ζήτημα η παράβαση της συνταγματικής απαγόρευσης στα δημοψηφίσματα με αντικείμενο δημοσιονομικά θέματα. Το εν λόγω δημοψήφισμα είναι, για πολλούς λόγους, μια μελανή κηλίδα στον δημοκρατικό βίο της χώρας μας.

Αντιθέτως, πολύ σοβαρά ζητήματα ακόμη και των ορίων της δημοκρατίας έθεσε το ιρλανδικό δημοψήφισμα που είχε προηγηθεί μόλις ενάμιση μήνα πριν, κατόπιν του οποίου επετράπη στην Ιρλανδία ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών.

2. Ιρλανδικό δημοψήφισμα, 22 Μαΐου 2015 (γάμοι ομόφυλων ζευγαριών)

Μπορεί ένα ατομικό δικαίωμα να τεθεί στην κρίση της πλειοψηφίας; Μπορεί η πλειοψηφία να αρνηθεί την επέκταση ενός δικαιώματος σε μία ομάδα του πληθυσμού; Θα ήταν δυνατόν κάποια στιγμή να ερωτηθεί το εκλογικό σώμα για το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής θρησκεύματος; Θα μπορούσε να οργανωθεί δημοψήφισμα για τον ελάχιστο (ή μέγιστο) αριθμό τέκνων που πρέπει να κάνει μία γυναίκα; Δεν υπάρχει φιλελεύθερος που να μην απαντήσει αρνητικά σε όλα τα παραπάνω.

Κι όμως: όταν πληροφορηθήκαμε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 22ας Μαΐου στην Ιρλανδία, δεν γκρινιάξαμε. Δεν στενοχωρηθήκαμε που η άρση μιας διάκρισης σχετικής με τον σεξουαλικό προσανατολισμό υποβλήθηκε σε δημοψήφισμα. Δεν σπεύσαμε να καταδικάσουμε την Ιρλανδία ως μία χώρα οπισθοδρομική, όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν γίνονται σεβαστά. Αντιθέτως, πανηγυρίσαμε. Συμμετείχαμε στη χαρά των ανθρώπων που κέρδισαν ένα δικαίωμα που έως τότε στερούντο. Πανηγυρίσαμε που έγινε ένα ακόμη πολύ σημαντικό βήμα για την ισότητα στον γάμο παγκοσμίως.

Γιατί όμως ήμασταν τόσο χαρούμενοι; Θα πανηγυρίζαμε το ίδιο εάν η ισότητα στον γάμο είχε επιβληθεί με δικαστική απόφαση; Θα ήταν το ίδιο εάν είχε προκύψει από την κοινοβουλευτική διαδικασία; Ναι, θα πανηγυρίζαμε, ναι, θα χαιρόμασταν, αλλά όχι, νομίζω πως δεν θα ήταν το ίδιο. Ναι, θα χαιρόμασταν για μία πολύ σημαντική νίκη σε νομικό επίπεδο, τη νομική αναγνώριση της ισότητας στον γάμο και τη δυνατότητα για πρώτη φορά σε πολλά ζευγάρια να συνάψουν την αστική σύμβαση του γάμου και να απολαύσουν τα προνόμια (μερικά εκ των οποίων πολύ ανθρώπινα και αυτονόητα) που συνοδεύουν την επίσημη αναγνώριση της κοινωνίας βίου δύο ανθρώπων. Όμως το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ιρλανδία κατέδειξε ότι η ιρλανδική κοινωνία πλέον αποδέχεται την ισότητα στον γάμο, ότι ομόφυλα ζευγάρια στην Ιρλανδία δεν θα είναι ξένα στην κοινωνία, δεν θα είναι δακτυλοδεικτούμενα.

Τι σημαίνει αυτό; Ότι για την απόδοση ενός δικαιώματος που για κάθε φιλελεύθερο άνθρωπο είναι αυτονόητο θα έπρεπε να περιμένουμε να «ωριμάσει» η κοινωνία και μάλιστα τόσο, ώστε να αναμένεται να το εγκρίνει διά δημοψηφίσματος; Ασφαλώς όχι. Τα ατομικά δικαιώματα είναι κατεξοχήν απαραίτητα για να προστατεύσουν μειοψηφίες, μειονότητες, τη μικρότερη δυνατή μειονότητα, δηλαδή το άτομο.

Ωστόσο, ένα δικαίωμα λειτουργεί, στην πράξη, σε μία οργανωμένη κρατική οντότητα. Δεν υπάρχει εν κενώ, στη θεωρία. Για να επέλθει η ισότητα στον γάμο, πρέπει να υπάρχουν δημόσιοι λειτουργοί που να τελούν τον γάμο ανεξαρτήτως του φύλου των νυμφευομένων. Για να υπάρχει ανεξιθρησκία, ενδεχομένως να μην αρκεί απλώς η μη επιβολή μιας θρησκείας από το κράτος, αλλά να πρέπει να προστατεύεται όποιος λατρεύει τη θεότητα που προτιμά (ή αρνείται να λατρεύσει κάποια θεότητα) από φανατικούς που έχουν άλλο θρήσκευμα. Έχει σημασία, εκτός από τη νομική κατοχύρωση, να διασφαλίζεται και η ευρύτερη δυνατή κοινωνική συναίνεση σε ένα δικαίωμα για να διασφαλιστεί ότι θα υπάρχει και η αντίστοιχη κρατική δράση, όπου απαιτείται.

Για τον λόγο αυτό και χάρηκα, εκ του αποτελέσματος, για το δημοψήφισμα στην Ιρλανδία. Μολονότι όμως χάρηκα, εάν ήμουν Ιρλανδός πολιτικός και με ρωτούσαν εάν πρέπει να γίνει δημοψήφισμα για την ισότητα στο γάμο, θα έλεγα ότι δεν πρέπει να γίνει (έχοντας και την πικρή πείρα της Proposition 8 της Καλιφόρνιας, δημοψήφισμα του 2008 που τροποποίησε το πολιτειακό σύνταγμα για να ορίσει ότι γάμος μπορεί να τελεσθεί μόνο μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας). Αλλά η άρνησή μου αυτή δεν θα ήταν απότοκη κάποιας δυσπιστίας απέναντι προς τη λαϊκή σοφία. Θα απέρρεε από την πεποίθηση ότι τα ατομικά δικαιώματα δεν πρέπει να εξαρτώνται από την ύπαρξη πλειοψηφίας που τα αναγνωρίζει (είτε η πλειοψηφία αυτή εκφράζεται μέσω δημοψηφίσματος, είτε μέσω του Κοινοβουλίου).

Αντιθέτως, θεωρώ ότι ορθότατα τέθηκε το ζήτημα της παραμονής ή της αποχώρησης της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε δημοψήφισμα.

3. Βρετανικό δημοψήφισμα, 23 Ιουνίου 2016 (παραμονή ή αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση)

Θεωρώ τον εαυτό μου δημοκράτη. Επιπλέον, δηλώνω θιασώτης, φανατικός μάλιστα, της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η καθημερινή ενασχόληση με το κράτος είναι μία υπόθεση που απαιτεί πολύ χρόνο και εξειδικευμένη απασχόληση, ώστε να λαμβάνεται διαρκώς η κατάλληλη πληροφόρηση που είναι απαραίτητη για τη λήψη αποφάσεων. Η άμεση δημοκρατία θα απέκλειε από την πολιτική διαδικασία πολλούς πολίτες, οι οποίοι έχουν ανάγκη να αξιοποιήσουν τον πεπερασμένο χρόνο τους με άλλα ζητήματα, όπως το να εξασφαλίσουν τον βιοπορισμό τους. Θα κατέληγε έτσι σε ένα σύστημα που δεν θα εξέφραζε την πλειοψηφία, αλλά μία μειοψηφία που θα επικρατούσε μόνο και μόνο επειδή διέθετε περισσότερο χρόνο και χρήμα από την πλειοψηφία. Δεν είμαι όμως κατά της άμεσης δημοκρατίας επειδή θεωρώ τον «λαό» ανάξιο να αποφασίζει για τις τύχες του.

Άλλωστε, η δημοκρατία (και η βασική της αρχή, αυτή της πλειοψηφίας) δεν είναι το πολίτευμα που οδηγεί στις καλύτερες αποφάσεις. Όπως δεν πιστεύω στην αναξιότητα του λαού, έτσι δεν πιστεύω ούτε και στη σοφία του. Πιστεύω, όμως, ότι πρέπει να έχει λόγο στο πώς διακυβερνάται. Και θεωρώ ότι είναι καλύτερο να προσκαλείται σε τακτά χρονικά διαστήματα για να επιλέγει αντιπροσώπους του — αλλά δεν αρνούμαι εκ των προτέρων και τη δυνατότητα να τεθεί στο εκλογικό σώμα ευθέως ένα ερώτημα για να τοποθετηθεί επ’ αυτού κατά τρόπο δεσμευτικό για την Πολιτεία. Και πάλι: όχι επειδή ο λαός είναι σοφός και ξέρει καλύτερα —μία γνήσια δημοκρατία δεν επιδιώκει να φέρνει μόνο τους σοφούς να ψηφίσουν, αλλά να δίνει σε όλους τους πολίτες τη δυνατότητα για ενημέρωση, ώστε οι επιλογές τους να είναι πραγματικά σταθμισμένες—, αλλά επειδή μερικές φορές η αντιπροσωπευτική δημοκρατία παρουσιάζει το γνωστό πρόβλημα της σχέσης εντολέως -εντολοδόχου (agency problem): αυτοί που εκλέγονται ως αντιπρόσωποι του λαού φροντίζουν κατά προτεραιότητα τα δικά τους συμφέροντα, παρά αυτά του λαού που υποτίθεται ότι υπηρετούν και εκπροσωπούν. Αυτό το φαινόμενο συχνά οδηγεί στην απομάκρυνση του πολιτικού συστήματος από τον λαό και στην αναντιστοιχία της λαϊκής βούλησης με ένα consensus που έχει δημιουργήσει η πολιτική τάξη, φροντίζοντας τον εαυτό της. Κάτι τέτοιο είναι ακόμη πιο έντονο στις σύγχρονες, γραφειοκρατικά οργανωμένες πολιτείες: οι γραφειοκράτες, από τους οποίους συχνά πηγάζει η ουσιαστική νομοθετική πρωτοβουλία, είναι ακόμη περισσότερο απομακρυσμένοι, αν όχι από τις ανάγκες, τουλάχιστον από τις αντιλήψεις του λαού. Την απόσταση αυτή συχνά την καλύπτουν λαϊκιστικά κύματα με μοναδικό ισχυρισμό ότι είναι κοντά στον λαό και τον εκφράζουν πολύ περισσότερο από το κατεστημένο, από το σύστημα.

Εάν στο πλαίσιο ενός έθνους-κράτους η απόσταση ανάμεσα στην ηγεσία και στον λαό είναι τεράστια, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται χαώδης. Βασικός κορμός της διοίκησης και της νομοθετικής παραγωγής στην Ένωση είναι η γραφειοκρατία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Υπάλληλοι καριέρας με επικεφαλής ένα κολέγιο Eπιτρόπων χωρίς ουσιαστική λαϊκή νομιμοποίηση, με αίσθηση ότι ξέρουν και μπορούν να αποφασίσουν καλύτερα για εμάς από εμάς τους ίδιους, έχουν δημιουργήσει ένα corpus δικαίου αποκομμένο, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από τις ανάγκες των κοινωνιών στην Ευρώπη. Για τον λόγο αυτό και οι ευρωπαϊκοί λαοί βλέπουν την Ευρωπαϊκή Ένωση σαν κάτι ξένο, σαν μία εξουσία που έχει επιβληθεί άνωθεν, χωρίς οι ίδιοι να καταλαβαίνουν το πώς και το γιατί. Όμως και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί μερικές φορές φαίνεται πως κάνουν ό,τι μπορούν ώστε η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση να γίνει χωρίς να ενδιαφέρονται για το «τι θα πει ο λαουτζίκος».

Στη Γαλλία και την Ολλανδία τα δημοψηφίσματα που είχαν γίνει για να επικυρωθεί η Συνθήκη για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα ήταν απορριπτικά. Δεν επαναλήφθηκαν, η Συνθήκη της Λισσαβόνας κυρώθηκε από τα νομοθετικά τους σώματα. Για να μπει η Δανία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (επικυρώνοντας τη Συνθήκη του Μάαστριχτ), έγιναν δύο δημοψηφίσματα. Γίνεται πλέον συνειδητή προσπάθεια για να παρακαμφθεί η προσφυγή στην άμεση λαϊκή ετυμηγορία, με βασικό επιχείρημα ότι οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες είναι ευάλωτες σε λαϊκιστές. Για τον λόγο αυτό και επικρίθηκε σφόδρα ο David Cameron που υποσχέθηκε και, εν συνεχεία, οργάνωσε το χθεσινό δημοψήφισμα.

Όμως κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να αναιρέσει την ουσία της δημοκρατικής διαδικασίας, που είναι ότι ο λαός, οργανωμένος ως εκλογικό σώμα, αποφασίζει για τις τύχες του. Δεδομένου ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία μπορεί έχει δημιουργήσει μια σημαντική απόσταση ανάμεσα στους κυβερνώντες και τον λαό, μία δημοψηφισματική διαδικασία, τουλάχιστον σε βασικότατες επιλογές (όπως η παραμονή ή όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση), επιτρέπει στον ίδιο τον λαό, στο εκλογικό σώμα, να αποφασίζει ευθέως για σημαντικά ζητήματα που επηρεάζουν τη ζωή του. Δεν μιλάμε για την αναγνώριση ή μη ατομικού δικαιώματος (όπως ήταν στην Ιρλανδία με την ισότητα στον γάμο), αλλά για την επιλογή βασικών πολιτικών κατευθύνσεων, για την επιλογή του μέλλοντος μιας χώρας.

Άλλωστε, το βασικό διακύβευμα για τους Βρετανούς πολίτες, για όποιον παρακολούθησε τον διάλογο, ήταν αυτό (και όχι, βεβαίως, η λιτότητα, όπως έσπευσε να διακηρύξει ο Πρωθυπουργός μας): ποιος ορίζει τη ζωή τους — οι ίδιοι; ή οι γραφειοκράτες των Βρυξελλών; οι πολιτικοί που εκλέγουν, ή οι Επίτροποι που διορίζονται από την Ελλάδα, από τη Γερμανία, από την Εσθονία και άλλες 24 (25, εάν περιλάβουμε την ίδια τη Μεγάλη Βρετανία) χώρες; Και αυτό κατέληγε να είναι το βασικό ερώτημα σε όλα τα δημοψηφίσματα που οργανώθηκαν σε σχέση με την επικύρωση των ευρωπαϊκών συνθηκών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι φιλοευρωπαίοι πολιτικοί δεν κατάφεραν να πείσουν ούτε για τη δημοκρατικότητα της Ένωσης, ούτε για την εγγύτητά της με τα προβλήματα των επιμέρους λαών της.

Για τον λόγο αυτό και ο Cameron έπραξε άριστα που οργάνωσε το δημοψήφισμα. Η διενέργεια του δημοψηφίσματος στη Μεγάλη Βρετανία ήταν υποδειγματική.* Ο διάλογος διήρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε οι πολίτες να μορφώσουν ώριμη άποψη. Το ερώτημα του δημοψηφίσματος ήταν σαφές, σαφέστατο. Η απάντηση αποτύπωσε αυτό που πιστεύει ο βρετανικός λαός, όσο και αν δεν μας συμφέρει ως Έλληνες (και, εάν ήμουν Βρετανός πολίτης, μάλλον θα ψήφιζα υπέρ της παραμονής). Εάν δεν είχε γίνει το δημοψήφισμα, θα υπήρχε αναντιστοιχία μεταξύ των πολιτικών (της μεγάλης πλειοψηφίας των εκλεγμένων βουλευτών) και του λαού. Το καλό σενάριο θα ήταν ότι στις επόμενες εκλογές θα επικρατούσαν οι αντι-ευρωπαϊκές δυνάμεις. Όμως υπάρχει και το κακό σενάριο: το κύρος της αρχαιότερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας θα είχε πληγεί όταν θα διαπιστωνόταν ότι δεν ήταν αντιπροσωπευτική του εκλογικού σώματος σε σχέση με ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Η ίδια η έννοια της δημοκρατίας θα είχε τεθεί σε αμφισβήτηση. Η αίσθηση ότι η γραφειοκρατία της Ευρωπαϊκής Ένωσης κυβερνά ερήμην των λαών θα είχε παγιωθεί — όπως και ότι η κατάσταση αυτή δεν θα μπορούσε να αλλάξει με δημοκρατικές διαδικασίες. Και ο δρόμος για μια λαϊκιστική, αντιδημοκρατική εκτροπή θα είχε ανοίξει.

* Κάτι που επισκίασε το δημοψήφισμα και αμαύρωσε τη βρετανική παράδοση του νηφάλιου διαλόγου για πάντα ήταν η άνανδρη δολοφονία της βουλευτού Jo Cox. Δολοφονήθηκε, επειδή υποστήριζε με παρρησία τις ιδέες της. Άφησε πίσω της τον σύζυγό της και δύο μικρά παιδιά. Το παρόν κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη της.