Τρικυμίες και υλικά ονείρων

C
Τζέμη Τασάκου

Τρικυμίες και υλικά ονείρων

Ο Αδαμάντιος Κοραής. Ο δάσκαλος του Γένους. Ο μεταφραστής της «Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου». Ο δημιουργός του «Παπατρέχα». Ένας απ’ τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ο φλεγόμενος μαχητής του εξαγνισμού της γλώσσας από τους βαρβαρισμούς. Ο Αδαμάντιος Κοραής: ο λόγιος, ο ιατρός, ο γλωσσολόγος, ο ποιητής, ο φιλόσοφος. Κάποιος που έκανε την ευρωπαϊκή ήπειρο να στρέψει το βλέμμα της στη μικρή Ελλάδα.

Πριν γίνει όλα ετούτα ο Αδαμάντιος Κοραής, υπήρξε νέος· ένας νέος που λεγόταν: Διαμαντής. Γι’ αυτόν, τον νεαρό Διαμαντή, τον Κοραή των 24 ετών, γράφει η Αργυρώ Μαντόγλου στο νέο της έργο που τιτλοφορείται: Τρικυμίες παθών. Τα νεανικά χρόνια του Κοραή στο Άμστερνταμ (μυθιστορηματική βιογραφία, Εκδόσεις Κλειδάριθμος).

Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν, ζούσε ένας άβγαλτος, μα κάπως «αδάμαστος» Σμυρνιός. Ταπεινός, περιφερόταν με τα μαύρα σκουτιά και το καλπάκι του εκεί στην προκυμαία. Οι Τούρκοι ολόγυρά του του προκαλούσαν «σπασμούς αλλόκοτους»· εξίσου μάλλον και οι «μίζεροι Ρωμιοί», οι οποίοι «θα κατανοούσαν άραγε ποτέ […] ότι το ατομικό συμφέρον δεν γίνεται να αποκοπεί απ’ το συλλογικό;» Ο πατέρας του κάποια στιγμή θα τον στείλει αντιπρόσωπο στην Ολλανδία, στο Άμστερνταμ, να εμπορευτεί τσόχες, υφάσματα. «Μα ο Διαμαντής δεν νογάει από εμπόρια, αυτός είναι για τα γράμματα», θα διαμαρτυρηθεί η μάνα. (Ευτυχώς, για τους μεταγενέστερους, ο Αδαμάντιος Κοραής δεν νογούσε γρυ από εμπόρια).

Και νά τον τώρα: επάνω σ’ ένα καράβι, τραβάει για τη χώρα του Σπινόζα: «Για τη χώρα όπου ο πρόγονός του είχε τυπώσει τα βιβλία του, τη χώρα της τυπογραφίας και της ελευθερίας – εκεί που όλα κυκλοφορούν ελεύθερα, ιδέες, άνθρωποι, ελπίδες αλλά και συμφορές». Στο ταξίδι τον συνοδεύει ένα «ερπετό», ο παραγιός Σταμάτης Πέτρου, «ένας θεομπαίχτης δεισιδαίμων», ένας «στενού πνεύματος ανθρωπίσκος»μάλλον από εκείνους τους «ηγεμονίσκους εκ Δυτικής Λιβύης» που όταν δεν έχουν τι να πουν ή να απαντήσουν ατενίζουν τάχα στοχαστικά, με βαθιά περίσκεψη το κενό. Ε, εντάξει, στα μεγάλα ταξίδια κουβαλάει κανείς μαζί του και σαβούρα. Χρειάζονται και τα ερπετά, χρειάζονται: είναι μέρος της δοκιμασίας.

Φτάνοντας ο Διαμαντής στο Άμστερνταμ, μονάχος περπατά πλάι στα κανάλια, βλέπει κύκνους, βλέπει οιωνούς, βλέπει «γυναικίσια κάδρα». «Αυτοί, πολλά εκπαιδευμένοι στο Ντελφτ και σε τόσες σχολές, είναι ψυχολόγοι, γνώστες της ανθρώπινης φύσης, και τολμούν να τη φέρουν στην επιφάνεια και σε κοινή θέα, γι’ αυτό κι όλοι κάτι απ’ την ψυχή τους αναγνωρίζουν σε τούτα τα πορτρέτα, κάτι απ’ τον κρυμμένο εαυτό τους».

Εκεί στο Άμστερνταμ θα γνωρίσει άξιους ανθρώπους, όπως τον λόγιο Βύρτον και τη σύζυγό του, τον ζωγράφο Φαμπιέν, θα ανταμώσει όμως και την ωραία Κορνηλία, «ρηχή, αλλά τόσο γοητευτική», η οποία θα τον μειώσει, θα τον χλευάσει, θα τον οδηγήσει να ενδυθεί μια «μασκαράτα», μια «πανοπλία», μια «αρματωσιά»: περούκες, πομάδες, ψιμύθια, γούνινο πανωφόρι, «ψεύτικο» σπαθί. Φευ! Φενάκη. Σύντομα θα αντιληφθεί πως άλλα είναι τα «άρματά» του. Ελευθερία κι Αλήθεια, τα δυο αιτούμενά του. Και «φωτισμός». Εκείνος ο φωτισμός που έρχεται μετά από βαθύ σκοτάδι. Και συνεχίζει ο Κοραής να διαβαίνει δρόμους νεότητας κάτω από ουρανό τρικυμιώδη, έναν ciel enastre.

Αρκετά (αν όχι όλα) απ’ τα «κεφάλαια» (εάν μπορούμε να τα ονομάσουμε έτσι) έχουν μια αυτοτέλεια, θα μπορούσαν —νομίζω— να διαβαστούν και αυτόνομα, ως φέτες/κύματα ζωής ενός αδάμαστου νεαρού: όπως εκείνο το «κεφάλαιο» όπου μια γριά, ξεδοντιασμένη πόρνη τραβά τον νεαρό πάνω στα κάγκελα του «σωφρονιστηρίου γυναικών», εκεί όπου αραδιάζονταν τα σώματα στη βιτρίνα, κι εκείνος τής δίνει όσα φιορίνια έχει στις τσέπες του. Μια Φαντίνα. Μια FantineΉ όπως εκείνο το άλλο, υπέροχο κομμάτι όπου ο εικοσιτετράχρονος Διαμαντής βρίσκεται στο σαλόνι ενός κοσμοπολίτη εμπόρου: κυρίες χαριεντίζονται και ακκίζονται, άντρες φληναφούν: μιλούν για τη μαντάμ ντε Πομπαντούρ και τον Βολταίρο. «Εκείνη τη βραδιά ο Διαμαντής δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει πως σε λίγα χρόνια θα βρισκόταν κι ο ίδιος εκεί, στο επίκεντρο των γεγονότων, πως του έμελλε να είναι αυτήκοος κι αυτόπτης μάρτυς φοβερών πραγμάτων και άλλων μεγαλύτερων εξεγέρσεων, της άλωσης της Βαστίλης, της καύσης χάρτινου ομοιώματος του ποντίφικα, της μετακομιδής των λειψάνων του Βολταίρου, πως από το σπίτι του στο κέντρο του Παρισιού θα ζήσει όλες τις μνημειώδεις στιγμές, τις ταραχές της επανάστασης, και μάλιστα θα γίνει κάτι σαν “νοβελίστας”, ένας ανταποκριτής ειδήσεων». Εκείνη τη βραδιά ο Διαμαντής ένιωθε «πως δεν ανήκε πουθενά». Εκείνη τη βραδιά «ήταν μόνος, αλλά δεν ένιωθε τη μοναξιά του».

Και κυλούν οι ημέρες, γυρνούν οι σελίδες στο βιβλίο της Μαντόγλου, κι ο Διαμαντής επιμένει μονάχος να περιπατεί πλάι στα κανάλια. Και τον στενεύουν τα παπούτσια. Κι έρωτα με όρους Βέρθερου θα ζήσει: με τη Μαρία, εκείνο το πλάσμα που έμοιαζε γλάρος φυλακισμένος σε εκκλησία. Και θα καταποντιστεί. Κι έπειτα ήρθαν οι «διώκτες», οι δανειστές. Εκείνη η λεξούλα, διώκτες —χωρίς να υπάρχει ουσιαστική αντιστοιχία—, μου έφερε στον νου μια νεανική αγάπη: τον Ζαν-Ζακ: «Μes persecuteurs». Ε, εντάξει, τους «διώκτες» κανείς δεν τους θυμάται, οι διωκόμενοι όμως άντεξαν μερικούς αιώνες.

Στις τελευταίες σελίδες της νεότητάς του, στις πρώτες αράδες του βιβλίου της Μαντόγλου ο Κοραής ανεβαίνει στη σοφίτα του, στην καμαρούλα του, και ρωτά τον εαυτό του: «Τι γυρεύεις εδώ; Γιατί ανεβαίνεις ετούτες τις σκάλες; Πού οδηγούν ετούτες οι σκάλες;»

* * *

Αυτοβιογραφία, αλληλογραφία του Κοραή, αλληλογραφία του Σταμάτη Πέτρου, ήταν κάποιες από τις πηγές απ’ τις οποίες άντλησε νερό η Μαντόγλου, κι ετούτο το νερό το ζύμωσε με μύθο, εκείνη τη μαγική μαγιά που μετατρέπει το μερικό σε καθολικό· τη μαγιά εκείνη που δίνει στη στιγμή και στην περίσταση αλήθεια αδιαπραγμάτευτη και διαχρονία.

Η γλώσσα της Μαντόγλου —η οποία, περνώντας μέσα από ατραπούς ενσυναίσθησης, επίπονης έρευνας και ακόμη πιο επίπονης γραφής, έχει μεταλάβει οίνο και αίμα, ψίχα και πάθη της ψυχής του Κοραή— είναι ποιητική. Στιγμές-στιγμές, διαβάζοντας τα κείμενα με την πλαγιογράμματη γραφή που παρεμβάλλονται μεταξύ των «κεφαλαίων», ξεχνάμε πως στα χέρια μας έχουμε το έργο μιας συγγραφέως του 21ου αιώνα. Κατά τη γνώμη μου, η κυρίαρχη αίσθηση είναι πως κρυφοκοιτάζουμε σελίδες του ημερολογίου του νεαρού Διαμαντή.

Πιστεύω πως η Μαντόγλου ταυτίζεται με περιοχές της ζωής και της προσωπικότητας του Διαμαντή: βιβλιόφιλη, πεινώσα και διψώσα για «θεωρία και μελέτη», ακάματη αναγνώστρια, εργάτρια της μετάφρασης, αχόρταγη για ζωή, με απόλυτη επίγνωση του γεγονότος πως υπάρχουμε και με το σώμα μας πάνω σ’ αυτό τον πλανήτη, ακολουθεί την «πυρετώδη» ψυχή του Διαμαντή, ντύνει με τη φωνή της τη φωνή του, αγκαλιάζει τις λέξεις και τη στίξη του, και συνάμα απλώνει το χέρι ή ανοίγει τον δρόμο στους αναγνώστες για να βρούνε δικούς τους τόπους και περιοχές στον ψυχισμό ενός ανθρώπου που ένιωθε πως: «Τελικά δεν ανήκω πουθενά», που έλεγε: «Ας μείνω αυτός που είμαι».

Τελικά, όπως είπε και ο Πρόσπερο, ο τελευταίος γόνος του Τρισμέγιστου: «Είμαστε απ’ την ύλη που είναι φτιαγμένα τα όνειρα· και τη ζωούλα μας την περιβάλλει ολόγυρα ύπνος». Τελικά, μόνο οι Τρικυμίες μπορούν να οδηγήσουν σε ένα άξιο λόγου ναυάγιο. Απ’ τις «μπονάτσες» δεν είναι να έχει κανείς μεγάλες προσδοκίες.