Βάπτισμα του πυρός

C
Γιώργος Κυριαζής

Βάπτισμα του πυρός

Υπάρχουν έργα που σε στοιχειώνουν, έργα που αλλάζουν μονομιάς και για πάντα την αντίληψή σου για τη μουσική, έργα που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό την πρώτη φορά που τα ακούς, και το στόμα αρνείται να κλείσει τη δεύτερη φορά, την τρίτη, και όλες τις επόμενες. Το πιο χαρακτηριστικό απ’ αυτά (για μένα, τουλάχιστον) είναι η Ιεροτελεστία της Άνοιξης του Ιγκόρ Στραβίνσκι (ορθότερα Ίγκορ), ένα έργο που άφησε εποχή, χαρακτηρίζεται ως ένα από τα σημαντικότερα όλων των εποχών, αλλά στην πρεμιέρα του γιουχαΐστηκε από μεγάλη μερίδα του κοινού και έγινε αιτία να ξεσπάσουν ταραχές μέσα στο θέατρο.

Η ιδέα της Ιεροτελεστίας γεννήθηκε μάλλον το 1907, όταν ο Στραβίνσκι διάβασε μια συλλογή ποιημάτων του Σεργκέι Γκοροντέτσκι με σκοπό να μελοποιήσει δύο από αυτά. Εκεί βρήκε μερικά από τα θέματα που χρησιμοποίησε αργότερα, όπως παγανιστικές αντιλήψεις, σοφούς γέροντες και τελετουργικές θυσίες, που προσφέρονταν για τη δημιουργία ενός μπαλέτου. Βέβαια, από μουσική άποψη, είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνει μέσα του τις βασικές κατευθύνσεις του έργου, μια που τον βλέπουμε να χρησιμοποιεί παρόμοιο υλικό και σε άλλες συνθέσεις του εκείνης της περιόδου. Την ιδέα του αυτή τη συζήτησε το 1910 με τον Ρώσο ζωγράφο, συγγραφέα, αρχαιολόγο, μυστικιστή και φιλόσοφο Νίκολας Ρέριχ, ο οποίος την προηγούμενη χρονιά είχε φτιάξει τα σκηνικά για μια παράσταση των Πολοφτσιανών Χορών του Μποροντίν. Μαζί κατέληξαν στην τελική δομή του μπαλέτου, και αμέσως μετά ο Στραβίνσκι άρχισε να δουλεύει το μουσικό του υλικό, βασισμένο κατά μεγάλο βαθμό σε παραδοσιακές ρωσικές και λιθουανικές μελωδίες, προσαρμόζοντάς το στην πλοκή. Στα τέλη του 1912 είχε ολοκληρώσει τα προσχέδια, έφτιαξε μια εκδοχή για πιάνο, η οποία έχει χαθεί, μετά έφτιαξε μια δεύτερη για τέσσερα χέρια, την οποία έπαιξε το 1912 μαζί με τον Κλοντ Ντεμπισί, και την άνοιξη του 1913 είχε ολοκληρώσει και την ορχηστρική επεξεργασία. Αμέσως μετά έδειξε την παρτιτούρα στον Μορίς Ραβέλ, ο οποίος ενθουσιάστηκε και προέβλεψε ότι η πρεμιέρα της Ιεροτελεστίας της Άνοιξης (ο κανονικός τίτλος ήταν «Αγία Άνοιξη: Εικόνες της παγανιστικής Ρωσίας», αλλά το έργο έγινε ευρύτερα γνωστό με τον γαλλικό του τίτλο, Le Sacre du Printemps) θα ήταν εξίσου σημαντική με την πρεμιέρα του έργου του Ντεμπισί, Πελλέας και Μελισσάνθη. Και δεν είχε άδικο.

Μετά από πολλές και περιπετειώδεις πρόβες, κατά τις οποίες οι χορευτές δυσκολεύονταν με τη χορογραφία του Βάσλαβ Νιζίνσκι και οι μουσικοί γελούσαν, αδυνατώντας να καταλάβουν τις παράξενες μουσικές ιδέες και την ενορχηστρωτική άποψη του Στραβίνσκι, η πρεμιέρα του έργου έγινε στο ασφυκτικά γεμάτο Théâtre des Champs-Élysées του Παρισιού, στις 29 Μαΐου 1913, και η Ιεροτελεστία ήταν το δεύτερο έργο στο πρόγραμμα. Δεν είναι απολύτως σαφές το τι έγινε. Άλλοι είπαν ότι οι θεατές αναστατώθηκαν από τη δυσαρμονία και την ατονικότητα του έργου, με τις πολλές διαφωνίες, τους οργιώδεις ρυθμούς και τη μεγάλη ένταση της ορχήστρας, και άλλοι ότι εξοργίστηκαν με την άτεχνη, μηχανική, πρωτόγονη και άκομψη χορογραφία του Νιζίνσκι. Οι θεατές άρχισαν να φωνάζουν ήδη από την εισαγωγή του έργου, και, σύμφωνα με μαρτυρίες, σε πολλά σημεία η φασαρία σκέπαζε εντελώς τη μουσική, σε σημείο, μάλιστα, ο Νιζίνσκι να φωνάζει από τις κουίντες τα βήματα στους χορευτές, οι οποίοι δεν μπορούσαν να ακούσουν τίποτε από την ορχήστρα. Σύμφωνα με άλλους, το πρόβλημα ξεκίνησε όταν οι δύο αντίπαλες φράξιες που είχαν σχηματίσει οι Παρισινοί θιασώτες του μπαλέτου (οι μεν, πιο ευκατάστατοι, υπέρ της παράδοσης, οι δε, πιο μποέμ, υπέρ των νεωτερισμών) άρχισαν να τσακώνονται με την έναρξη του (ρηξικέλευθου, είναι η αλήθεια) έργου. Ενώ η παράσταση συνεχιζόταν, 40 περίπου άτομα απομακρύνθηκαν διά της βίας από το θέατρο, και το έργο ολοκληρώθηκε σε σχετική ησυχία.

Μερίδα των κριτικών κράτησε επίσης εχθρική στάση απέναντι στο έργο, αποκαλώντας το προχειροφτιαγμένο, παιδαριώδες και βάρβαρο· άλλοι έγραψαν ότι ο Στραβίνσκι θυσίασε τη μελωδία και την αρμονία στον βωμό του ρυθμού· και ο μεγάλος Τζάκομο Πουτσίνι, που παρακολούθησε τη δεύτερη παράσταση στο Παρίσι, αποκάλεσε τη χορογραφία «γελοία», τη μουσική «κακόφωνη» και τον Στραβίσνκι «παράφρονα». Μετέφερε επίσης ότι το κοινό γιουχάιζε, γελούσε, αλλά και χειροκροτούσε. Όπως λένε, όμως, η ιστορία είναι ο μοναδικός τελικός κριτής, και αυτή κατέγραψε το έργο στις χρυσές σελίδες της ως θρίαμβο.

Η πρώτη μου επαφή με αυτό το αριστούργημα έγινε χάρη στον φίλο συνθέτη (και αργότερα δάσκαλό μου στην αρμονία) Ιωσήφ Παπαδάτο, ο οποίος έβαλε να το ακούσω μια μέρα στο σπίτι του. Όπως ήταν φυσικό, μαγεύτηκα ήδη από τις πρώτες νότες του φαγκότου, με τη χαρακτηριστική μελωδία που κουβαλά μέσα της την παράδοση, όμως ταυτόχρονα σε βάζει σε ένα κλίμα απόλυτα σύγχρονο — και το 1913 αλλά και το 2019. Το έργο συνέχισε με τα πνευστά να μπλέκονται μεταξύ τους ολοένα και πυκνότερα και με ένα εντυπωσιακό κρεσέντο να επανέρχονται με ένα ξαφνικό άδειασμα στην αρχική μελωδία, και μετά...

...μετά ήρθε το σημείο που με συντάραξε, τριάμισι λεπτά μετά την έναρξη, όπου συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχουν στεγανά στη μουσική, γιατί αυτό που άκουγα ήταν εντελώς ροκ, σκληρό ροκ, στα όρια του χέβι μέταλ, αλλά ταυτόχρονα κλασικό, τζαζ και παραδοσιακό, με το ρυθμό να έχει εντυπωσιακά τον πρώτο ρόλο, χωρίς όμως να θυσιάζονται ούτε η μελωδία ούτε η αρμονία. Μεγάλος συνθέτης ο Πουτσίνι, αλλά εδώ είχε άδικο. Και δεν τολμώ να σκεφτώ τι θα έλεγε αν άκουγε τους Γάμους, ένα μπαλέτο που ολοκληρώθηκε το 1917 και συνδύαζε τα ίδια στοιχεία με την Ιεροτελεστία αλλά πολύ πιο έντονα, ιδίως σε ό,τι αφορά τον ρυθμό. Να το πω αλλιώς: αν η Ιεροτελεστία είναι ροκ, οι Γάμοι είναι θρας μέταλ.

Το έργο αυτό μού άρεσε τόσο πολύ που, παρότι δεν είχα σκοπό τότε να ασχοληθώ με τη μουσική ανάλυση, την ενορχήστρωση ή τη σύνθεση, πήγα και αγόρασα την πλήρη παρτιτούρα του, κάτι που έκανα μετά μόνο με ένα ακόμη έργο, το οποίο δεν έχω συμπεριλάβει σε αυτό τον κατάλογο των αγαπημένων μου έργων αλλά πρέπει οπωσδήποτε να το αναζητήσετε και να το ακούσετε: την Cantata Profana του Μπέλα Μπάρτοκ.

Η Ιεροτελεστία της Άνοιξης είναι σήμερα το πιο διάσημο έργο του Στραβίνσκι και ένα από τα πιο διάσημα έργα γενικώς, κι έτσι έχει ηχογραφηθεί πολλές φορές από διάφορες ορχήστρες. Από μουσική άποψη σας προτείνω την εκτέλεση του Πιερ Μπουλέζ (Spotify), κι αυτό διότι πρόκειται για μια ιδιαίτερα καθαρή ερμηνεία, όπου ακούγονται τα πάντα με σαφήνεια. (Ο δίσκος περιέχει και ένα ακόμη σπουδαίο έργο του Στραβίνσκι, τον Πετρούσκα). Αλλά, αν θέλετε να το απολαύσετε σε συνδυασμό με χορογραφία, μπορείτε να παρακολουθήσετε κάτι τέτοιο (το έργο ξεκινά στο 4:10).

[ Εικονογράφηση: σχέδιο του Nicholas Roerich για την πρώτη παράσταση του 1913 ].