Βιβλία κάτω από τη βάση

C
Κυριάκος Αθανασιάδης

Βιβλία κάτω από τη βάση

Προ ενός μηνός δημοσιεύτηκε στα Μέσα η επιστολή μίας μαθήτριας που πήρε 10 στην έκθεση των Πανελλαδικών, αντί για 19 ή 20, όπως περίμενε η ίδια. (Για τις ανάγκες της συζήτησης δεχόμαστε ότι το γράμμα ήταν αληθινό, και όχι φάρσα. Αν και από μόνο του αυτό, το ότι συχνά δεν είμαστε σίγουροι για το πότε μάς κοροϊδεύει επικά κάποιος, είναι ενδεικτικό τού πόσο παράξενη είναι η καθημερινότητά μας, πόσο πολλά λάθος βήματα έχουμε κάνει όλοι μαζί). Γράφτηκαν πολλά για τον όγκο των πομφολύγων από τις οποίες έβριθε το κείμενο (για να δανειστώ δύο λέξεις που ίσως θα χρησιμοποιούσε και εκείνη), των κενών και χωρίς ειρμό ασύντακτων κοινοτοπιών, της φθονερά κακής χρήσης του λόγου, τέτοιας που δύσκολα συναντά κανείς στην πραγματική ζωή. Από την άλλη, κουβέντες σαν κι αυτές, σόλοικα γραμμένες, υπερφίαλες, πλαδαρές, μισοκλεμμένες από δω κι από κει, κουβέντες “ποιητικού ενθουσιασμού” που γράφονται μόνο και μόνο για να δώσουν όγκο, σαν τον αέρα σε ένα σωσίβιο-φλαμίνγκο, προσωπικά έχω διαβάσει πολλές στη ζωή μου, και μάλιστα όχι από δεκαοχτάχρονα που, εγκλωβισμένα σε ένα ανθρωποβόρο σύστημα παρασκευής δημοσίων υπαλλήλων σε μια άχρηστη υπηρεσία, πασχίζουν να μιμηθούν ένα πιθανό αποτέλεσμα παραγωγής σκέψης, ένα συλλογισμό — να παραστήσουν ότι σκέφτονται.

Έχω διαβάσει πολλές τέτοιες σελίδες σαν αναγνώστης εκδοτικών οίκων: σαν αναγνώστης επίδοξων Ελλήνων πεζογράφων, επίδοξων “πρωτοεμφανιζομένων” συγγραφέων, αναγνώστης πρωτολείων — μία στενόχωρη καριέρα που δεν τη συνιστώ σε κανέναν βιβλιόφιλο, καθώς στιγματίζει, αλλοιώνει και πικρίζει μετά από ελάχιστα χρόνια την αγάπη σου για το διάβασμα, αλλά που εν πάση περιπτώσει κάποιος πρέπει να την κάνει. (Παρενθετικά και πάλι, να σημειώσουμε εδώ ότι ένας εξασκημένος αναγνώστης βάζει εύκολα στην άκρη τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα μετά από λίγες σελίδες, οπότε δεν κουράζεται ψυχικά διαβάζοντας μερικές δεκάδες χιλιάδες λέξεις παραλογισμού κάθε φορά, και χωρίς ποτέ να πέφτει έξω — δεν υπάρχει περίπτωση να ακυρώσει ένα “μυθιστόρημα” που είχε προοπτικές να γιατροπορευτεί και να κάνει μία σχετικώς αξιοπρεπή εμφάνιση στην αγορά. Αλλά δεν παύει και πάλι να είναι μία δουλειά άχαρη, που σε κάνει να αναρωτιέσαι τι έχει πάει τόσο στραβά με τον κόσμο).

Τέτοια κείμενα γράφονται σωρηδόν. Η κεντρική μυθιστορηματική ιδέα είναι προσχηματική και απλοϊκή, οι χαρακτήρες “αρχετυπικοί” και σμιλεμένοι σε μάρμαρο, τα συναισθήματα ακραία και κωμικά, η δράση ανύπαρκτη, η πλοκή ανερμάτιστη, οι διάλογοι σαν κακέκτυπα παράλληλων θεατρικών μονολόγων, το τέλος λυτρωτικό σαν τις καρτ-ποστάλ με τα δελφίνια και τα ηλιοβασιλέματα που ανταλλάσσουν πολλοί χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για να εκτονώσουν μία ανύπαρκτη συγκίνηση. Και δεν γράφονται απλώς, αλλά κατατίθενται με πολλή αγωνία σε όλους τους οίκους: αν τα εκδοτικά ήταν οδοντιατρεία, θα είχαν αίθουσες αναμονής σαν αυτές των αεροδρομίων.

Αυτά τα βιβλία δεν βγαίνουν. Σε αντίθεση με τον επιεική διορθωτή του viral γραπτού, από τον αναγνώστη του εκδοτικού παίρνουν μηδέν. Ωστόσο, συμβαίνει το εξής. Καθώς η τυπογραφική έκρηξη στην αρχή και οι δανειστικές βιβλιοθήκες στη συνέχεια έριξαν μεν τον μέσο όρο ποιότητας των κειμένων που παράγονταν και διαδίδονταν (και συνεχίζουν να τον ρίχνουν), αλλά έμαθαν στον πολύ κόσμο γράμματα, στον κόσμο σαν εμάς εννοώ, καθώς οι ταπεινές φυλλάδες του 19ου αιώνα και τα φτηνά αισθηματικά και περιπετειώδη μυθιστορήματα σε συνέχειες των εφημερίδων γέννησαν τον Ντίκενς, φέρ’ ειπείν, και το σύγχρονο μυθιστόρημα, έτσι και η (αγαπημένη) λαϊκή λογοτεχνία, σε συνδυασμό με την τρομερή παλίρροια γραπτού διαδικτυακού λόγου, που εύκολα την κατακτά κανείς και ακόμη πιο εύκολα κατακτάται από αυτήν, γεννά έναν πρωτοφανή όγκο επίδοξων μυθιστορηματικών κειμένων, και μία ανάγκη έκδοσης που δεν έχει προηγούμενο — και που εντέλει βρίσκει διέξοδο (ένα ποσοστό της τουλάχιστον, όχι μικρό πια) στις αυτοεκδόσεις.

Τα βιβλία αυτά, προϊόν μίας έντιμης συναλλαγής, δεν έχουν συνήθως άλλους αναγνώστες πλην των οικείων του συγγραφέα τους, δεν πωλούνται, δεν τοποθετούνται στα βιβλιοπωλεία, είναι ανεπιμέλητα, έχουν εξουθενωτική τυπογραφία και καλλιγραφικά γράμματα στο εξώφυλλο, τυπώνονται ψηφιακά σε δυο-τρεις εκατοντάδες αντίτυπα και είναι πολλά: αυξάνονται καθημερινά με πελώριους ρυθμούς, για χάρη τους φτιάχνονται Σελίδες στο Facebook, γίνονται παρουσιάσεις με σηκωμένα φρύδια και σίγουρα λόγια σε ωραία καφέ, γράφονται έπαινοι από φίλους και συναδέλφους, και δημιουργούν ένα παράλληλο στο παραδεκτό και ισχύον σύστημα αξιολόγησης, έκδοσης και διάθεσης βιβλίων. Όλο αυτό δεν είναι κακό. Ίσα-ίσα που αυξάνει και το ΑΕΠ. Κάτι σημαίνει όμως και κάτι εγκυμονεί, που μένει να το δούμε τα επόμενα χρόνια. Από την άλλη, υπάρχουν πλέον αξιοπρεπέστατες πλατφόρμες editing και digital publishing, παραρτήματα εκδοτικών οίκων με μεγάλη πορεία και όχι “φωτοτυπάδικα”, που στην ψηφιακά υπανάπτυκτη Ελλάδα δυστυχώς δεν βρίσκουν ακόμη όσους πελάτες έπρεπε να έχουν.

Η βαριά υπερπολιτικοποίηση που επέφερε η κρίση απέσπασε πολλούς αναγνώστες από τα βιβλιοπωλεία: οι περισσότεροι κάνουν πολιτικές αναλύσεις (ή ποστάρουν κλασική μουσική), αλλά σπανιότατα λένε ποιο βιβλίο διάβασαν το Σαββατοκύριακο — γιατί δεν έχουν διαβάσει κανένα, έχουν αποκοπεί πια από τον χώρο: για πρώτη φορά εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια που προσωπικά σχετίζομαι με μεγάλες παρέες. Κι αυτό, μαζί με όλα τα άλλα που χτυπούν από δεξιά και από αριστερά την παρά ταύτα ποιοτικότερη από ποτέ αγορά του βιβλίου (δυσπραγία, μετανάστευση, ακηδία, βαριεστημάρα, αυτή την αίσθηση πως όπου να ’ναι πιάνουμε λιμάνι σε μια χώρα δυστοπική), στο τέλος φοβούμαι μήπως την γκρεμίσουν, μήπως μείνουμε με τις αυτοεκδόσεις, εκείνες με τα καλλιγραφικά γράμματα στα εξώφυλλα. Και μήπως δεν ξαναπιάσουμε ποτέ τη βάση, το πολυπόθητο τότε 10.

(Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθερία του Τύπου, στις 30 Ιουλίου 2017).

Pablo Picasso, «Δύο κορίτσια που διαβάζουν» (1934) ].