Βλαβερές συνέπειες

L
Νίκος Ψαρρός

Βλαβερές συνέπειες

«Και ως λέγ’ η Θέτις η θεά μητέρα μου, δυο μοίρες εμέ φέρουν διάφορες στο τέλος του θανάτου. Αν μείνω εδώ να πολεμώ την πόλιν του Πριάμου η επιστροφή μου εχάθηκεν, αλλ’ άφθαρτη θα μείνει η δόξα μου. Στην ποθητήν πατρίδα μου αν γυρίσω, μου εχάθη η δόξα, αλλ’ έπειτα πολλές θα ζήσω ημέρες, και δεν θα μ’ έβρη γρήγορα το τέλος του θανάτου».

Με αυτά τα λόγια –στη μετάφραση του Ιάκωβου Πολυλά– περιγράφει ο Αχιλλέας στην ένατη ραψωδία της Ιλιάδας το υπαρξιακό του δίλημμα προσπαθώντας να δικαιολογήσει την απόφασή να αποσύρει τους Μυρμιδόνες του από την πολιορκία της Τροίας και να επιστρέψει στη Φθία. Όμως αυτή η σώφρων απόφαση του Αχιλλέα δεν διαρκεί πολύ. Το πάθος του για το «άφθιτο κλέος», υποδαυλισμένο από τον πόνο του για τον θάνατο του φίλου του Πάτροκλου και από το μίσος του για τον αλαζόνα Έκτορα, τελικά υπερισχύει και ο Αχιλλέας βρίσκει τον πρόωρο θάνατο στο πεδίο της μάχης από το βέλος του Πάρι.

Το δίλημμά του όμως δεν πεθαίνει μαζί του. Εξακολουθεί να ταλανίζει τις ψυχές των ανθρώπων και να τους οδηγεί, τόσο στον πρόωρο θάνατο, όσο και σε μονοπάτια που τους απομακρύνουν από την αρετή, υποσχόμενο αυτό που σφράγισε και τη μοίρα του ομηρικού ήρωα: την άφθαρτη δόξα.

Δεν είναι μόνο η άκρατη δίψα για φήμη και δόξα που κάνει τους ανθρώπους να θυσιάσουν την προσωπική τους ζωή, το μέλλον τους, την οικογένειά τους και την τιμή και την αξιοπρέπειά τους στον βωμό της δόξας και της φήμης, αλλά και η κοινή γνώμη, το ακροατήριο, οι θεατές, η κοινωνία, που διψούν για ινδάλματα, ήρωες, πρότυπα, πρωτοπόρους, σωτήρες. Γιατί δόξα και φήμη είναι από τη φύση τους σχέσεις, χρειάζονται δηλαδή δύο μέρη για να υλοποιηθούν. Τον άνθρωπο που θέλει να γίνει φημισμένος και να δοξαστεί από τη μια μεριά και το κοινό που θέλει να δοξάσει από την άλλη· γιατί, δοξάζοντας και εξυμνώντας, παίρνει κάτι από την αίγλη του δοξασμένου και φημισμένου.

Είναι άραγε κακό να αποζητεί κανείς τη φήμη και τη δόξα και το να αναζητάμε ανθρώπους με ικανότητες και επιδόσεις που μας επιτρέπουν να τους δοξάζουμε και να τους επευφημούμε; Προφανώς όχι. Η σχέση αναγνώρισης και θαυμασμού που αναπτύσσεται ανάμεσα στον φημισμένο και το κοινό ενισχύει τους δεσμούς αλληλεγγύης σε μια κοινωνία και το αίσθημα ότι αξίζει να είναι κανείς μέλος της, και δρα ως κίνητρο που ευνοεί τη μίμηση και την προσωπική προσπάθεια προς την επιτυχία. Υπ’ αυτή την άποψη, η επιδίωξη φήμης και δόξας μπορεί να χαρακτηριστεί ως αρετή.

Όμως κάθε αρετή βρίσκεται ανάμεσα σε δυο ακραίες συμπεριφορές, οι οποίες, μολονότι αντίθετες μεταξύ τους, είναι και οι δυο καταστροφικές, η κάθε μια με τον δικό της τρόπο.

Το ένα άκρο χαρακτηρίζεται από την απόλυτη αντίθεση στα χαρακτηριστικά μιας αρετής: Όπως το αντίθετο στο θάρρος είναι η δειλία, έτσι και το αντίθετο στην επιδίωξη της φήμης και της δόξας είναι η απόλυτη αδιαφορία για την αναγνώριση από τους άλλους, η καθολική αυτοαπαξίωση. Το αρνητικό άκρο στην αρετή είναι σχετικά εύκολο να γίνει αντιληπτό αν και δεν είναι πάντοτε εύκολο να διαπιστώσει κανείς αν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά αντιστοιχεί σε αυτό — κατά συνέπεια, δεν είναι και εύκολο να την αποφύγει. Όμως το αρνητικό άκρο δεν είναι κάτι που θα επιδίωκε ποτέ ένας φυσιολογικός άνθρωπος.

Πολύ πιο επικίνδυνο είναι το άλλο άκρο, η υπερβολή. Η υπερβολή μετατρέπει την αρετή από μέσο προς επίτευξη ενός σκοπού, από σχέση ανάμεσα στο πρόσωπο και την κοινωνία, σε αυτοσκοπό. Το ακραίο θάρρος, το θάρρος που δεν υπολογίζει το κόστος και τις συνέπειες, κάνει τον άνθρωπο παράτολμο. Ο παράτολμος άνθρωπος δεν θέτει μόνο τον ίδιο του τον εαυτό σε κίνδυνο χωρίς νόημα, αλλά και τους άλλους. Θέτει σε κίνδυνο τον ίδιο τον κοινό σκοπό.

Με ανάλογο τρόπο η επιδίωξη της φήμης και της δόξας ως αυτοσκοπών απομονώνει τον άνθρωπο από την κοινωνία και μετατρέπει τους συνανθρώπους του σε απλά όργανα επίτευξης αυτού του σκοπού. Παράλληλα η κοινωνία που θεωρεί τη δόξα και τη φήμη ως υπέρτατους σκοπούς δεν αξιολογεί τους ανθρώπους με κριτήριο την προσπάθειά τους αλλά μόνο με βάση το γεγονός της συγκυριακής επιτυχίας τους.

Η υπέρμετρη επιδίωξη της φήμης και της δόξας είναι λοιπόν κάτι κακό, είναι μια μορφή λαγνείας. Και η υπέρμετρη επιδίωξη της επιτυχίας που υπηρετεί τη λαγνεία της φήμης και της δόξας καταλήγει σε μανία.

Η μανία της επιτυχίας στην υπηρεσία της λαγνείας της φήμης και της δόξας δίνει το κίνητρο για την απάτη στην επιστήμη, στον αθλητισμό, στην τέχνη και σπέρνει τον σπόρο του λαϊκισμού και της δημαγωγίας. Ο φημολάγνος επιτυχιομανής επιστήμονας θα προσπαθήσει να αποκρύψει την αποτυχία των πειραμάτων και τη διάψευση της θεωρίας του παραποιώντας τα αποτελέσματα της έρευνάς του, αποσιωπώντας τις επιτυχίες συναδέλφων του και προσπαθώντας να απαξιώσει τα αποτελέσματα της δικής τους έρευνας. Ο φημολάγνος επιτυχιομανής αθλητής θα προσπαθήσει να ντοπαριστεί, ο καλλιτέχνης να αντιγράψει, να πλαστογραφήσει ή να λογοκλέψει. Και το φημολάγνο επιτυχιομανές κοινό θα επευφημήσει τον φαινομενικά επιτυχημένο και θα τον υψώσει στα ουράνια. Όταν όμως αποκαλυφθεί η απάτη, τότε με την ίδια ευκολία θα τον ρίξει στα τάρταρα και θα βαυκαλιστεί στο θέαμα της κατεδάφισης της φήμης του.

Όμως η πιο βλαβερή συνέπεια της λαγνείας της φήμης και της δόξας και της μανίας της επιτυχίας είναι ότι μας κάνουν να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η πραγματική επιτυχία –όχι μόνο η επιτυχία στον κόσμο του αθλητισμού και του θεάματος αλλά κυρίως η επιτυχία στην επιστήμη, την τέχνη και την τεχνολογία– βασίζεται και χτίζεται επάνω στις άπειρες αποτυχίες και στις πολύ μικρές επιτυχίες των «ασήμαντων» που εργάζονται και προσπαθούν ακατάπαυστα στη σκιά των φημισμένων, πλουτίζοντας έτσι συνεχώς τις γνώσεις και αυξάνοντας τις ικανότητες της ανθρωπότητας.

Είναι όλοι αυτοί που τολμούν γνωρίζοντας ότι μπορεί να αποτύχουν, έχουν όμως το θάρρος να παραδεχτούν την αποτυχία της προσπάθειάς τους και την πνευματική δύναμη να μάθουν από αυτήν.

[ Εικόνα ]