Το Zonars, το BBC και το αστικό διακύβευμα

L
Ρωμανός Γεροδήμος

Το Zonars, το BBC και το αστικό διακύβευμα

Μία από τις καλύτερες παλιές σειρές του BBC είναι το Fortunes of War («Οι Τύχες του Πολέμου», 1987), που βασίζεται σε δύο εξαιρετικές αυτοβιογραφικές τριλογίες της Olivia Manning — την Τριλογία των Βαλκανίων και την Τριλογία του Λεβάντε. Τo FoW περιγράφει τις περιπέτειες του Guy και της Harriet Pringle, ενός ζευγαριού Βρετανών (και μιας ανθρώπινης παλέτας χαρακτήρων που τους τριγυρίζουν) λίγο πριν και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε επτά απολαυστικά επεισόδια παρακολουθούμε τη διαδρομή της ζωής και της σχέσης τους, όσο ο πόλεμος εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη και εκείνοι αναγκάζονται να μετακινηθούν από τη Ρουμανία στην Ελλάδα και από εκεί στην Αίγυπτο και τη Συρία.

Η σειρά γυρίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 στις πραγματικές τοποθεσίες, με εξαιρετική αναπαράσταση της εποχής και πολλά εξωτερικά γυρίσματα στο Βουκουρέστι, στην Αθήνα, στο Κάϊρο, στη Δαμασκό και σε άλλες περιοχές. Το 4ο επεισόδιο διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα — ξεκινά με μία πανοραμική λήψη της Ακρόπολης ενώ το αεροπλάνο που μεταφέρει τη Harriet ετοιμάζεται να προσγειωθεί στην Αθήνα του Οκτωβρίου του 1940, και τελειώνει στο λιμάνι του Πειραιά με τους πρόσφυγες να προσπαθούν να βρουν μία θέση στα πλοία που φεύγουν για το Κάιρο ενώ οι Γερμανοί πολιορκούν την Αθήνα.

Είχαν περάσει 40 περίπου χρόνια από τον πόλεμο όταν γυρίστηκε η σειρά, αλλά η εξαιρετική παραγωγή του BBC με τη συνεργασία και πολλών Ελλήνων συντελεστών λειτουργεί σαν μηχανή του χρόνου. Στο επεισόδιο της Ελλάδας η δράση διαδραματίζεται στην Πλάκα, στο Σούνιο, στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία όπου εγκαθίστανται οι βρετανικές υπηρεσίες, σε γωνιές του κέντρου της Αθήνας. Ως ένα από τα βασικότερα τοπόσημα της πόλης του 1940 παρουσιάζεται το Zonars, στο οποίο έγιναν εσωτερικά γυρίσματα (η σχετική δίλεπτη σκηνή ξεκινά περίπου στο δωδέκατο λεπτό του επεισοδίου). Το Zonars διένυε τότε το πρώτο όλο κι όλο έτος της ζωής του, αλλά εμφανίζεται ήδη ως το κεντρικότερο σημείο συνεύρεσης της αθηναϊκής ελίτ.

Με αφορμή τα εγκαίνια του νέου Zonars και την καλοδεχούμενη επαναλειτουργία ενός τοπόσημου-θεσμού/μύθου, σκέφτομαι την Αθήνα του 1940, την Αθήνα του 1987 και την Αθήνα του 2015 — το πέρασμα του χρόνου, τις αστικές πληγές που ανοίγουν και άλλες που κλείνουν. Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν στα κοινωνικά μέσα νοσταλγικές φωτογραφίες από μία κατάφωτη και καλαίσθητη εορταστική Ομόνοια των αρχών της δεκαετίας του ’60. Φέτος, κυκλοφόρησε και η σατιρική/αντι-νοσταλγική εκδοχή, που καυτηριάζει την ωραιοποίηση του παρελθόντος και σχεδόν ενοχοποιεί την αναζήτηση της έμπνευσης στις φωτεινές στιγμές του παρελθόντος.

Είναι αλήθεια ότι στην Αθήνα του 1940 αλλά και του 1960, εκτός από το Zonars και τις μαρκίζες των κινηματογραφικών αιθουσών, υπήρχε λατέρνα (εκτεταμένη) φτώχεια και γαρύφαλλο. Είναι επίσης αλήθεια ότι το 1987, εκτός από τα νεοκλασικά που επιβίωναν, υπήρχε κυκλοφοριακό χάος, νέφος και σκουπίδια. Είναι ωστόσο εξίσου αλήθεια ότι, στην Αθήνα του 2015, οι προσόψεις ενός τεράστιου τμήματος της πόλης (και των προαστίων της) έχουν παραδοθεί αμαχητί στα graffiti, τα tags και τις διαθέσεις της οποιασδήποτε ομάδας ή ατόμου θέλει να εκτονωθεί, να εκφραστεί ή να καταστρέψει. Αυτός είναι και ο πιο ξεκάθαρος συμβολισμός για την απροθυμία/αδυναμία του κράτους να προστατέψει την ιδιωτική περιουσία ως έννοια και ιδανικό (η ειρωνεία βέβαια είναι ότι, αφού το ιδιωτικό και το δημόσιο εφάπτονται και συνυπάρχουν, η καταστροφή καταντά να απαξιώνει και τον δημόσιο χώρο), συμβολισμός για την επιλεκτική, αυθαίρετη και εντέλει εντελώς ανεπαρκή εφαρμογή του νόμου, και τελικά για την αυταρχική επιβολή μιας συγκεκριμένης αισθητικής που είμαστε όλοι αναγκασμένοι να υποστούμε χωρίς να το έχουμε επιλέξει. Το καρβουνιασμένο κέλυφος των κινηματογράφων «Αττικόν» και «Απόλλων» είναι εκεί για να μη μας αφήνει να ξεχάσουμε την ανεπάρκειά μας και τις προτεραιότητες μας.

Η Αθήνα των μέσων του 20ού αιώνα, όπως και η Θεσσαλονίκη πριν τον πόλεμο, η Πάτρα και η Ερμούπολη πιο πριν, είχαν έναν κοσμοπολιτισμό, όχι επειδή όλα ήταν τέλεια, καθαρά και πλουσιοπάροχα, αλλά επειδή ήταν πόλεις ανοιχτές: στο εμπόριο, στις διαφορετικές μόδες, στη συνύπαρξη θρησκευτικών, εθνοτικών και γλωσσικών «φυλών», στην εισροή ανθρώπων, κινημάτων, ιδεών. Οι μεγάλες πόλεις ζουν τη χρυσή τους εποχή όταν ακριβώς επιδιώκουν και καλωσορίζουν το ξένο, το διαφορετικό, όταν γίνονται κόμβοι μετακίνησης και συνάντησης. (Εν προκειμένω, το «Fortunes of War» δεν είναι τελικά μία σειρά για τον πόλεμο ή για τις συγκεκριμένες χώρες στις οποίες διαδραματίζεται, αλλά για τα δεινά και τις μικρές χαρές της μετακίνησης: τη μετανάστευση, την προσφυγιά, το ξερίζωμα, την περιπέτεια, το ταξίδι και κυρίως την ανάγκη της επιβίωσης).

Η συζήτηση για το νέο Zonars έχει ενδιαφέρον ακριβώς επειδή αντανακλά τους φόβους, τις επιθυμίες, τα απωθημένα μιας πόλης που πασχίζει να παραμείνει ανοιχτή, μιας κοινωνίας που διχάζεται από το φάντασμα του δυτικοευρωπαϊκού τρόπου ζωής, και μιας χώρας που δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί ένα ιστορικό κύμα προσφύγων. Είναι ταυτόχρονα σύμπτωμα μιας υπερδιεγερμένης δημόσιας σφαίρας που νιώθει την ανάγκη να νοηματοδοτεί ιδεολογικά και συναισθηματικά κάθε εξέλιξη. Κάποιοι έσπευσαν να απαξιώσουν την προσπάθεια αυτή επειδή διαφωνούν με την εταιρική στρατηγική ή με συγκεκριμένες επιλογές. Άλλοι θεωρούν τη σύγκριση με το παλιό Zonars ή με τα μεγάλα καφέ της αστικής Ευρώπης σαν ένα σύμπτωμα επαρχιωτισμού και κατωτερότητας. Και κάποιοι άλλοι θεωρούν την άφιξη του νέου Zonars σαν σημάδι της αναγέννησης της Αθήνας.

Η αλήθεια είναι ότι καμία επιχείρηση δεν μπορεί να επιβιώσει με αποκλειστική βάση το χτες. Οι μεγάλες ανοιχτές πόλεις επιτρέπουν την συνύπαρξη του χτες, του σήμερα και του αύριο. Το Zonars έχει μία μοναδική, πολύτιμη κληρονομιά και θέση στην ιστορία της Αθήνας και η (όντως επιτυχημένη) ανακαίνισή του μπορεί να αποτελέσει σπίθα δημιουργικότητας και επιστροφής στην αστική κουλτούρα. Το βασικότερο όμως είναι ότι το νέο Zonars είναι ένας εξαιρετικά καλαίσθητος χώρος στον οποίο χαίρεσαι να κάθεσαι, όχι (μόνο) για να αναπολήσεις το χτες, αλλά για να απολαύσεις το σήμερα και να ονειρευτείς το αύριο.

Και η Αθήνα έχει απελπιστική ανάγκη από τέτοιους χώρους.      

[ Στη φωτογραφία: ο Kenneth Branagh και η Emma Thompson έξω από το Zonars σε σκηνή του «Fortunes of War», BBC, 1987).